Σταύρος Β. Θωμαδάκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών
Χαίρομαι πολύ που βρίσκομαι ανάμεσα σε ιστορικούς και πιστεύω ότι σε μέρες όπως η σημερινή έχουμε μεγάλη ανάγκη να ατενίσουμε την μακρά διάρκεια. Ο βραχυπροθεσμισμός είναι σοβαρή ασθένεια των τελευταίων τριάντα ετών στις αγορές, και έχει μεταδοθεί στις κοινωνίες, αλλά επίσης στην πολιτική. Η αντίδραση στην κρίση που ζούμε, η αντίδραση της κοινωνίας γύρω μας στα μέτρα που τώρα λαμβάνονται πάσχει και αυτή από μία ιστορική μυωπία, έχει μολυνθεί από το μικρόβιο του βραχυπροθεσμισμού. Η ανάγκη λόγου χάριν να αναγνωρίσουμε ότι οι κρίσεις είναι εγγενές χαρακτηριστικό του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και των ‘ελευθερων’ αγορών είναι θεμελιώδης. Η ανάγκη να θυμόμαστε ότι τούτη η χώρα έχει υποστεί πολλές δημοσιονομικές κρίσεις και κρίσεις χρέους από τις οποίες εξέφυγε με διάφορους τρόπους στο παρελθόν είναι επίσης θεμελιώδης. Είμαι βέβαιος ότι πολλοί σημερινοί συνομιλητές θα ανακαλέσουν παλαιότερες εμπειρίες. Βέβαια ούτε η ιστορία επαναλαμβάνεται ούτε οι κρίσεις. Κάθε κρίση έχει τα δικά της αποτυπώματα. Η ανταπόκριση σε κάθε κρίση διαφέρει υπάρχουν όμως ενοποιητικά στοιχεία που αναδεικνύονται μόνον ατενίζοντας τη μακρά διάρκεια και προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε την ποικιλία των φαινομένων των κρίσεων.
Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΡΙΣΗ
Κάθε μεγάλη οικονομική κρίση στην εποχή του καπιταλισμού εξουθενώνει επιχειρήσεις, καταστρέφει κεφάλαια, δημιουργεί πελώρια ανεργία και δυστυχία, αποδιαρθρώνει παραγωγικούς μηχανισμούς. Ο Schumpeter μίλησε για την δημιουργική καταστροφή εννοώντας ακριβώς αυτά τα φαινόμενα. Εκείνο που αγνόησε αυτός και πολλοί άλλοι είναι ότι οι κρίσεις πλήττουν και τον κεντρικό κοινωνικό θεσμό που είναι το κράτος. Πλήττουν την οικονομική του εξουσία και το απονομιμοποιούν. Οι αγορές δεν μπορούν να υπάρξουν, ούτε να λειτουργήσουν χωρίς δημόσια αγαθά, χωρίς το κράτος. Το κράτος ιστορικά διανοίγει τους χώρους στους οποίους αναπτύσσονται οι αγορές. Οι κρίσεις των αγορών εμπλέκουν πάντοτε και το κράτος, άσχετα αν οι ομάδες που το διαχειρίζονται ακολουθούν την μία ή την άλλη πολιτική. Κατά κανόνα οι τραπεζικές κρίσεις γίνονται δημοσιονομικές ή νομισματικές και τανάπαλιν. Θα επικεντρωθώ λοιπόν στο ζήτημα των κρατών, δηλαδή στη διαπλοκή των κρίσεων των αγορών με τη δημόσια σφαίρα, με το δημόσιο χώρο. Αυτό άλλωστε μας ταλανίζει σήμερα στην Ελλάδα.
Η κρίση του 2008 δεν ήταν ασφαλώς κεραυνός εν αιθρία. Υπήρξαν άφθονοι και σοβαροί προειδοποιητικοί κλυδωνισμοί:
- Η κρίση της Ασίας το 1997 που ξεκίνησε από μία μικρή χώρα, και μεταδόθηκε σε όλη την Απω Ανατολή.
- Η στάση πληρωμών της Ρωσίας το 1998.
- Η κρίση της Αργεντινής το 2000.
- Η μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση του 2000-2003.
Ωστόσο η γενική αντίληψη των κοινωνιών αλλά και των elite της οικονομίας ήταν μέχρι το 2007 η ευφορία και η αισιοδοξία. Η γενική ευφορία σήμαινε μία άκριτη προβολή του παρόντος και του πρόσφατου παρελθόντος σε όλο το μέλλον. Ευφορία δηλαδή σήμαινε την πλήρη αγνόηση της πιθανότητας κρίσεων. Επέτρεπε λοιπόν στον δανεισμό να επεκταθεί και να αυξήσει την ευπάθεια των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των κρατών. Η κρίση του 2008 κοντολογίς ξέσπασε και ανέτρεψε μία ευφορία που ως τότε διέδιδε συστηματικά αισιοδοξία σε όλο το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα, στην κατανάλωση, τις επενδύσεις το εμπόριο, την δανειακή επέκταση. Η ευφορία στον τομέα των ιδεών θεωρητικοποιούσε παράλληλα το ‘οριστικό ξεπέρασμα των κρίσεων’ και την ικανότητα των αγορών να αυτο – διορθώνονται.
Είναι σημαντικό να σημειώσω ότι ο λεγόμενος ‘νεοφιλελευθερος’ τρόπος σκέψης θεοποιούσε τις αγορές και τις έβλεπε ως θεσμούς που έπρεπε να κατακτήσουν όλο, ή σχεδόν όλο, τον οικονομικό χώρο. Ηθελε το κράτος να συρρικνώνεται και να παρέχει ουσιαστικά μόνο την υποδομή που λέγεται νόμισμα. Εβλεπε την αγορά ως ανταγωνιστή του κράτους, όχι ως το στοιχείο που συνεξελίσσεται με το κράτος σε μία διαλεκτική ιστορική διαδικασία. Για πολλά χρόνια τα ίδια τα κράτη και οι διεθνικοί θεσμοί βρέθηκαν υπό την διαχείριση πολιτικών και τεχνοκρατών που πίστεψαν στην απόλυτη συρρίκνωση του δημόσιου χώρου, την υποταγή της πολιτικής στις αγορές. Ο αυτό - αφοπλισμός του κράτους που έγινε παγκόσμιο φαινόμενο και που αποτυπώθηκε και στους διεθνείς θεσμούς ρύθμισης της αγοράς, έδωσε στην ευφορία των αγορών πελώριο περιθώριο αυτό - τροφοδότησης και αυτό -επαλήθευσης. Η κρίση που ακολούθησε ήταν συνεπώς πιο απότομη, οξεία και επικίνδυνη για όλο το σύστημα. Ξέρετε ποιές είναι οι λιγότερο ρυθμιζόμενες διεθνώς αγορές τίτλων; Οι αγορές ομολόγων. Δεν είναι παράδοξο; Πολλά κράτη και η ΕΕ την τελευταία δεκαετία έκαμαν πελώρια θεσμικά βήματα για την ενίσχυση της ρύθμισης στις αγορές μετοχών και ομολογιών του ιδιωτικού τομέα. Αλλά δεν επέβαλλαν παράλληλη ρύθμιση στις αγορές των κρατικών τίτλων. Τα δανειζόμενα κράτη είναι στο έλεος μιας αρρύθμιστης αγοράς. Και έπρεπε να έλθει η παρούσα κρίση για να ανακαλυφθεί η ‘ασύδοτη δράση των κερδοσκόπων’. Δεν υπήρχε πριν άραγε;
Η κρίση του 2008 έπληξε αρχικά όλο το χρηματοδοτικό σύστημα των ΗΠΑ και έθεσε σε κίνδυνο μεγάλα τραπεζικά ιδρύματα. Από το πάγωμα της χρηματοδότησης η κρίση μεταδόθηκε στην παραγωγή, την κατανάλωση την επένδυση. Η μεταδοτικότητα της κρίσης σε διεθνή κλίμακα διευκολύνθηκε φυσικά από την παγκόσμια διασύνδεση οικονομιών και αγορών. Τα κράτη βρέθηκαν αντιμέτωπα με ένα πραγματικό δίλημμα. Να αφήσουν μεγάλες τράπεζες να καταρρεύσουν σύμφωνα με τον αδήριτο κανόνα του καπιταλισμού ή να τις διασώσουν για να αποσοβήσουν μία χειρότερη κρίση; Πολλά κράτη έκαμαν την δεύτερη επιλογή. Συνολικά θα έλεγα ότι ο κόσμος του 2009 επέλεξε αντίθετη πολιτική απο εκείνη του 1929. Δύο ισχυροί πυλώνες της παγκόσμιας οικονομίας, οι ΗΠΑ και η Κίνα, επέλεξαν μια επεκτατική πολιτική και λειτούργησαν ως μοχλοί της αντιυφεσιακής πολιτικής σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν επέλεξε συνολικά αυτή την κατεύθυνση πολιτικής. Η Γερμανία με τα μεγάλα πλεονάσματα περίμενε να γίνει ο ‘ελευθερος καβαλάρης’ ή αν θέλετε ο λαθρεπιβάτης ( the free rider) της επεκτατικής πολιτικής των άλλων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η νέα φάση της κρίσης εκδηλώνεται στην Ευρώπη.
Πιστεύω ότι οι επιλογές πολιτικής ιδίως στις ΗΠΑ ανταποκρίθηκαν στην ιστορική μνήμη της τρομερής αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής που λεγόταν ‘Μεγάλη Υφεση’ του 1929-32. Οι πολιτικές ηγεσίες του 21ου αιώνα θυμήθηκαν και επέλεξαν να αποφύγουν το ενδεχόμενο μιας παγκόσμιας ύφεσης. Θυμήθηκαν και επέλεξαν να αποφύγουν το πελώριο κοινωνικό κόστος αλλά και την απέραντη δυστυχία που συνδέεται πάντα με την υψηλή ανεργία και το πλήθος των πτωχευμένων επιχειρήσεων. Θυμήθηκαν και επέλεξαν να αποφύγουν την πολιτική αποσταθεροποίηση που μπορεί πάντα να προέλθει από ισχυρές υφέσεις, και οικονομικούς κλονισμούς ολόκληρων κοινωνιών.
Η σημερινή κατάσταση των πραγμάτων είναι αμφίρροπη. Η Μεγάλη Υφεση στις κεντρικές οικονομίες του πλανήτη, που θα μπορούσε να μεταδοθεί παντού έχει αποσοβηθεί. Δεν έχει όμως διασφαλισθεί καθόλου η επάνοδος στον οικονομικό δυναμισμό και την αύξηση της απασχόλησης και του προϊόντος. Υπάρχει ένα φαινομενικό παράδοξο στην ύστερη περίοδο της κρίσης που διανύουμε. Η κρίση γεννήθηκε από τον υπερδανεισμό και την υπερδιόγκωση αξιών υπό την διαχείριση του ιδιωτικού τομέα και μάλιστα των βασικών φορέων της αγοράς κεφαλαίου: τράπεζες, επενδυτικά funds, ασφαλιστικές εταιρίες, μεσολαβητές των αγορών παραγώγων και εμπορευμάτων. Πολλοί από αυτούς βρέθηκαν σε δυσμενέστατη θέση όταν ‘έσκασε η φούσκα’ των αγορών και διασώθηκαν από μεγάλες ενέσεις ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες και τους δημόσιους προϋπολογισμούς. Η διάσωση των χρηματοοικονομικών φορέων και η καταπολέμηση της κρίσης που αυτοί υπέθαλψαν δημιούργησε ωστόσο μία νέα δημοσιονομική πραγματικότητα: μεγάλη αύξηση σε δημόσια ελλείμματα και χρέη. Ουσιαστικά τα αποτελέσματα του ιδιωτικού υπερδανεισμού καταπολεμήθηκαν με την ανάληψη υποχρεώσεων από κράτη. Και ιδού το παράδοξο: Οι βασικοί φορείς των αγορών κεφαλαίου βρίσκονται πάλι στην κυρίαρχη θέση να ορίζουν με ποιους όρους, ποια ευκολία και σε ποια μεγέθη θα δανεισθούν τα κράτη που τους διέσωσαν. Αυτή η έσχατη επικυριαρχία των αγορών είναι ίσως ο μεγαλύτερος κίνδυνος για μία υγιή οικονομική ανάκαμψη στον σημερινό κόσμο. Διότι σήμερα εξαντλείται ο συντηρητισμός και η αυστηρότητα των «αγορών» στην ανάγκη επαναφοράς των δημόσιων οικονομικών σε ισορροπία. Κινδυνεύουμε να βρεθούμε επομένως μπροστά σε ένα ιστορικό φαύλο κύκλο, όπου η αντι – υφεσιακή πολιτική θα περιορισθεί από την δράση εκείνων ακριβώς που εξώθησαν στην κρίση και έφεραν προ των πυλών το ενδεχόμενο της ύφεσης. Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι κεντρικό πρόβλημα της σημερινής διεθνούς οικονομικής τάξης των πραγμάτων. Και θα συνεχίσει να είναι όσο η απόλυτη κυριαρχία παραμείνει στα χέρια των προσφορέων ιδιωτικού κεφαλαίου και ιδιωτικής αξιολόγησης των προοπτικών των οφειλετών.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΡΙΣΗ
Η Ελληνική κρίση, έχει αναγορευθεί σε παγκόσμιο γεγονός αιχμής λόγω της γενικής χειροτέρευσης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων στον κόσμο, της μεγάλης αύξησης στην παγκόσμια προσφορά κρατικών ομολόγων και της ευπάθειας όλων των κρατικών τίτλων στις αμφίρροπες προσδοκίες για μία νέα ύφεση.
Η δική μας παθογένεια όμως δεν οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες παρ’ όλο που επιτείνεται από τις γενικές συνθήκες και την έλλειψη σοβαρής εποπτείας των αγορών ομολόγων. Η κρίση στην Ελλάδα έχει έντονα ενδογενή χαρακτηριστικά: η παθογένεια του συστήματος που οικοδομήθηκε τουλάχιστον από την μεταπολίτευση συναντά σήμερα την διεθνή κρίση σε ένα δραματικό συνδυασμό συγκυρίας και παραγόντων της μακράς διάρκειας. Η ιδέα της μακροπρόθεσμης δημοσιονομικής πειθαρχίας θεωρήθηκε και θεωρείται από πολλούς ως ‘νέο-φιλελεύθερη’, αυταρχική, αντι-αναπτυξιακή. Δεν είναι όμως αυτό και ούτε έπρεπε η ‘αριστερά’ να την εκχωρεί τόσο εύκολα στην ‘δεξιά’. Η δημοσιονομική πειθαρχία είναι σε τελευταία ανάλυση αναπτυξιακή έννοια, τουλάχιστον διότι χωρίς αυτήν η οικονομία μετατρέπεται σε ευπαθέστατο κατασκεύασμα που δεν μπορεί να διατηρήσει τις προϋποθέσεις λειτουργίας του. Αυτό που ζούμε σήμερα οφείλεται κυρίως στο ότι ουδέποτε εγγράφηκε στα γονίδια του πολιτικού – οικονομικού μας γίγνεσθαι η αντίληψη της δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ εγγράφηκαν άλλες ιδέες όπως η αρωγή του κράτους σε επιχειρήσεις και την ανάπτυξη, η παροχή αυξημένων εισοδημάτων με την ιδεολογική επένδυση του ‘κεκτημένου δικαιώματος’, η φοροαπαλλαγή ως θεμιτή μορφή επιδότησης, η ηθική θεμελίωση της φοροαποφυγής ως μέτρου οικονομικής αυτοδικίας, η εύκολη χρήση των επιδοτήσεων για εισοδηματική ενίσχυση αντί παραγωγικής βελτίωσης.
Μία οπτική του συσσωρευμένου Ελληνικού δημοσίου χρέους των 300 δις. ευρώ είναι ότι αποτελεί την συσσώρευση όλων των φόρων και των εισφορών που δεν εισπράχθηκαν τα τελευταία 35 χρόνια. Αυτό είναι το μείζον τεκμήριο της μη – μεταρρύθμισης του Ελληνικού φορολογικού καθεστώτος και δευτερευόντως της μη μεταρρύθμισης του Ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος. Οσοι τώρα ψάχνουν τους υπαίτιους για το χρέος και την κρίση ας αναλογισθούν πρώτα από όλα γιατί ως κοινωνία δεν ανεχθήκαμε ποτέ αυτές τις τόσο απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που ήταν, είναι και θα είναι η πεμπτουσία της διατηρησιμότητας του κράτους ως θεσμού οικονομικής εξουσίας και κοινωνικής συνοχής. Η κλυδωνιζόμενη σήμερα οικονομική εξουσία του κράτους είναι ικανή να διαλύσει τον κοινωνικό ιστό. Η ψευδής πεποίθηση που ίσχυσε για πάρα πολλά χρόνια ότι μπορούμε να διατηρούμε όχι μόνον το βιοτικό μας επίπεδο αλλά και την άνοδό του χωρίς μεταρρύθμιση των μηχανισμών προσπορισμού εσόδων στο κράτος κατέκλυσε για πολλά χρόνια την κοινωνική συνείδηση πολλών. Σήμερα που η πραγματικότητα της μη – μεταρρύθμισης μας εκδικείται, ας ψάχνουμε πρώτα τις αιτίες στις δικές μας ενέργειες, στις εσωτερικές πολιτικές επιλογές, στις κοινωνικές μας ψευδαισθήσεις πριν σπεύσουμε να δαιμονοποιήσουμε τους ξένους δανειστές, το ΔΝΤ και άλλους πολλούς. Αν δεν το πράξουμε αυτό πάσχουμε από μία πολύ επικίνδυνη μορφή αμνησίας και δεν θα πετύχουμε σε τίποτε από αυτά που πρέπει να κάνουμε τώρα. Οσοι λόγου χάριν αντιδρούσαν και επέχαιραν για την ματαίωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση το 2000, δεν πρέπει άραγε να αναρωτηθούν πώς θα διέφερε η σημερινή κατάσταση αν δεν είχε υπερισχύσει τότε η μη – μεταρρύθμιση;
Θεμελιώδης παθογένεια του πολιτικού – κοινωνικού μας συστήματος είναι η έντονη και διαρκής εμφάνιση εκλογικών – δημοσιονομικών κύκλων στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Οι κύκλοι αυτοί τεκμηριώνονται εύκολα αν δεί κανείς την χρονική εξέλιξη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Κατά κανόνα τα ελλείμματα εμφανίζουν έκρηξη σε προεκλογικές χρονιές. Η κυβερνώσα παράταξη επιδίδεται σε πράξεις εξαγοράς της κοινωνικής συνείδησης με μακροοικονομικά εργαλεία. Αυτή δεν είναι ατομική διαφθορά, είναι μακροοικονομική δωροδοκία. Ο κύκλος αντιστρέφεται κατά ένα μέρος μετεκλογικά με ποικιλώνυμα ‘προγράμματα σταθεροποίησης’, από τα οποία έχουμε δεί αρκετά. Ποτέ όμως τα προγράμματα αυτά δεν ανέτρεπαν ολόκληρο το αποτέλεσμα της πρότερης έκρηξης του ελλείμματος. Ετσι τα εκλογικά ελλείμματα μετατρέπονταν σε διαρθρωτικά και συσσώρρευσαν χρέη. Στην περίοδο της ένταξης στην ΟΝΕ έγινε μία προσωρινή αναστολή του εκλογικού κύκλου και δημιουργήθηκε η ελπίδα, η αίσθηση ότι κάτι άλλαζε. Μάταια όμως. Η μέγιστη στην μεταπολιτευτική ιστορία εκλογική δημοσιονομική ανισορροπία σημειώθηκε στα χρόνια 2007-2009. Αντίθετα από άλλους, εγώ θεωρώ ότι το σημερινό πελώριο έλλειμμα δεν είναι εξ ολοκλήρου ‘διαρθρωτικό’, δηλαδή μόνιμο, αλλά είναι σχεδόν κατά το ήμισυ βροντερή αποτυχία πολιτικής των ετών 2007-9. Δυστυχώς αυτή η αποτυχία πολιτικής των δύο εκείνων ετών έθεσε σε κίνδυνο όλο το φορο-εισπρακτικό σύστημα της χώρας και αυτό μπορεί, αν δεν διορθωθεί, να αποβεί μόνιμο χαρακτηριστικό αδυναμίας. Ας θυμηθούμε ότι το 2007 είναι ακριβώς το έτος κατά το οποίο έπαυσε η «επιτήρηση» της Ελληνικής οικονομίας από τις Βρυξέλλες και η κυβέρνηση Καραμανλή προφανώς απεφάσισε ότι είχε πλέον άνετα περιθώρια να επιδοθεί σε «φιλολαϊκές» πολιτικές. Αυτό που έγινε απετέλεσε μία από τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές επεκτάσεις στην ιστορία της μεταπολίτευσης σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Αντί να θωρακίζει απέναντι στην κρίση που ερχόταν και φαινόταν με γυμνό οφθαλμό, η πολιτική οδηγούσε κατ’ ευθείαν στην χρεοκοπία.
Θέλω να κλείσω με τον σχολιασμό της σημερινής κατάστασης και του μέλλοντος στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Βγαίνουμε από μία περίοδο μακράς και ταχύρρυθμης ανάπτυξης την οποία διαδέχεται περίοδος ύφεσης. Αυτή την μεταστροφή την έχουμε υποστεί ως κοινωνία και στο παρελθόν, μετά από άλλα αναπτυξιακά επεισόδια της ιστορίας μας. Η ύφεση όμως μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση πιστεύω ότι είναι άλλο πράγμα από την ύφεση έξω από την Ενωση. Οσο και αν η ΕΕ δεν έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα η συμμετοχή σ΄αυτήν παρέχει πολλές μακροπρόθεσμες προστασίες. Αν η Ευρώπη κατορθώσει να ξαναπεράσει σε αναπτυξιακή τροχιά, αυτό αναπόφευκτα θα βελτιώσει τη δική μας κατάσταση. Αν ο Ευρωπαϊκός «νότος» πιέσει συνολικά για μία αναδιανομή πλεονασμάτων μέσα στην Ενωση και αυτό θα βελτιώσει την δική μας κατάσταση. Πολλοί στις κρίσιμες αυτές ημέρες επικαλούνται την αριθμητική του χρέους και προτείνουν την μονομερή στάση πληρωμών από την πλευρά της Ελλάδας, ή ακόμη την αναδιαπραγμάτευση του χρέους με στόχο την μερική μόνον αποπληρωμή. Στις σημερινές συνθήκες πιστεύω ότι πρόκειται για στρατηγικό λάθος για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, η Ελλάδα (και το χρέος της) είναι πολύ μικρά σε σχέση με την παγκόσμια κλίμακα για να προσπορίσουν μέγα διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Δεύτερον, μία αναδιαπραγμάτευση που θα σταματούσε την ροή δανεισμού από το εξωτερικό θα επέβαλλε μία απότομη συρρίκνωση του ελλείμματος, μία πελώρια ύφεση της οικονομίας, εσωτερική κρίση ρευστότητας και τραπεζών και, αναπόφευκτα κατά τη γνώμη μου, μία πορεία υποχρεωτικής εξόδου από το Ευρώ. Η παραμονή στο ευρώ είναι το μεγάλο διακύβευμα της κρίσης.
Η Ευρωπαϊκή Νομισματική Ενωση βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι. Η Ελληνική κρίση είναι μία εκδήλωση ευρύτερων ανισορροπιών και έχει μεγάλο δυναμικό μετάδοσης σε άλλες χώρες. Η διαρθρωτική αδυναμία ενός συστήματος που έχει κοινό νόμισμα αλλά όχι κοινό προϋπολογισμό γίνεται τώρα εμφανέστατη. Η διέξοδος που αποκλείει την διάσπαση είναι βήματα δημιουργίας ενός ισχυρού Ευρωπαϊκού FISCUS που θα μπορεί να φορολογεί και να δανείζεται. Μία από τις μεγάλες ανισορροπίες δύναμης μεταξύ της Ευρώπης και των αγορών είναι ότι, αντίθετα από τους αμερικανούς, τα Ευρωπαϊκά κράτη εμφανίζονται ως ανταγωνιστές μεταξύ τους στην έκδοση κρατικών τίτλων. Η μικρή Πορτογαλία πρέπει να ανταγωνισθεί την Γερμανία και την Ιταλία. Το Ελληνικό πρόγραμμα ‘στήριξης’ αλλά και το προαναγγελλόμενο πιθανό Ευρωπαϊκό πρόγραμμα ‘στήριξης’ (που από ότι φαίνεται θα λάβει διαστάσεις ανάλογες με το αμερικανικό του ενός τρις. δολαρίων) αποτελούν προσωρινή παρεμβολή ενός οιονεί Ευρωπαϊκού FISCUS μεταξύ των χωρών μελών και των αγορών. Αν αυτά είναι προθάλαμος μιας νέας δημοσιονομικής πραγματικότητας στην Ευρώπη τότε μπορεί η κρίση τούτη να γίνει μαμή μιας νέας εποχής στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και αλληλεγγύη. Και σ’ αυτό το πλαίσιο διακρίνω εγώ τα στοιχεία αισιοδοξίας για τις χώρες του Νότου, για την Ελλάδα.
Ανακοίνωση από την επιστημονική συζήτηση του περ. Ιστορείν "Οι ιστορικοί συζητούν για την κρίση. Η κρίση σε ιστορική προοπτική", Σάββατο 8 Μαΐου 2010, Εντευκτήριο Πανεπιστημίου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου