Περιοδικό Ιστορείν/Historein
με τη συνεργασία του Freie Universität
(Βερολίνο)
Μεταπολίτευση:
Από τη μετάβαση στη δημοκρατία στην
οικονομική κρίση;
Αμφιθέατρο Ινστιτούτου Goethe
Ομήρου 14-16
14-16 Δεκεμβρίου 2012
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ
Έφη Γαζή, Από την
εθνικοφροσύνη στον εθνο-λαϊκισμό: μεταπλάσεις του ελληνικού εθνικισμού στην
Μεταπολίτευση
Κεντρικό θέμα της ανακοίνωσης αποτελούν οι μορφές του ελληνικού εθνικισμού κατά την Μεταπολίτευση. Ειδικότερα, η ανάλυση εστιάζει σε τρία ζητήματα: α. στην «αναβάπτιση» του εθνικισμού και στην από-ενοχοποίησή του από το «στίγμα της εθνικοφροσύνης» κατά τη δεκαετία κυρίως του 1980, μέσα από την κυρίαρχη πολιτική ρητορική όπως αποτυπώθηκε σε πολιτικά συνθήματα του τύπου «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», β. στην ανάδυση της «τοπικο-παγκοσμιοποιημένης» (glocalized) ταυτότητας του «Ελληνομακεδόνα» κατά τη δεκαετία του 1990, σε συνάρτηση με την αντιπαράθεση για το όνομα της ΠΓΔΜ, όπως αυτή προσεγγίσθηκε τόσο στο εσωτερικό της Ελλάδας όσο και σε ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού και γ. σε μορφές και λόγους του σύγχρονου «κοινότοπου εθνικισμού» (banal nationalism) κυρίως στον χώρο των νέων μέσων επικοινωνίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και στους τρόπους με τους οποίους αυτά συμβάλλουν σε νέους τύπους εθνικής υποκειμενικότητας.
Γιάννης Γιαννάκος, Ο
μετασχηματισμός του κράτους κατά τη Μεταπολίτευση: Η περίπτωση των Ανεξάρτητων
Αρχών
Η Μεταπολίτευση, αν και συχνά
αναφέρεται ως ένα ενιαίο ιστορικό πλαίσιο, είναι σαφές ότι ενσωματώνει έντονους
οικονομικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς μετασχηματισμούς εντός
της. Όποιες εννοιολογήσεις ή χρονικές οριοθετήσεις και αν υιοθετηθούν για αυτή
την περίοδο, μπορεί να διαπιστώσει σε βάθος χρόνου η μεταβολή του μοντέλου παραγωγής και ο μετασχηματισμός
του οικονομικού συστήματος, η αλλοίωση του πολιτισμικού προτύπου και η ανάδυση
νέων αξιών, η διαφοροποίηση των πολιτικών προταγμάτων, η μεταλλαγή των μορφών
συνύπαρξης και συνεργασίας των κοινωνικών δυνάμεων, η αλλοίωση των
χαρακτηριστικών των πολιτικών φορέων, η μεταβολή του τρόπου λειτουργίας του
κράτους, αλλά κυρίως τη μεταμόρφωση των κοινωνικών δομών και η απίσχνανση της
κοινωνικής συνοχής, μέσω της ενίσχυσης του ατομισμού και της ιδιώτευσης,
εξελίξεις που συνέβαλλαν στην αναθεώρηση του κρατικού προτύπου και τη συνακόλουθη
ανάγκη ίδρυσης νέων θεσμών.
Έτσι, το κράτος κατά τη Μεταπολίτευση υπέστη ριζικό μετασχηματισμό, με
αποτέλεσμα να διαφοροποιηθούν τόσο τα ιδεολογικοπολιτικά του χαρακτηριστικά όσο
και τα διακυβεύματά του. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι που εμφανίστηκε και ο θεσμός
των Ανεξαρτήτων Αρχών, ως απάντηση στη δυσπιστία για την αμεροληψία και την
αποτελεσματικότητα του πατερναλιστικού κράτους, καθώς και για την ικανότητα των
θεσμοποιημένων μορφών εκπροσώπησης, όπως τα κόμματα και τα συνδικάτα.
Υποστηρίχθηκε ότι ο νέος αυτός θεσμός θα απαντήσει στην κρίση
αξιοπιστίας, που διαχέεται σε όλο το δημόσιο βίο και θα ξεπεράσει τις αδυναμίες
του κράτους, των κομμάτων και της πολιτικής τάξης, διασφαλίζοντας την προστασία
καίριων φιλελεύθερων αξιών, όπως τα ατομικά δικαιώματα ή ο ελεύθερος
ανταγωνισμός, μέσα από την πολιτική ουδετεροποίηση τομέων κρατικής
δραστηριότητας και εκχώρησής τους σε «ανεξάρτητους» τεχνοκρατικούς οργανισμούς.
Φιλοδοξία της προτεινόμενης
εισήγησης είναι να κάνει μία ιστορική αναδρομή της εμφάνισης και ενσωμάτωσης
των Ανεξαρτήτων Αρχών στο ελληνικό σύστημα εξουσίας, καθώς και να εντάξει το
θεσμό στην ευρύτερη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού κοινωνικού και
πολιτικού σχηματισμού της μεταπολίτευσης, συνδέοντάς τον με το ευρωπαϊκό και
διεθνές πλαίσιο, και δίνοντας έμφαση στην επίδραση των οικονομικών και
κοινωνικών δομών στην ανάπτυξη των κρατικών θεσμών. Θα επιδιώξει να τεκμηριώσει
το γεγονός ότι οι Ανεξάρτητες Αρχές είναι έκφραση του μετασχηματισμού του
φιλελεύθερου μοντέλου εξουσίας, που εκφράζεται με την αποκένωση του κράτους και
το πέρασμα από την κυβέρνηση στη διακυβέρνηση, ο οποίος σχετίζεται αιτιακά με
το μετα-βιομηχανικό οικονομικό μοντέλο και το γενικότερο μετασχηματισμό του
καπιταλισμού. Θα υποστηρίξει ότι ο συγκεκριμένος θεσμός ενσωματώνεται στην
ευρύτερη διαδικασία απελευθέρωσης των αγορών και αγοραιοποίησης του κράτους, που εισάγεται
κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Επίσης θα επιχειρήσει να τεκμηριώσει τη χρονική
και αιτιακή σύνδεση του θεσμού των Ανεξαρτήτων Αρχών με την εξέλιξη και παγίωση
του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα.
Απώτερος σκοπός είναι να
καταδειχθεί ότι οι κρατικοί μετασχηματισμοί που επισυνέβησαν κατά την
Μεταπολίτευση, και ειδικότερα η εμφάνιση του θεσμού των Ανεξαρτήτων Αρχών,
συντελούν στην αποδημοκρατικοποίηση της κοινωνίας. Η αποπολιτικοποίηση του
κράτους και η τεχνοκρατική διαχειριστική λογική, με μόνο στόχο την ανάπτυξη,
οδηγεί στην αποουσιαστικοποίηση του πολιτικού φαινομένου και εν τέλει στη
συρρίκνωση της δημοκρατίας. Τελικά η σημερινή συγκυρία, που από πολλούς αναφέρεται
και ως το «τέλος της Μεταπολίτευσης», φαίνεται να χαρακτηρίζεται από τη
συντηρητικοποίηση των θεσμών και την οικειοθελή παραίτηση του ελληνικού
κοινωνικού σώματος από τη δημοκρατία και την αυτοθέσμιση.
Βασίλης Δαλκαβούκης, Η Μεταπολίτευση στους δρόμους. Μνήμη,
ιδεολογία και πολιτική με αφορμή τη μετεξέλιξη των οδωνυμίων (1974-2012)
Η περίοδος από την πτώση της
Δικτατορίας μέχρι και σήμερα χαρακτηρίζεται γενικά -στον πολιτικό κυρίως δημόσιο λόγο- ως
περίοδος της «Μεταπολίτευσης». Πέρα από το εύστοχο ή άστοχο του χαρακτηρισμού
αυτού, η περίοδος αυτή δε φαίνεται να είναι ενιαία. Αντίθετα, από οικονομική,
κοινωνική και πολιτική άποψη σημαδεύτηκε από σημαντικά γεγονότα – ορόσημα, τόσο
στο εσωτερικό όσο και διεθνώς, που υπονομεύουν τον ενιαίο χαρακτήρα της σε κάθε
επίπεδο, και καθιστούν επιτακτική την εφαρμογή σύνθετων κριτηρίων για την
περιοδολόγησή της και ταυτόχρονα την ανάδειξη των εσωτερικών τομών της.
Σε μια τέτοια απόπειρα, η μελέτη
των οδωνυμίων των πόλεων ως υλικό για τη διερεύνηση αυτών των τομών μπορεί να
καταστεί μια ενδιαφέρουσα παράμετρος. Μέσω των οδωνυμίων είναι δυνατό να
διερευνηθεί η μεταβολή των προτύπων -άρα
σε μεγάλο βαθμό και του αναπροσανατολισμού της κεντρικής πολιτικής- ανά εσωτερική φάση στην περίοδο της
Μεταπολίτευσης, και επιπλέον να τεθούν ζητήματα που αφορούν αφενός τη σχέση
κράτους και τοπικής κοινωνίας και κράτους και τοπικής εξουσίας, αφετέρου τη
σχέση ανάμεσα στη νεωτερικότητα και τη μετά-νεωτερικότητα στην ίδια περίοδο.
Μπορεί επιπλέον να αναδειχτεί η επιλεκτική χρήση της μνήμης για την περίοδο
πριν από τη Μεταπολίτευση (κυρίως για τις δεκαετίες του 1940 και του 1960), ενώ
ταυτόχρονα να διερευνηθεί και το ζήτημα της πολεοδομικής συγκρότησης του
αστικού χώρου στην Ελλάδα μετά τη Δικτατορία, με δεδομένο ότι η απόδοση οδωνυμίου
σ’ έναν ανώνυμο δρόμο είναι η τελευταία διαδικασία πιστοποίησης της ένταξης
ενός χώρου στον πολεοδομικό ιστό.
Το υλικό για την προσέγγιση αυτή
είναι ιδιαίτερα πλούσιο, με δεδομένο το γεγονός ότι το αρχειακό υλικό είναι
σχετικά πρόσφατο. Ωστόσο, οι δημοτικές υπηρεσίες δεν είναι πάντοτε συνεργάσιμες
ούτε τηρούν με συστηματικό τρόπο ιδιαίτερους φακέλους με τις σχετικές
αποφάσεις. Παρόλα αυτά υπάρχει μια πληθώρα Δήμων σε όλη την ελληνική επικράτεια
τα αρχεία των οποίων είναι προσβάσιμα για έρευνα. Στη συγκεκριμένη ανακοίνωση
θα χρησιμοποιηθεί αρχειακό υλικό από μεγάλους και μικρούς Δήμους κυρίως της
περιφέρειας (Βέροια, Καρδίτσα, Λιβαδειά, Αγιά κ.λπ.) και δευτερευόντως της
Θεσσαλονίκης (Συκεών), αλλά και εμπειρικό υλικό από Δήμους η πρόσβαση στο
αρχειακό υλικό των οποίων δεν κατέστη δυνατή (Αλεξανδρούπολη, Κομοτηνή, Βόλος
κ.λπ.).
Γεωργία Δούκουρη, Οι
εργατικοί αγώνες 1974-1985. Η περίπτωση των εργοστασιακών σωματείων
Πολύ μελάνι έχει χυθεί για την
ποιότητα της μεταπολίτευσης και πώς διάφορες όψεις της σχετίζονται με τα αίτια
της σημερινής εκτεταμένης κρίσης. Το βλέμμα της ελληνικής κοινωνίας είναι
στραμμένο στο μέλλον· εντούτοις, ως ερευνητές οφείλουμε να στρέψουμε το βλέμμα
στο παρελθόν και συγκεκριμένα στην περίοδο μετάβασης και εδραίωσης του δημοκρατικού
καθεστώτος, καθώς τότε εδράζονται τα θεμέλια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας.
Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το εργατικό κίνημα. Η σημερινή απώλεια των
κεκτημένων εγείρει ερωτήματα γύρω από τη μεταπολιτευτική εργατική διεκδικητική
δράση και συγκεκριμένα για τις οργανωτικές της δομές και μορφές. Η πρόταση
εισηγείται ότι οι εργατικοί αγώνες των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων και
συγκεκριμένα από το 1974 έως το 1985, καθιστούν διακριτή περίοδο στην ιστορία
της μεταπολίτευσης, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την οργανωτική τους δομή. Η μελέτη
της περιόδου αυτής επιτρέπει την ιστορική διαδρομή στο χώρο του
μεταπολιτευτικού εργατικού συνδικαλισμού μέχρι το 1985, όταν η δράση
θεσμοποιείται και λαμβάνει τη μορφή που λίγο πολύ γνωρίζουμε σήμερα.
Η μετάβαση στη δημοκρατία βρήκε
το συνδικαλιστικό κίνημα κατακερματισμένο και διασπασμένο. Ωστόσο, μέσα από τη
ριζοσπαστικοποίηση που έπεται της επταετίας, αναφαίνεται μια νέα δυναμική. Στις
μονάδες της βαριάς βιομηχανίας που αναδείχθηκαν μέσα από το φορντιστικό μοντέλο
και τη μαζική παραγωγή, εμφανίζεται ένα νέο διεκδικητικό υποκείμενο: ο εργάτης-
μάζα, αλλά και νέες διεκδικητικές οργανώσεις: τα εργοστασιακά σωματεία που
αυτό-οργανώνονται και κινούνται εκτός των πλαισίων του θεσμικού συνδικαλισμού
και των παρατάξεων του. Γιατί, όμως, υπήρχε η ανάγκη ύπαρξης άτυπου εργατικού
κινήματος μέσω των εργοστασιακών σωματείων; Η πρόταση υποστηρίζει ότι η πόλωση
και ο κομματικός ανταγωνισμός των πρώτων μεταπολιτευτικών ετών μεταφέρθηκαν στη
Γ.Σ.Ε.Ε. με αποτέλεσμα την καθυπόταξή της στις παρατάξεις.
Παράλληλα, η εξέταση της νέας
οργανωτικής μορφής διεκδικητικής δράσης ως κύκλου συγκρουσιακής πολιτικής,
επιτρέπει την πρόταση μιας χρονολόγησης του κινήματος βάση των περιόδων
επίτασης και κάμψης της κινηματικότητας. Επομένως, προτείνεται η πρώτη φάση της
διεκδίκησης να εντοπιστεί από το 1974 έως το 1976, περίοδο που εμφανίζει
δυναμικά χαρακτηριστικά με μαχητικές δράσεις και πολιτικά αιτήματα. Η δεύτερη
περίοδος προτείνεται να χρονολογηθεί από το 1976 μέχρι το 1979, καθώς
ενδεχομένως να αποτελεί περίοδο εξάντλησης του συγκρουσιακού κύκλου, με
συγκρουσιακό έλλειμμα και συμβατικότητα, λόγω της σκληρής καταστολής αλλά και
της εξάντλησης εσωτερικών και εξωτερικών πόρων. Ο κύκλος προτείνεται να
ολοκληρωθεί με τη μελέτη της τρίτης περιόδου από το 1979 έως το 1985.
Η μελέτη της περιόδου αυτής έχει
ως στόχο να αναδείξει το πώς το ΠΑΣΟΚ της «αλλαγής» όταν έγινε κόμμα εξουσίας,
κατόρθωσε να καπηλευτεί τα εργοστασιακά σωματεία με την πολιτική του και να τα
θεσμοποιήσει εντάσσοντάς τα στον επίσημο φορέα εκπροσώπησης των εργατών την
Γ.Σ.Ε.Ε, βάζοντας ένα λιθαράκι στη σημερινή κρίση σε ό,τι αφορά το χώρο
εργασίας. Συνακόλουθα, φιλοδοξώ να υποστηρίξω ότι τα εργοστασιακά σωματεία
«παιδιά» της ριζοσπαστικοποίησης των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης και με
χρονικό ορίζοντα το 1985, αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο έρευνας και μελέτης
του εργατικού κινήματος και μια διακριτή όψη της ιστορίας της μεταπολίτευσης.
Αλέξανδρος Ευκλείδης, Η
τέχνη της εισαγωγής και της μεταποίησης: Παρατηρήσεις για τις αντανακλάσεις της
εθνικής στην καλλιτεχνική οικονομία της μεταπολίτευσης.
Υπάρχει μια
αναλογία ανάμεσα στις κεντρικές επιλογές της μεταπολιτευτικής ελληνικής
οικονομίας και στο πεδίο της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Με την παρούσα
ανακοίνωση, θα επιχειρηθεί μια χαρτογράφηση των επιλογών αυτών της
μεταπολιτευτικής καλλιτεχνικής οικονομίας και η μελέτη των αποτυπώσεών τους σε
καλλιτεχνικούς θεσμούς και πρακτικές. Τα ειδολογικά στεγανά στη μελέτη της
τέχνης, ο προσανατολισμός της έρευνας στο πεδίο της ατομικής καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας,
η έλλειψη οργανωμένης πολιτιστικής πολιτικής, η συμβολή διπλωματικών θεσμών
όπως τα ξένα μορφωτικά ιδρύματα στη διαμόρφωση του πολιτιστικού τοπίου είναι
ορισμένοι από τους λόγους που καθιστούν μία έρευνα που ενδιαφέρεται για το
θεσμικό πλαίσιο και τα χρηματοδοτικά δίκτυα της τέχνης εξαιρετικά καίρια. Στην
ανακοίνωση αυτή θα επιχειρήσω να προτείνω ορισμένες υποθέσεις εργασίας που
συνοψίζονται στην πεποίθηση πως η κατά βάση εισαγωγική και μεταποιητική
οικονομία της μεταπολίτευσης είχε αναλογίες τόσο στην κρατική όσο και στην
ιδιωτική πολιτιστική πολιτική.
Τα παραδείγματά
μου θα αντληθούν κυρίως από τις παραστατικές τέχνες. Θα ενδιαφερθώ ιδιαίτερα
για το δίπολο που διαμορφώνεται ανάμεσα στους κρατικούς πολιτιστικούς θεσμούς
(Φεστιβάλ Αθηνών, Κρατικά Θέατρα, Λυρική Σκηνή), και τα ελεύθερα θέατρα τέχνης,
που ανθούν καθόλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, το οποίο αντανακλά, στο πεδίο
της υψηλής τέχνης, την ευρύτερη κοινωνική δυναμική μεταξύ κράτους και ιδιωτικής
πρωτοβουλίας.
Παναγιώτης Ζεστανάκης, Η
«απολιτική» αντίδραση: καινοφανείς συλλογικότητες και νέες εννοιολογήσεις της
πολιτικής δράσης στην Αθήνα της δεκαετίας του 1980.
Η δεκαετία του
’80 έχει επανειλημμένα χαρακτηριστεί ως μια ιστορική περίοδος που σηματοδοτεί τη
στροφή προς την ατομικότητα και την ιδιωτικότητα. Συνακόλουθα, η στροφή αυτή
εκφράζεται με την αποδυνάμωση της πίστης στην πολιτική και στην αξία των
συλλογικοτήτων, όπως ήταν γνωστές στην αμέσως προηγούμενη ιστορική φάση.
Παράλληλα, από
την αρχή της δεκαετίας του ’80 εμφανίζονται στην Αθήνα ποικίλες νέες τυπικές ή
«άτυπες» συλλογικότητες, όπως οι μοτοσικλετιστικές λέσχες, οι «παρέες των
μηχανόβιων», οι σύνδεσμοι οπαδών των αθλητικών σωματείων, οι «ομάδες των
χεβιμεταλάδων» κλπ. Η διάδοση των συλλογικοτήτων αυτών σηματοδοτεί την εμφάνιση
νέων μορφών κοινωνικότητας που αν και αποδεικνύονται δημοφιλείς ανάμεσα στους
νεότερους, κυρίως, σε ηλικία Αθηναίους προκαλούν έντονη ανησυχία και συζητήσεις
στο δημόσιο χώρο. Παρότι οι κοινοί παρονομαστές στη σύνθεση των ομάδων αυτών
δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «εμφανώς πολιτικοί», ο διεκδικητικός
χαρακτήρας ορισμένων από τις δράσεις τους (πορείες, συγκεντρώσεις, παρεμβάσεις
στο δημόσιο χώρο, προσπάθεια διαλόγου με επίσημους πολιτικούς φορείς) προσδίδει
σε αρκετές από αυτές τις συλλογικότητες έναν πολιτικό χαρακτήρα. Παράλληλα, οι
δράσεις ορισμένων από αυτές τις ομάδες συνηγορούν σε μια «αποκέντρωση» και
«διασπορά» της διαμαρτυρίας που δεν εξελίσσεται πλέον στους «κλασικούς» χώρους των
δρόμων του κέντρου όπου παραδοσιακά οργανώνονταν οι πολιτικές συγκεντρώσεις,
αλλά σε μια πληθώρα σημείων του Λεκανοπεδίου όπως συναυλιακοί χώροι, ζώνες
νυχτερινής διασκέδασης, μεγάλες αθηναϊκοί λεωφόροι, γηπεδικές εγκαταστάσεις
κλπ.
Χρησιμοποιώντας
ένα ευρύ φάσμα πρωτογενών πηγών, όπως δημοσιεύματα από τον πολιτικό και
αθλητικό τύπο της εποχής, υλικό από τον περιοδικό τύπο (lifestyle περιοδικά και
ειδικά περιοδικά έντυπα), συνεντεύξεις με νέους της εποχής που συμμετείχαν σε
τέτοιες συλλογικότητες ή βρίσκονταν στις παρυφές τους, καθώς και αξιοποιώντας
τις δυνατότητες που προσφέρει η εθνογραφία του διαδικτύου (webnography) στην ιστορική έρευνα, η
ανακοίνωση θα προσπαθήσει να απαντήσει στο ερώτημα αν οι δράσεις των
συλλογικοτήτων αυτών δημιουργούσαν καινοφανείς «εναλλακτικές» εκδοχές
πολιτικότητας, εξετάζοντας τα πολλαπλά τους περιεχόμενα. Τέλος, εστιάζοντας την
παράμετρο της κοινωνικής και πολιτισμικής γεωγραφίας θα προσπαθήσει να
αναδείξει τον αντίκτυπο των δράσεων αυτών στην αναχάραξη της «γεωγραφίας της
διαμαρτυρίας» στην Αθήνα, επισημαίνοντας τις συνέπειες της καθιέρωσης νέων
χώρων και ζωνών αντίδρασης, καθώς και την αμηχανία με την οποία αντιμετώπισαν
οι επίσημες αρχές την ανατροπή αυτή, τουλάχιστον στο πρώτο στάδιο εμφάνισής της.
Κωνσταντίνος
Καλαντζής, Από την «Αντίσταση» στην
Παιδικότητα: Επιστημολογία και Φαντασιακό εντός «Κρίσης»
Η παρουσίαση μου ασχολείται με
την παρούσα «κρίση» ως φαντασιακή οντότητα και αναλύει μια σειρά ερμηνειών,
προσλήψεων και σημασιοδοτήσεων που αναδύονται στην παρούσα συγκυρία σε διάφορα
κοινωνικά πλαίσια. Η μελέτη μου επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίον εθνικά
υποκείμενα διαφορετικών θέσεων διαπραγματεύονται την «κρίση» και τα ζητήματα
συμβολικής υποτέλειας που αυτή ενέχει. Παράλληλα, εξετάζω την αναλυτική
χρησιμότητα ερμηνευτικών σχημάτων που προέρχονται από τις μετααποικιακές
σπουδές και την ψυχανάλυση. Η εργασία μου βασίζεται σε εθνογραφική παρατήρηση
και την μελέτη οπτικού και υλικού πολιτισμού και εξετάζει ποικίλα κοινωνικά
πεδία, συμπεριλαμβανομένων υλικών ανταλλαγών μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων στην
ορεινή Δυτική Κρήτη, εκδηλώσεων διαμαρτυρίας στην Αθήνα (καλοκαίρι του 2011)
και αναπαραστάσεων σε εθνικά και παγκόσμια μέσα επικοινωνίας καθώς και την
πρόσληψη τους εντός Ελλάδος.
Στην παρουσίαση δίνεται έμφαση σε
συγκεκριμένες έννοιες και δυναμικές που αποκτούν σημειολογική και εμπειρική
βαρύτητα στο παρόν, όπως η έννοια «αντίσταση», η απόδοση χαρακτηριστικών
παιδικότητας (ορμητικότητας, ανωριμότητας, κλπ.) στις ελληνικές διαμαρτυρίες
από μερίδα των παγκόσμιων μέσων επικοινωνίας και τις πρόσφατες αναζητήσεις
εντός Ελλάδας για μια ιθαγενή ταυτότητα που μπορεί να αποτελέσει φαντασιακά τον
αντίποδα στην «διαφθορά» του σύγχρονου αστικού κόσμου.
Κώστας Καραβίδας, Αναζητήσεις
της λαϊκότητας: Ιδεολογικές διασταυρώσεις και απομακρύνσεις στο Αντί και τον
Πολίτη
Η περίοδος της Μεταπολίτευσης
οριοθέτησε κρίσιμες όψεις της πνευματικής ζωής του νεοελληνισμού. Τα περιοδικά Αντί και Πολίτης αποτέλεσαν αγωγούς και φορείς πολιτισμικής και πολιτικής
κριτικής σκέψης στον χώρο της Αριστεράς. Μέσα από τα έντυπα αυτά εκφράστηκαν,
συχνά ασύμπτωτες αλλά και κάποτε διασταυρούμενες, οι βασικές αισθητικές και
ιδεολογικές αναζητήσεις της Αριστεράς μετά το 1974. Το Αντί και ο Πολίτης εφάρμοσαν
τον κριτικό λόγο σε κυρίαρχες πολιτισμικές μορφές και πρακτικές της
Μεταπολίτευσης, ανοίγοντας τον θεωρητικό τους προβληματισμό σε ζητήματα
ιδεολογίας και μαζικής κουλτούρας.
Ένα από τα κρίσιμα πολιτισμικά
ζητήματα που απασχόλησε τα εν λόγω περιοδικά (στις δεκαετίες του ’70 και του
’80) και κατ’ επέκταση τη μεταπολιτευτική Αριστερά είναι η επαναπροσέγγιση της
έννοιας του λαού και της συμβολής του στην εθνική συγκρότηση. Μετά την πτώση
της δικτατορίας η Αριστερά επανατοποθετείται ως προς τη σχέση της με το
παρελθόν και τις ρίζες του τόπου προσφεύγοντας στη λαϊκή παράδοση και
νοηματοδοτώντας ποικιλοτρόπως τις έννοιες του λαού, του έθνους και της
ελληνικότητας. Οι αναζητήσεις της λαϊκότητας από τους Δημήτρη Χατζή, Νίκο
Πουλαντζά, Σπύρο Ασδραχά, Γιώργο Βελουδή, Άγγελο Ελεφάντη, Νόρα
Σκουτέρη-Διδασκάλου κ.ά μέσα από τις σελίδες του Αντί και του Πολίτη συνετέλεσαν
στη συγκρότηση δυο νοητών αλλά ευδιάκριτων ιδεολογικών πόλων στο εσωτερικό της
Αριστεράς που μορφοποιήθηκαν πολιτικά κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης.
Το 1976 το Αντί άνοιξε τη συζήτηση με μια έρευνα για τον Λαϊκό Πολιτισμό που
την επιμελήθηκε ο Δημήτρης Χατζής. Έχοντας ως πολιτικό διακύβευμα την εξέλιξη
και τον κρίσιμο ρόλο των λαϊκών στρωμάτων στον επιζητούμενο σοσιαλιστικό
μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας, στο Αντί
και τον Πολίτη της εποχής δημοσιεύονται αξιόλογες εργασίες γύρω
από τον λαϊκό πολιτισμό, τη λαϊκή λογοτεχνία, το δημοτικό τραγούδι, τη λαϊκή
τέχνη, την παραλογοτεχνία και άλλα συναφή θέματα. Η έκδοση του τόμου του Αντί για το κιτς (1984) και το βιβλίο του Ελεφάντη Στον αστερισμό του λαϊκισμού (1991)
αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα συμπύκνωσης της θεωρητικής προσφοράς των δυο
περιοδικών στην εξέταση του ζητήματος του λαού στη Μεταπολίτευση.
Τα ερωτήματα που τίθενται από την
πραγμάτευση του θέματος είναι καίρια για την κατανόηση της εποχής: Ποιοι ήταν
οι προβληματισμοί και οι αναζητήσεις που αναπτύχθηκαν στα δυο σημαντικότερα
έντυπα της Αριστεράς γύρω από το ζήτημα του λαϊκού πολιτισμού και τη σύνδεσή
του με την εθνική συγκρότηση. Με ποιους όρους και ποιες θεωρητικές καταβολές
πορεύτηκε ο αριστερός στοχασμός στο ζήτημα της παράδοσης; Τι καινούργιο κόμισε
στην προσέγγιση των θεμάτων της λαϊκής κουλτούρας σε σχέση με το παρελθόν; Σε
ποια σημεία τέμνεται και σε ποια αποκλίνει ο θεωρητικός λόγος; Πώς, με βάση τις
διαφορετικές προσεγγίσεις γύρω από το ζήτημα της λαϊκότητας, συγκροτήθηκαν δυο
ευδιάκριτοι πόλοι της Αριστεράς στη Μεταπολίτευση, σε ποια σημεία τέμνονται και
πού αποκλίνουν;
Όλγα Καρυώτη, Συνδικαλιστικοί θεσμοί στην Μεταπολίτευση: Η
Γ.Σ.Ε.Ε. από μηχανισμός καταστολής σε μηχανισμό ενσωμάτωσης και εν τέλει
διάλυσης (;) του εργατικού κινήματος
Η ερμηνεία της λειτουργίας των
συνδικαλιστικών θεσμών βάσει σχημάτων πατρωνίας – πελατείας ή σχέσεων
κορπορατιστικού τύπου αδυνατεί να αντιληφθεί τους λόγους για τους οποίους η
εργατική τάξη και το κίνημά της, καθ’ όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, δεν
κατάφερε να αποκτήσει επαρκώς ισχυρές οργανώσεις και συνείδηση ώστε να
αντικρούσει το εκ θεμελίων ξήλωμα του εργατικού δικαίου και την περαιτέρω
εξαθλίωσή της, ή τουλάχιστον να αντισταθεί σε αυτή την επίθεση έως έναν βαθμό,
με την επιβολή της πιο πρόσφατης πολιτικής διαχείρισης της κρίσης της χώρας
(μέρος μιας παγκόσμιας και μακράς καπιταλιστικής κρίσης που ξεκίνησε από τις αρχές
της δεκαετίας του 1970).
Εξίσου αδύναμη φαίνεται και η
χρήση σχημάτων μετάβασης από τον φορντισμό στον μεταφορντισμό που εστιάζουν
στις αλλαγές της δομής της αγοράς εργασίας, δεδομένης μιας διαφορετικής
κοινωνικοοικονομικής και κρατικής οργάνωσης στην Ελλάδα σε σχέση με τις χώρες
που αποτέλεσαν το παράδειγμα για την συγκρότηση τέτοιων προτύπων σταδιοποίησης,
χωρίς ωστόσο να σημαίνει ότι οι εξελίξεις και οι συσχετισμοί δυνάμεων στο
εξωτερικό δεν επηρέαζαν το εσωτερικό.
Ακολουθώντας το νήμα της κρατικής
πολιτικής όσον αφορά τα εργασιακά, τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και το
εργατικό κίνημα μέσω της παραγωγής νόμων και κυρίαρχου λόγου αντιλαμβάνεται
κανείς τη συνέχεια στις δύο τομές που συντελέστηκαν στην συνδικαλιστική
οργάνωση κατά τη Μεταπολίτευση. Η πρώτη τομή αφορά τον «εκδημοκρατισμό» του
συνδικαλιστικού «κινήματος» από την κυβέρνηση της Αλλαγής και η δεύτερη τομή
τον «εκσυγχρονισμό» του συνδικαλιστικού «κινήματος» τη δεκαετία του 1990. Πως
αυτές επέδρασαν στο ευρύτερο εργατικό κίνημα και την εργατική τάξη;
Το λεγόμενο τέλος της
Μεταπολίτευσης διακρίνεται και στους συνδικαλιστικούς θεσμούς. Το διακύβευμα
για τον κόσμο της εργασίας βρίσκεται στο κατά πόσο θα μπορέσουν να ορθοποδήσουν
επαρκώς ισχυρές οργανώσεις για την προστασία και την άμυνά του απέναντι στους
εργοδότες και το κράτος όσο διαμορφώνεται μια νέα κατάσταση μέσω των τρεχουσών
σφοδρών εξελίξεων σε κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο.
Κωστής Κορνέτης, Πότε τελείωσαν οι Χούντες; Το
φά(ντα)σμα των μεταβάσεων στη συλλογική μνήμη και τη δημόσια ιστορία στην Ελλάδα και την Ισπανία
Αυτή η ανακοίνωση δεν
καταπιάνεται τόσο με τις ίδιες τις δημοκρατικές μεταβάσεις της δεκαετίας του
1970 στην Ελλάδα και την Ισπανία, αλλα με τις κληρονομιές τους και τον τρόπο
αντιμετώπισης τους στη δημόσια σφαίρα. Πραγματεύεται το ακανθώδες ζήτημα
της σχέσης ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και το πώς η δημόσια μνήμη όσον αφορά
τις μεταβάσεις έχει μετασχηματιστεί απο την εποχή των μεταβάσεων ως την παρούσα
οικονομική κρίση που έπληξε τις δυο χώρες
ταυτόχρονα, δημιουργώντας την ανάγκη επανεκτίμησης των μετα-αυταρχικών
φαινομένων. Η ανακοίνωση συμπεραίνει πως ενώ η Ισπανία
περνάει απο την φαση της αμνησίας στην φάση της ανάκτησης της μνήμης, και απο
τον απόλυτο εξωραϊσμό της μετάβασης στην αποκαθήλωση της, στην
ελλάδα η πεποίθηση ότι η Μεταπολίτευση ήταν μια ακαθόριστη διαδικασία μακράς
διάρκειας συνεχίζει να δίνει λαβή σε παρανοήσεις και προβολές κάθε είδους.
Λουκία Κοτρωνάκη, Απολίτικο,
Αντιπολιτικό, Πολιτικό: Αποτυπώνοντας τη σχέση πολιτικών κομμάτων και «Αγανακτισμένων»
στην κρίση της Μεταπολίτευσης.
Διαταράσσοντας τις πολιτικές
ισορροπίες και τις θεσμικές βεβαιότητες των μεταδικτατορικών πολιτειακών
διακανονισμών, η διεκδικητική υπόσταση «Καταληψίες Πλατειών» ή «Αγανακτισμένοι»,
έτσι όπως αυτή εκδηλώθηκε στην ελληνική περίπτωση, συμπύκνωσε τον πολιτικό
χρόνο και έθεσε σε φρενήρη κίνηση μια σειρά ευθυγραμμίσεων και αναδιατάξεων
στις προτιμήσεις και τις συμμαχίες των πολιτικών κομμάτων και του πολιτικού
χάρτη εν γένει. Αναντίρρητα οι επενέργειες στις θεσμικές ρουτίνες αυτών των
ανοίκειων στο πάνθεον των κοινωνικών αγώνων στην Ευρώπη συγκρουσιακών ιδιωμάτων
δεν ήταν ούτε εικονοκλαστικές, αλλά ούτε και ευθύγραμμες.
Κρίσιμος παράγων πόλωσης με το υφιστάμενο πολιτικό
προσωπικό, στην υπό μελέτη περίπτωση, ήταν ο αντικομματικός, αντιπολιτειακός
και εν τέλει αντισυστημικός λόγος που άρθρωσαν οι διεκδικητές,
καθώς και «η έξω» από τις πολιτικά αναγνωρίσιμες πολιτικές διαιρέσεις της
Μεταπολίτευσης συλλογική ταυτότητα που προέταξαν. Κατά έναν παράδοξο (;) τρόπο
όμως, η εν λόγω διαμαρτυρία όχι μόνο ήταν πολιτική αλλά και απολύτως
επικεντρωμένη στον να παρεμποδίσει την
πολιτική καθημερινότητα θεσμοποιημένων
δυνάμεων (πολιτικά κόμματα, συνδικάτα, ομάδες πίεσης) σε βαθιά κρίση. Αδιάσειστο τεκμήριο της
παραπάνω εκτίμησης - που άλλωστε στοιχειοθετείται και στη βάση του αχανούς
εμπειρικού υλικού που διαθέτουμε- είναι: (α) η απόπειρα οικειοποίησης
διεκδικητικών υποκειμένων από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών δυνάμεων εκτεινόμενο από
την αντιπολιτευόμενη Δεξιά μέχρι την Άκρα Αριστερά (β) η επίταση της
κατασταλτικής επιταγής στα αναδυόμενα συγκρουσιακά γεγονότα (γ) η ανάδυση νέων
διεκδικητικών περιεχομένων και μορφών οργάνωσης της πολιτικής συμμετοχής με εμβληματικό
αποτύπωμα το αίτημα για «Πραγματική Δημοκρατία» και το οργανωτικό μόρφωμα
«Λαϊκές Συνελεύσεις».
Η αναζήτηση της μηχανικής των σχέσεων και των αλληλεπιδράσεων ανάμεσα σε
συγκρουσιακούς δρώντες, αντιπάλους, δυνητικά ακροατήρια, κοινωνικά ερείσματα
και το ευρύτερο θεσμικό και πολιτικό περιβάλλον της Πολιτικής της Κρίσης, συνιστά
την προβληματική αυτής της μελέτης. Κρίνεται ότι η θεωρητική χαρτογράφηση των
δυναμικών μονοπατιών μετασχηματισμού της ζωής των «απλών ανθρώπων», αλλά και
του βίου των πολιτικών θεσμών μέσα απ’ τα ανερχόμενα συγκρουσιακά γεγονότα οφείλει να λάβει σοβαρά υπόψη της τους
αντιπαρατιθέμενους λόγους (πολιτικών κομμάτων vs «
Αγανακτισμένων), τα ρεπερτόρια άσκησης πολιτικής, αλλά και την επικοινωνιακή
τους διαμεσολάβηση. Στο ίζημα αυτών των δυναμικών αλληλεπιδράσεων είναι δυνατόν
να αναζητήσουμε όψεις και εκφάνσεις της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, εν
τέλει της κρίσης της αδύναμης μετάβασης στο καθεστώς της φιλελεύθερης
δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Δώρα
Κοτσακά-Καλαϊτζιδάκη, Διαιρετικές
τομές και πολιτικές οργανώσεις. Η περίπτωση του ΠΑΣΟΚ στους νομούς Φλώρινας και
Ηρακλείου, 1974-1981
Η έρευνα εστίασε στο επίπεδο της
κομματικής βάσης του ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1974-1981 όταν το κόμμα βρισκόταν στην
αντιπολίτευση, υπό το πρίσμα του κοινωνιολογικού μοντέλου ανάλυσης το οποίο
δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις διαιρετικές τομές (social cleavage theory). Βασική μεθοδολογική
επιλογή αποτέλεσε η σύγκριση των νομών Ηρακλείου και Φλώρινας, η οποία έδωσε τη
δυνατότητα συναγωγής τεκμηριωμένων συμπερασμάτων, στη βάση των ερευνητικών
εργαλείων της πολιτικής κοινωνιολογίας που συμπληρώθηκαν από αυτά της
κοινωνικής ανθρωπολογίας. Μελετάται η κομματική
βάση σε δύο περιφέρειες της χώρας και περιγράφονται τα τμήματα της κοινωνίας
στα οποία στηρίχτηκε το ΠΑΣΟΚ στη φάση της οργανωτικής συγκρότησής του.
Επιδίωξη αποτέλεσε η μελέτη της επιρροής του ΠΑΣΟΚ υπό το πρίσμα του ιστορικού
πλαισίου και των ιδιαιτεροτήτων πολιτικής ταύτισης στις υπό μελέτη περιοχές.
Προϋποτίθεται η αναλυτική σύνδεση της πολιτισμικής διάστασης με τις οικονομικές
ιδιαιτερότητες της κάθε περιοχής. Μία τέτοια προοπτική προάγει την κατανόηση
των κοινωνικών χαρακτηριστικών των υποστηρικτών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ, καθώς
και των αιτίων που οδήγησαν διαφορετικά κοινωνικά στρώματα να κινητοποιηθούν
στα πλαίσια της πολιτικής στρατηγικής που εφάρμοσε. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στα
απλά μέλη και μεσαία στελέχη που συγκρότησαν τις οργανώσεις και αποτέλεσαν τη
ραχοκοκαλιά του κόμματος. Αποτυπώθηκαν τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά, οι
προσωπικές νοηματοδοτήσεις ως προς την κομματική τους εμπλοκή και το πολιτικό
στίγμα του ΠΑΣΟΚ, ο τρόπος που εργάζονταν και η σχέση τους με την τοπική
κοινωνία.
Κεντρική υπόθεση αποτέλεσε ότι το
ΠΑΣΟΚ, στο πλαίσιο του κομματικού συστήματος το οποίο διαμορφώθηκε κατά τη
μεταπολίτευση, αλλά και εξαιτίας του βαρύνοντα ρόλου των κομμάτων - λόγω της
απουσίας άλλων θεσμών, όπως ο στρατός και η εκκλησία, που έδρασαν ενοποιητικά
σε άλλες χώρες - έπαιξε ρόλο ενοποιητικό ως προς τις εμπεδωμένες διαιρετικές
τομές και ενσωμάτωσε επιμέρους κοινωνικές ομάδες, ακόμα και με αντιτιθέμενα
συμφέροντα. Ταυτόχρονα, με την παρουσία και τη δράση του επαναπροσδιόρισε τις
υπάρχουσες διαιρετικές τομές. Οι οργανώσεις δούλευαν εντός της τοπικής
κοινωνίας και τη μετασχημάτιζαν. Τα ευρήματα της έρευνας περιγράφουν τον τρόπο
με τον οποίο συγκροτούσαν νέες συνδέσεις και δίκτυα, που προωθούσαν νέα
αιτήματα και πρόσωπα. Ο ενοποιητικός ρόλος αποτέλεσε προϋπόθεση δημιουργίας
μίας ευρύτερης δεξαμενής άντλησης ψηφοφόρων και υποστηρικτών, που ήταν
απαραίτητη για ένα νέο κόμμα. Η θέση του ΠΑΣΟΚ στο κέντρο του πολιτικού άξονα
του επέτρεψε να επιτελέσει και να αξιοποιήσει τον ενοποιητικό του ρόλο με τον
καλύτερο τρόπο.
Οι διαφορετικές πολιτικές
φυσιογνωμίες που συγκροτούσαν οι οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ στις περιοχές της
Φλώρινας και του Ηρακλείου ως αποτέλεσμα των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του
κάθε νομού, οδήγησαν στην υπόθεση περί ‘πολλών κομμάτων σε ένα κόμμα’. Τα
‘πολλά διαφορετικά ΠΑΣΟΚ’ που συγκροτήθηκαν συνυπήρξαν - όπως και τα
διαφορετικά κοινωνικά στρώματα με συχνά έως και αντικρουόμενα συμφέροντα - κάτω
από την ομπρέλα της πολιτικής φυσιογνωμίας του κόμματος σε κεντρικό επίπεδο.
Αυτή η ‘ευρυχωρία’ εξυπηρέτησε εκλογικά το κόμμα, αλλά έδρασε και ενοποιητικά
ως προς τις κοινωνικές διαιρέσεις κατά την υπό μελέτη περίοδο.
Ελένη Κούκη, Η πολυτέλεια και πάλι θα μας χωρίσει. Το
ταξίδι ως πρακτική για την αντίληψη του εαυτού και του έθνους στην Ελλάδα στις
δεκαετίες του ’90 και του ’00
Αυτή η παρουσίαση φιλοδοξεί να
ερμηνεύσει την έκρηξη του λεγόμενου «μεμονωμένου τουρισμού» στην Ελλάδα, δηλαδή
του τουρισμού που δεν οργανώνεται από πρακτορεία, και ειδικότερα του
μεμονωμένου τουρισμού που αφορά ταξίδια στο εσωτερικό της Ελλάδας. Από τη
δεκαετία του ’90 ο μεμονωμένος τουρισμός αναδεικνύεται σε ένα πολύ δυναμικό
φαινόμενο που αλλάζει τη μορφή των περιοχών που έγιναν το επίκεντρο αυτής της
δραστηριότητας. Περιοχές της ορεινής Ελλάδας οι οποίες αναδείχθηκαν σε «νέους
προορισμούς», γέμισαν από ξενώνες και προχώρησαν σε σχέδια ανάπλασης και
αποκατάστασης. Συνακόλουθα, το ταξιδιωτικό ενδιαφέρον δικαιολόγησε την
εκταμίευση σημαντικών κοινοτικών πόρων από κοινοτικά προγράμματα όπως τα LEADER, τα INTERREG και το ΕΣΠΑ, δίνοντας έτσι
εθνική σημασία στις τοπικές εξελίξεις.
Παρ’ όλ’ αυτά, στην ανακοίνωση
αυτή δεν θα σταθούμε τόσο στην οικονομική διάσταση, όσο θα προσπαθήσουμε να
δείξουμε ότι αυτή η μάλλον καινούργια δραστηριότητα για τα ελληνικά δεδομένα
υπήρξε το έναυσμα για όσους ενεπλάκησαν σε αυτή να αντιληφθούν με έναν
καινούργιο τρόπο τον εαυτό τους και τη χώρα, δηλαδή το έθνος. Κεντρική θέση της
παρουσίασης είναι ότι αυτού του είδους το ταξίδι υπήρξε το όχημα για να
δημιουργηθεί μια καινούργια ενοποιητική αφήγηση, που μπορεί να χρησιμοποίησε σε
«δεύτερη χρήση» υλικά από παλιότερα αφηγήματα, κυρίως από τη ριζοσπαστική
κουλτούρα των sixties,
τα αφομοίωσε όμως σε ένα εντελώς καινούργιο σύνολο.
Τα ταξίδια αυτά γρήγορα
αναδείχθηκαν σε δραστηριότητες κοινωνικού κύρους, γεγονός που αντανακλάται και
στον Τύπο της εποχής, που προχώρησε σε πολυάριθμες ειδικές εκδόσεις για το
θέμα. Έτσι, η επιδραστικότητα του φαινομένου απέκτησε σημαντική εμβέλεια και
δεν περιορίστηκε μόνο στους φορείς που ασχολήθηκαν άμεσα με τη συγκεκριμένη
δραστηριότητα.
Επιπλέον, το συγκεκριμένο case study μάς δίνει τη δυνατότητα
να προσεγγίσουμε συλλογικά συναισθήματα όπως η «επιθυμία για πολυτέλεια», που
κυριάρχησαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες, και να τα αναλύσουμε όχι με
ηθικιστικούς όρους, αλλά συσχετίζοντάς τα με την πολιτισμική και πολιτική
συγκυρία της εποχής.
Η παρουσίαση αυτή προσδοκά να
συνεισφέρει στην κατανόηση αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «όψιμη
μεταπολίτευση», δηλαδή την περίοδο από το 1989 μέχρι και το ξέσπασμα της
οικονομικής κρίσης του 2010, μία περίοδο έντονης οικονομικής και κοινωνικής
κινητικότητας.
Αν και, για τις ανάγκες της
παρουσίασης, προχώρησα σε κάποια έρευνα –περιορισμένων διαστάσεων–, το
κυριότερο υλικό είναι η προσωπική μου εμπειρία ως δημοσιογράφου ταξιδιωτικών
εκδόσεων κατά την υπό εξέταση περίοδο. Μία εμπειρία που προσπαθώ να την
αντιληφθώ μέσα από τα εργαλεία κριτικής και αναστοχασμού της πολιτισμικής
ιστορίας.
Στάθης Κουτρουβίδης, Οι κινητοποιήσεις της περιόδου 1975-1976
και η εργατική πολιτική του κράτους
Μέσα από την παρουσίαση αυτή
επιχειρώ να αποσαφηνίσω τις εξελίξεις που συμβαίνουν στις εργατικές
κινητοποιήσεις τη διετία αμέσως μετά την επταετή δικτατορία. Η ριζοσπαστικότητα
των αιτημάτων και κυρίως, η προσπάθεια να αμβλυνθεί η αυταρχική συμπεριφορά των
εργοδοτών ύστερα από ένα καθεστώς ασυδοσίας, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα
αντιδράσεων στον εργατικό κόσμο της χώρας.
Όλοι σχεδόν οι βιομηχανικοί
κλάδοι στην Ελλάδα βρίσκονται σε αναβρασμό και πολύ σύντομα οι εργαζόμενοι σε
αυτούς κινητοποιούνται. Στάσεις εργασίας, απεργίες, κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις
αποτελούν καθημερινό φαινόμενο με τις οποίες γεμίζουν οι σελίδες των
εφημερίδων. Ολόκληροι βιομηχανικοί κλάδοι σταματούν να παράγουν. Είναι η πρώτη
φορά που παρατηρείται ένα παρόμοιο εργατικό ξέσπασμα στην ελληνική κοινωνία.
Η αφορμή δίνεται με τον νόμο 330,
η ψήφιση του οποίου προκαλεί πλήθος διαμαρτυριών, και αναγκάζει την ελληνική
κοινωνία να αντιδράσει μαζικά. Ο 330 εν συντομία επέτρεπε το λοκ - άουτ εκ
μέρους των εργοδοτών, ενώ απαγόρευε σε πάρα πολλές των περιπτώσεων τις
απεργιακές κινητοποιήσεις, φέρνοντας συνεχώς νομικού χαρακτήρα προσκόμματα. Τα
αιτήματα που άπτονταν της εργατικής πολιτικής του κράτους επενδύονταν και με
μια λεκτική ρητορεία που είχε σχέση με την ανάγκη εκδημοκρατισμού των
συνδικάτων και της λειτουργίας τους. Οι εργατικές κινητοποιήσεις κορυφώθηκαν
κατά τη διάρκεια ψήφισης του νόμου, στις 25 Μαΐου 1976. Οι εργατικές
κινητοποιήσεις παρά την ψήφιση του νόμου δεν σταμάτησαν, αν και σημείωσαν σαφώς
φθίνουσα πορεία.
Οι κινητοποιήσεις της περιόδου
αναμφισβήτητα σφράγισαν ρητά ή υπόρρητα το πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο της
μεταπολίτευσης. Αν και δεν είχαν άμεσο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν κατάφεραν να
αναχαιτίσουν την πολιτική Καραμανλή στα εργατικά ζητήματα και να πετύχουν την
οριστική απόσυρση του νόμου, έθεσαν τις βάσεις για τη δημιουργία της ΟΒΕΣ
(Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εργατοϋπαλληλικών Σωματείων). Η ίδρυση της ΟΒΕΣ
επηρέασε σε αυτό το επίπεδο την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, την περίοδο που ανέλαβε την
εξουσία το 1981, και των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Το ΠΑΣΟΚ αναλαμβάνοντας
την εξουσία το 1981, αναγκάστηκε να ανατρέψει τον νόμο και να διαμορφώσει ένα
πλαίσιο που ήταν πολύ πιο κοντά στα αιτήματα των εργαζομένων, οι οποίοι τα
πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης βγήκαν στους δρόμους. Υπήρξε η βάση μιας
τελείως διαφορετικής προσέγγισης σε αυτό το επίπεδο της οικονομικής πολιτικής
αν και με συζητήσιμα αποτελέσματα.
Θωμάς Κυριάκης, Ο
πολιτικός ρόλος του στρατού στην «πολυτάραχη» πορτογαλική μετάβαση (1974-1976)
Μετάβαση (transition) είναι «το διάστημα μεταξύ
ενός και κάποιου άλλου πολιτικού καθεστώτος. Οι μεταβάσεις οριοθετούνται αφενός
από την προώθηση της διαδικασίας διάλυσης ενός αυταρχικού καθεστώτος και
αφετέρου από την εγκατάσταση κάποιας μορφής δημοκρατίας, από την επιστροφή σε
κάποια μορφή αυταρχικής εξουσίας ή από την εμφάνιση κάποιας επαναστατικής
εναλλακτικής λύσης» (O’Donnell, Guillermo/Schmitter, Philippe C., Transitions from Authoritarian Rule.
Tentative Conclusions about Uncertain Democracies.
London 1986, σελ. 6).
Σε αντίθεση με την ελληνική
περίπτωση όπου το στάδιο της μετάβασης από τη δικτατορία των συνταγματαρχών στη
δημοκρατία στην ουσία υπήρξε ζήτημα μηνών – θα την χαρακτηρίσω «ήρεμη μετάβαση»
χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι και η εδραίωση της δημοκρατίας συντελέστηκε
εξίσου σύντομα – στις περιπτώσεις των ιβηρικών δικτατοριών συνέβη ακριβώς το
αντίθετο. Στη μεν Ισπανία η μετάβαση κράτησε 3 χρόνια (1975-1978), στη δε
Πορτογαλία η μετάβαση συντελείται μεταξύ 25 Απριλίου 1974 (επανάσταση των
γαρυφάλλων) και 25 Απριλίου 1976 (βουλευτικές εκλογές) και έχει «πολυτάραχο»
χαρακτήρα εφόσον ο στρατός είναι κατακερματισμένος (factionalized) σε πολιτικά
ανταγωνιστικές ομάδες η κάθε μια εκ των οποίων ριζοσπαστικοποιείται, προτείνει
το δικό της πολιτικό σχέδιο προβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο και τους εκάστοτε
στόχους της.
Στην ανακοίνωσή μου, η οποία
αποτελείται από δύο μέρη θα εστιάσω στην περίπτωση της Πορτογαλίας. Η χώρα αυτή
παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον την περίοδο που εξετάζω γιατί στο εσωτερικό
βρέθηκε στα πρόθυρα μιας επαναστατικής ανατροπής εκ των άνω και στο εξωτερικό
αποχαιρετάει ανεπιστρεπτί την παλαιά αίγλη που κατείχε ως αποικιοκρατική δύναμη
αφού χάνει τη μία μετά την άλλη τις αποικίες της στην Αφρική και τη
νοτιοανατολική Ασία.
Ειδικότερα, στο πρώτο μέρος θα
παρουσιάσω κάποιες από τις σημαντικότερες στρατιωτικές ομάδες που σφράγισαν με
την παρουσία τους την πολιτική μετάβαση αυτής της ιβηρικής χώρας από τη
δικτατορία των Salazar/Caetano το 1974 στις πρώτες βουλευτικές εκλογές του
1976. Επίσης, θα εξετάσω την πορεία και τις μορφές της πολιτικής στάσης,
πρότασης και πράξης αυτών των στρατιωτικών ομάδων. Στο δεύτερο μέρος θα
επιχειρήσω μια σύγκριση της πορτογαλικής με την ελληνική περίπτωση εξετάζοντας
συν τοις άλλοις το χρονικό πλαίσιο και τους φορείς της μετάβασης. Επιπλέον θα
κάνω μια αποτίμηση της πολιτικής μετάβασης και των πολιτικών της μετάβασης σε
Πορτογαλία και Ελλάδα θέτοντας δύο καίρια ερωτήματα: η μετάβαση στις δύο χώρες
τις οδήγησε σε ρήξη με το πολιτικό τους παρελθόν σηματοδοτώντας με αυτό τον
τρόπο την απαρχή μιας νέας πολιτικής κουλτούρας; Ή μήπως η ίδια η μετάβαση
αποτέλεσε συνέχεια παλαιότερων πολιτικών πρακτικών έτσι ώστε ο
χαρακτηρισμός „uncertain democracies“
των O’Donnell
και Schmitter να
βρίσκει εδώ την επιβεβαίωσή του.
Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος, Οι
δημοσιονομικές βάσεις της πολιτικής νομιμοποίησης και η κρίση του κράτους της
Μεταπολίτευσης
Η σχέση ανάμεσα στον κρατικό προϋπολογισμό και στις πολιτικές
δυνάμεις, όπως αυτή αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, έχει
ερευνηθεί κυρίως μέσα από τρεις αλληλεπικαλυπτόμενους άξονες, κάθε ένας εκ των
οποίων αντιστοιχεί σε μία ξεχωριστή υπόθεση περί σύστασης και λειτουργίας του
πολιτικού.
Ο πρώτος άξονας περιλαμβάνει μελέτες που μεταφέρουν την
προβληματική του εκλογικού-δημοσιονομικού κύκλου στην ελληνική περίπτωση. Εδώ,
η βασική υπόθεση έγκειται στο ότι οι πολιτικές δυνάμεις προχωρούν σε
εξατομικευμένες παροχές στο εκλογικό σώμα με αντάλλαγμα την ψήφο του. Για το
λόγο αυτό σε εκλογικά έτη παρατηρείται μία αύξηση στις δαπάνες και μία αντίστοιχη
μείωση στην είσπραξη εσόδων που εκτροχιάζει τη δημοσιονομική ισορροπία και
επιβαρύνει το δημόσιο χρέος. Αυτή η ανάλυση θεμελιώνεται σε μία αντίληψη του
κράτους ως πόρου μίας πολιτικής αγοράς που ενεργοποιείται στις παραμονές της
εκάστοτε εκλογικής αναμέτρησης λόγω των προσοδοθηρικών συμπεριφορών που
αναπτύσσουν πολίτες και πολιτικοί.
Ο δεύτερος άξονας στηρίζεται στην υπόθεση περί χρόνιας
αδυναμίας του κρατικού μηχανισμού να συλλέξει σε ικανό ποσοστό τα φορολογικά
έσοδα. Εδώ, λανθάνει ένα επιχείρημα γραφειοκρατικής υστέρησης των κρατικών
μηχανισμών που παραπέμπει το ζήτημα του δυσλειτουργικού κράτους. Τέλος, ο
τρίτος άξονας, τμήματα του οποίου αποτελούν οι προηγούμενοι δύο, υποστηρίζει
ότι υπάρχει μία μόνιμη και διαρκής αποσταθεροποίηση του δημοσιονομικού κύκλου,
λόγω της πελατειακής διόγκωσης τους κράτους και ότι αυτό δεν οφείλεται μόνο
στην προσοδοθηρία που αναπτύσσεται σε περιόδους εκλογικών αναμετρήσεων, αλλά
συνιστά τον βασικό μηχανισμό αναπαραγωγής του πολιτικού συστήματος.
Μολονότι οι τρείς προσεγγίσεις
που αναπτύχθηκαν παραπάνω καταλήγουν σε μία σειρά εξαιρετικά χρήσιμων
συμπερασμάτων, ως προς τη διακύμανση της συμπεριφοράς των δημοσιονομικών
μεγεθών στο πλαίσιο που θέτουν τα πολιτικά φαινόμενα, εντούτοις δεν προχωρούν
στην αναζήτηση των βαθύτερων μηχανισμών στη βάση των οποίων συγκροτούνται και
αναπαράγονται οι δημοσιονομικές σχέσεις ως κοινωνικές σχέσεις κατά τη διάρκεια
της μεταπολιτευτικής περιόδου. Η παρούσα εισήγηση, ανασκευάζοντας πλευρές της
νεομαρξιστικής προβληματικής της δημοσιονομικής κοινωνιολογίας , θα επιχειρήσει
να αναδείξει το πώς ο δημοσιονομικός κύκλος της Μεταπολίτευσης συνιστά ένα
εργαλείο πολιτικής νομιμοποίησης του κράτους στη βάση ενός ασταθούς ταξικού
συμβιβασμού. Τέλος, θα υποστηριχθεί ότι ένα μέρος της κρίσης νομιμοποίησης που
έχει προκύψει τα τελευταία δύο χρόνια οφείλεται ακριβώς στη θραύση αυτού του
συμβιβασμού.
Κατερίνα Λαμπρινού, Η γενιά του
Πολυτεχνείου στο καλειδοσκόπιο της
Μεταπολίτευσης
Το «Πολυτεχνείο» στάθηκε μια από τις βασικότερες ιδρυτικές
στιγμές της Μεταπολίτευσης. Μαζί του αναδύθηκε ένα σύστοιχο πολιτικό,
κοινωνικό, οικονομικό και πολιτισμικό υποκείμενο, η περίφημη «γενιά του
Πολυτεχνείου», που συγκροτήθηκε ενίοτε ως «μετωνυμία» της ίδιας της
Μεταπολίτευσης στον δημόσιο λόγο από το 1974 μέχρι και σήμερα και προσλήφθηκε
ως ο κατεξοχήν φορέας της «δομής αίσθησης» της περιόδου. Οι ποικίλες θεωρήσεις
της Μεταπολίτευσης, εξιδανικευτικές ή απομυθοποιητικές, όπως αυτές
συγκροτούνται και ανασημασιοδοτούνται, αντανακλώνται και στη συζήτηση σχετικά
με το προνομιακό της ιστορικό υποκείμενο, τη «γενιά του Πολυτεχνείου».
Πρόκειται για μια «γενιά» που επενδύθηκε με πολλαπλά, ενίοτε
αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα, χαρακτηριστικά και νοήματα. Στο συλλογικό
φαντασιακό θα λειτουργήσει ως η πλέον «πολιτική γενιά» (Pierre Favre), συναρτημένη με την
συμβολική σημασία ενός μείζονος γεγονότος αμφισβήτησης, αλλά και ως κατεξοχήν insider.
Η βασική μας υπόθεση είναι ότι οι προσλήψεις της «γενιάς του
Πολυτεχνείου» μας παρέχουν μια ιδιαίτερη οπτική γωνία προκειμένου να εξετάσουμε
μακροσκοπικά και να περιοδολογήσουμε τα ποικίλα διακυβεύματα, τις
εννοιολογήσεις, τις δυνατότητες, τις ιστορικές κατακτήσεις ή αποτυχίες που
συναρτήθηκαν και με την εποχή της Μεταπολίτευσης συνολικά.
Πώς συγκροτήθηκε σε επίπεδο λόγου και πώς αναπαρήχθη η έννοια
της «γενιάς του Πολυτεχνείου»; Πόσο ομοιογενής ή πληθυντική υπήρξε η κατασκευή;
Με ποιες προσδοκίες επενδύθηκε και με ποια λάθη και αποτυχίες βαρύνθηκε; Σε
ποια σημεία τροποποιήθηκαν οι ιδεολογικές χρήσεις και τα πρόσημα με τα οποία
επενδύθηκε η «γενιά» αυτή στον δημόσιο λόγο; Πώς θα μπορούσαν οι βασικές τομές
ή οι νέες συνέχειες στη συλλογική αναπαράσταση της γενιάς να συμβάλουν σε μια
περιοδολόγηση από την αποκατάσταση της δημοκρατίας μέχρι σήμερα;
Μέσα από αυτά τα ερωτήματα, και διερευνώντας ποικίλες εκδοχές
του δημόσιου λόγου, κομματικού και δημοσιογραφικού, επιδιώκουμε να
παρακολουθήσουμε τους κομβικούς ιδεολογικούς μετασχηματισμούς του αναφορικά με
τη «γενιά του Πολυτεχνείου». Πιο συγκεκριμένα, θα επιδιώξουμε να εστιάσουμε σε
αυτές που αναδύονται ως παραδειγματικές τομές του περί «γενιάς» λόγου α) τη
σταδιακή συγκρότηση του ιδρυτικού μύθου της «γενιάς» μέσω της ένταξης σε ένα
«αντιστασιακό» συνεχές και τη συστηματική έγκληση και τη μεθοδευμένη ιδεολογική
χρήση της στα πρώτα χρόνια διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, β) την οικονομική και ηθική κρίση του 1986-88, η
οποία φαίνεται να αναδύεται ως η πρώτη μεγάλη τομή στην έως τότε πρόσληψη του
όρου, γ) τον πολλαπλασιασμό των αρνητικών συνδηλώσεων που προσλαμβάνει η έννοια
στη δεκαετία του ’90.
Ζηνοβία Λιαλιούτη,
Ο αντιαμερικανισμός και το εθνικό αφήγημα
της Μεταπολίτευσης: ανορθολογικά στοιχεία, ορθολογικές χρήσεις;
Άμεση ιδεολογική συνέπεια της
περιόδου της δικτατορίας και των γεγονότων που οδηγούν στη Μεταπολίτευση είναι
η κατάρρευση της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης, και ο συνακόλουθος
μετασχηματισμός τόσο του αντιαμερικανισμού όσο και του αντικομμουνισμού, όπως
είχαν αναπτυχθεί κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο. Αντίστροφη είναι η
εξέλιξη του αντιαμερικανισμού, ο οποίος ενισχύεται σημαντικά και αποκτά ένα
είδος ηθικός δικαίωσης.
Κατεξοχήν στοιχείο διαφοροποίησης
του μεταπολιτευτικού από τον προδικτατορικό αντιαμερικανισμό αποτελεί η διάδοση
του στο δεξιό χώρο. Η διαμόρφωση του μεταπολιτευτικού αντιαμερικανικού λόγου
συνδέεται άμεσα με την επικράτηση μιας αριστερόστροφης πολιτικής κουλτούρας,
που συνδυάζει στοιχεία ενός εθνολαϊκού λόγου, με έντονες αναφορές στην
κληρονομιά της προδικτατορικής περιόδου, με μια αντιιμπεριαλιστική ρητορική.
Ωστόσο, ο αντιιμπεριαλισμός βαθμιαία επικαλύπτεται από το στοιχείο του
εθνικισμού. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο αντιαμερικανισμός καθιερώνεται ως
αναπόσπαστο στοιχείο της προοδευτικής ταυτότητας.
Στο πλαίσιο αυτής της αφήγησης, ο
μεταπολιτευτικός αντιαμερικανισμός, που διαπερνά τις κομματικές και ιδεολογικές
τομές, αναγνωρίζεται αφενός ως στοιχείο της εθνικής ενότητας και αφετέρου ως
αφύπνιση των υγιών δυνάμεων του έθνους, ως δύναμη εξαγνισμού από τις αμαρτίες
του παρελθόντος. Ο αντιαμερικανισμός ταυτίζεται με την «εθνεγερσία» και την κάθαρση και ενσωματώνεται στο μεταπολιτευτικό
εθνικό αφήγημα. Παρά το γεγονός ότι το σύστημα πεποιθήσεων του
αντιαμερικανισμού ενσωματώνει σαφώς ανορθολογικά στοιχεία, ωστόσο επιτελεί τη
λειτουργία της οικοδόμησης μίας συνεκτικής εθνικής αφήγησης, που στηρίζεται
στην υποβάθμιση του εσωτερικού εχθρού έναντι του εξωτερικού.
Η δεκαετία του ΄40, η μυθολογία
και οι εννοιολογήσεις της τροφοδοτούν σε μεγάλο βαθμό τον αντιαμερικανικό λόγο.
Οι έννοιες της κατοχής και της αντίστασης αποκόπτονται από το ιστορικό πλαίσιο
αναφοράς τους και χρησιμοποιούναι ως μεταφορά για τον Αμερικανό εχθρό. Στις
σχετικές αναφορές, η αμερικανοκρατία εμφανίζεται συστηματικά ως συνέχεια της
γερμανικής κατοχής. Η δράση της ελληνικής Αριστεράς νομιμοποιείται και
ηρωοποιείται με αναφορά την αντίσταση απέναντι στους δύο αυτούς κατακτητές.
Χαρακτηριστική περίπτωση κατά την
οποία ο αντιαμερικανισμός επιστρατεύεται εργαλειακά για ορθολογικές χρήσεις,
αποτελεί η πολιτική στρατηγική του ΠΑΣΟΚ τόσο ως αντιπολιτευόμενου όσο και ως
κυβερνόντος κόμματος. Η έννοια του αμερικανικού εχθρού είναι κεντρικής σημασίας
για την κατασκευή του αντιδεξιού επιχειρήματος. Επιπλέον, η διακυβέρνηση της
χώρας από το ΠΑΣΟΚ, σηματοδοτεί τη διαμόρφωση ενός θεσμοποιημένου κυβερνητικού
αντιαμερικανισμού. Η μορφή που παίρνει ο αντιαμερικανισμός στην περίοδο αυτή
και ο ρόλος που επιτελεί, μάς επιτρέπουν να κάνουμε λόγο για εργαλειακό
αντιαμερικανισμό. Στο σύστημα των εννοιών, οι ΗΠΑ είναι ο κατεξοχήν εχθρός της
μαχόμενης Αλλαγής και το βασικότερο εμπόδιο για την ολοκλήρωσή της. Ο
συστηματικά δομημένα λόγος περί του Αμερικανού εχθρού διαχέεται μέσα από
σύγχρονες στρατηγικές πολιτικής επικοινωνίας, που αξιοποιούν τα δημόσια και
ιδιωτικά ΜΜΕ. Ως προς την παρακαταθήκη αυτής της στρατηγικής θα λέγαμε ότι
συνίσταται στην κινητοποίηση εθνικιστικών και αντιδυτικών αντανακλαστικών για
την αντιμετώπιση εσωτερικών κρίσεων.
Χρίστος Μάης, Η “εκδοτική άνοιξη
της μεταπολίτευσης”: Μια σκιαγράφηση
Αρκετά συχνά ακούμε ή
διαβάζουμε για την εκδοτική άνοιξη της μεταπολίτευσης. Παρόλα αυτά συνήθως
πρόκειται για μια απλή αναφορά ως έκφραση παρά για μια εμβάθυνση ή έστω
περιγραφή της εκδοτικής δραστηριότητας της μεταπολίτευσης.
Σκοπός της ανακοίνωσης
αποτελεί η σκιαγράφηση της κίνησης των ιδεών κατά τη διάρκεια της
μεταπολίτευσης, να ανιχνεύσει τις συνέχειες και τις ασυνέχειες που είχε αυτή
τόσο σε σχέση με την περίοδο της δικτατορίας όσο και με την προδικτατορική
εκδοτική δραστηριότητα (κατά την δεκαετία του 1960).
Η ιδιότυπη σχέση μεταξύ
βιβλίου και αριστεράς που ξεκινάει από τον μεσοπόλεμο, γίνεται «καθεστώς» από
το 1950 και μετά είναι τουλάχιστον εμφανής κατά την μεταπολίτευση. Αριστεροί
τυπογράφοι, βιβλιοπώλες, εκδότες και αναγνώστες αλλά και μη-αριστεροί οι οποίοι
κατά τη μεταπολίτευση για εμπορικούς λόγους επιλέγουν την έκδοση τίτλων για ένα
αριστερό ακροατήριο δημιουργούν ένα κατά πολύ ανεξερεύνητο σύμπαν.
Η σύμπλευση και η
σύζευξη ιδεολογικοπολιτικού και εμπορικού, ο ερασιτεχνισμός και η απουσία συγκροτημένων
εκδοτικών επαγγελμάτων (επαγγελματίες μεταφραστές, επιμελητές, κτλ), οι μικρές,
φτηνές (και πρόχειρες) εκδόσεις είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του
εκδοτικού πεδίου κατά την περίοδο αυτή.
Ανθούλα Μαλκοπούλου, Μεταπολίτευση και εκλογική κουλτούρα: θεωρία και πράξη της υποχρεωτικής ψηφοφορίας
Οι εκλογικοί θεσμοί αποτελούν
κατεξοχήν στοιχείο καθορισμού μιας πολιτικής κουλτούρας. Όχι μόνο διότι η
επιλογή τους αποτυπώνει συγκεκριμένες πολιτειακές ιδέες, αλλά και επειδή η
λειτουργία τους διαμορφώνει συγκεκριμένες αντιλήψεις για τη σχέση
κράτους-πολίτη. Ως εκ τούτου, η σχέση των Ελλήνων ψηφοφόρων με το εκλογικό τους
δικαίωμα έχει σε μεγάλο βαθμό καθοριστεί από τη συνταγματική τους υποχρέωση να
ασκούν το δικαίωμα αυτό.
Η μεταπολιτευτική ιστορία του
θεσμού της υποχρεωτικής ψηφοφορίας χωρίζεται σε τρεις περιόδους. Στην πρώτη, από το 1974 έως το 1992
παρατηρείται μια αμφισβήτηση του θεσμού ως αντιδημοκρατικού κατάλοιπου από
αριστερούς πολιτικούς. Η τάση αυτή συμπληρώνεται από μια νομική υποστήριξη της
λευκής ψήφου ως πολιτικού δικαιώματος. Η δεύτερη περίοδος, 1992-2001
χαρακτηρίζεται από μια προφορική και συνταγματική κατάργηση της εφαρμογής των
ποινών κατά της αποχής. Επίσης διακόπτεται η χρήση του εκλογικού βιβλιαρίου, αν
και εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στον εκλογικό νόμο οι ποινές κατά της
αποχής. Ως αποτέλεσμα αυτής της νομικής ανωμαλίας, η τρίτη περίοδος από το 2002
έως σήμερα στιγματίζεται από ένα εκλογο-δικαστικό θρίλερ γύρω από την ισχύ της
λευκής ψήφου. Αυτή τη στιγμή, ο νόμος εξακολουθεί να προβλέπει ποινές φυλάκισης
και άλλες, χωρίς φυσικά να υπάρχει μηχανισμός εντοπισμού και τιμωρίας των
εκλογο-φυγάδων. Από τη μία, η στάση αυτή ευτελίζει τη λειτουργική αξία του
νόμου, από την άλλη εναρμονίζεται με την πανευρωπαϊκή τάση αποδυνάμωσης της
υποχρεωτικότητας της ψήφου.
Ωστόσο, οι παγκόσμιες συζητήσεις
γύρω από το θέμα της αυξανόμενης αποχής και των επιπτώσεών της στην επιδείνωση
των κοινωνικών ανισοτήτων αξίζει να συζητηθεί και στο πλαίσιο της ελληνικής
πολιτικής κοινωνίας. Παρά την πραγματικότητα της κομματικής πελατείας, την
εντεινόμενη καχυποψία έναντι των πολιτικών κομμάτων και την αμφισβήτηση της
ποιότητας του ίδιου του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στη χώρα μας. η
υποχρεωτική ψηφοφορία διατηρεί μια ιδιαίτερη συμβολική και ποιοτική σημασία. Σε
πείσμα του κοινωνικού ελιτισμού και της αποξένωσης ομάδων πολιτών από την
εκλογική διαδικασία, αποτελεί το θεσμό εκείνο που σκοπό έχει να προάγει
ταυτόχρονα τη δημοκρατική αντιπροσωπευτική συλλογικότητα, την ουσιαστική
πολιτική ισότητα και την ατομική πολιτική ευθύνη.
Γιάννης Μπαλαμπανίδης,
Αμήχανος εξευρωπαϊσμός: η αντιφατική
υποδοχή της Ευρώπης ως κληρονομιά της Μεταπολίτευσης
Η σημερινή κρίση αναδιατάσσει
πολλές από τις σταθερές της μεταπολιτευτικής Ελλάδας· μία από τις βασικότερες
είναι αναμφίβολα η σχέση των Ελλήνων με την Ευρώπη. Σχέση αμήχανη, καθώς η
«Ευρώπη» μοιάζει να είναι ταυτόχρονα μια προδομένη υπόσχεση ευημερίας ή το
τελευταίο καταφύγιο ασφάλειας, μια ανθελληνική συνωμοσία καταστροφής ή μια
ύστατη δυνατότητα εξορθολογισμού.
Η υπόθεσή μας είναι ότι στο
πλαίσιο της κρίσης πολλαπλασιάστηκαν εκρηκτικά οι αντιφάσεις του τρόπου με τον
οποίο οι Έλληνες υποδέχθηκαν και κατανόησαν την «Ευρώπη» από την ένταξη στην
ΕΟΚ και έπειτα. Ακριβέστερα, οι αντιφάσεις και οι στρεβλώσεις της διαδικασίας εξευρωπαϊσμού,
ευθυγράμμισης της ελληνικής εθνικής περίπτωσης με τον ευρωπαϊκό κανόνα, στον
μακρό χρόνο της Μεταπολίτευσης.
Μία μάλλον κυρίαρχη ερμηνεία [Kevin Featherstone, Δημήτρης
Παπαδημητρίου, Τα όρια του εξευρωπαϊσμού,
2010] υποστηρίζει ότι το ελληνικό σύστημα καλωσόρισε την «Ευρώπη» για τα
πολιτικά οφέλη και τους πόρους που εξασφαλίζει, ενώ έφερε προσκόμματα στη
νομική, οικονομική και πολιτισμική εναρμόνιση με αυτήν. Οι πολιτικές ελίτ είτε
ανταποκρίθηκαν παθητικά στις επιδράσεις της ΕΕ χωρίς πραγματική βούληση
μεταρρυθμίσεων [responsive europeanisation],
κυρίως τη δεκαετία του 1980, είτε επιδίωξαν έναν «εμπρόθετο» [intended] εξευρωπαϊσμό που όμως
συνάντησε αντιστάσεις σε πολιτισμικό επίπεδο ή στην πολιτική ισχύ οργανωμένων
συμφερόντων που θίγονταν.
Η θέση αυτή εντάσσεται σε μια
προσέγγιση του εξευρωπαϊσμού ως «από τα πάνω» [top-down] διαδικασίας διαμόρφωσης αποφάσεων και αντιλήψεων για την
Ευρώπη, που άλλωστε κυριαρχεί στη σχετική γραμματεία [Thomas Poguntke (επιμ.), The Europeanisation of National Political Parties, Routledge, Λονδίνο και Ν. Υόρκη 2007].
Επιδιώκοντας να συζητήσουμε και να επανεξετάσουμε αυτή την προσέγγιση, και
εστιάζοντας περισσότερο σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο της διαδικασίας εξευρωπαϊσμού,
δηλαδή στην πολιτική διαμεσολάβηση της ιδέας της Ευρώπης, επιχειρούμε να
διερευνήσουμε πώς οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας διαχειρίστηκαν τη σχέση με
την Ευρώπη σε δύο καθοριστικές στιγμές της μεταπολιτευτικής πολιτικής και
οικονομικής ιστορίας, όπου, όπως σήμερα, η Ευρώπη παρουσιαζόταν ως ορίζοντας μιας
μονόδρομα οικονομικής ευημερίας ή/και ως μοχλός έξωθεν επιβολής μιας μη
δημοφιλούς πολιτικής ατζέντας.
Πιο συγκεκριμένα, εξετάζουμε τη
«στιγμή» 1985-1986, οπότε η Ελλάδα υπό την κυβέρνηση Α. Παπανδρέου βρέθηκε στα
πρόθυρα χρεοκοπίας και κατέφυγε σε δανεισμό από την ΕΟΚ με αντίτιμο ένα σκληρό
σταθεροποιητικό πρόγραμμα, και τη «στιγμή» 1998-1999, όταν η κυβέρνηση Σημίτη
προωθούσε μια εντατική δημοσιονομική προσαρμογή προκειμένου να επιτευχθούν τα
κριτήρια εισόδου στο κοινό νόμισμα.
Μέσα από την μελέτη των πολιτικών
και κοινοβουλευτικών τοποθετήσεων των κομμάτων που είτε είχαν ευρωπαϊκό
προσανατολισμό (ΝΔ και ΚΚΕ εσωτερικού/ΣΥΝ) είτε διαμόρφωναν (ΠΑΣΟΚ από τον Α.
Παπανδρέου στον Κ. Σημίτη), αλλά και μέσα από ποιοτικά στοιχεία διαμόρφωσης της
κοινής γνώμης (όπως οι μακροσειρές των Ευρωβαρομέτρων), επιχειρούμε να δείξουμε
ότι η υποδοχή του ευρωπαϊκού πλαισίου από τις πολιτικές δυνάμεις και η σχετική
διαπαιδαγώγηση του πολιτικού τους ακροατηρίου υπήρξε σε κρίσιμες συγκυρίες
αντιφατική, διαμορφώνοντας αναλόγως τις κοινωνικές υποδοχές.
Τρύφων Μπαμπίλης, Μεταπολίτευση, Διεθνής Καπιταλισμός και
Εθνογραφικές Πτυχές της Νεωτερικότητας στη Σύγχρονη Ελλάδα. Η Περίπτωση των
Εισαγώμενων Ποτών
Στη διάρκεια των δεκαετιών 1970
και 1980, η κατανάλωση των μεσαίων στρωμάτων αυξήθηκε ραγδαία και πολλά
εισαγώμενα αγαθά έγιναν μέρος της καθημερινής ζωής των περισσότερων Ελλήνων. Τα
πρώτα σούπερ μάρκετ άνοιξαν την περίοδο αυτή, πολλές πλευρές μιας μαζικής
κουλτούρας εμφανίστηκαν τότε και η διαφήμιση αναπτύχθηκε με γρήγορους ρυθμούς.
Τα εισαγώμενα ποτά και ιδιαίτερα το ουίσκυ έγιναν δημοφιλή σε αντίθεση με τα
τοπικά ποτά, με αποτέλεσμα όμως οι περισσότερες από τις μικρές εταιρείες
εισαγωγής ποτών να απορροφηθούν σταδιακά από τρείς πολυεθνικές που εδραιώθηκαν
παγκόσμια. Παράλληλα με αυτές τις διαδικασίες, το ουίσκυ έγινε μέρος αρκετών
πτυχών της κοινωνικής ζωής και θεσμοθετήθηκε ως το ποτό που καταναλώνεται στα
μπουζούκια, στα μπάρ και σε άλλα κέντρα διασκέδασης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συνδέθηκε
με διάφορες εκδοχές επιδεικτικής κατανάλωσης, με μοντέρνους ανδρισμούς και με
το «εμπορικό» λαϊκό τραγούδι. Πώς θα μπορούσαμε λοιπόν να αναλύσουμε αυτές τις
κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες; Οι αλλαγές σε σχέση με τον διεθνή
καπιταλισμό και με το γούστο μπορούν ειδωθούν με μια εθνογραφική οπτική της
νεωτερικότητας, απορρίπτοντας έτσι τα μοντέλα πολιτισμικής ομογενοποίησης,
δυτικοποίησης ή την κριτική της σχολής της Φρανκφούρτης σε σχέση με την
κατανάλωση.
Κωνσταντίνα Ε.
Μπότσιου, Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ, 1974-1985: Η «Ευρώπη» ως πολιτική και ως ταυτότητα
Μετά τη μετάβαση από τη
δικτατορία στη δημοκρατία, η ευρωπαϊκή πολιτική της Ελλάδας αποτέλεσε κεντρικό
πεδίο ιδεολογικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, τα
κόμματα που αναδείχθηκαν σε βασικούς διεκδικητές της εξουσίας. Η ανεπιφύλακτα
φιλοευρωπαϊκή στάση της Νέας Δημοκρατίας βρισκόταν σε αντίθεση με την
απορριπτική τοποθέτηση του ΠΑΣΟΚ, διαφορά που εξέφραζε βαθύτερες ιδεολογικές
θέσεις, όχι μόνο για την εξωτερική πολιτική όσο για την οργάνωση του κράτους
και της οικονομίας της Μεταπολίτευσης.
Η αντίθεση κλιμακώθηκε από το
1974 έως τις εκλογές του 1981, οπότε το ΠΑΣΟΚ εκλήθη να εφαρμόσει τη δική του
πολιτική ως προς τη συμμετοχή της χώρας στις Ευρωπαϊκές τότε Κοινότητες σε
συνάφεια με το ευρύτερο πρόγραμμά της για την εξωτερική πολιτική και την
εσωτερική «Αλλαγή». Έως το 1985, αποδέχθηκε τη συνέχιση της ευρωπαϊκής πορείας
επιφέροντας αξιοσημείωτες αλλαγές στα χρονοδιαγράμματα και στους όρους
προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας,.
Παράλληλα, διεκδίκησε την κατά περίπτωση διαφοροποίηση των ελληνικών θέσεων από
την κεντρική κοινοτική γραμμή στα διεθνή ζητήματα, ενώ αξιοποίησε το κοινοτικό
πλαίσιο για τη συμμετοχή σε περιφερειακές πρωτοβουλίες που εμπέδωναν μία
διαφορετική οπτική της διεθνούς κατανομής ισχύος.
Η περίοδος 1974-1985, με την
εξαίρεση της βραχύβιας ύφεσης υπό το «Πνεύμα του Ελσίνκι», σκιάστηκε από τη νέα
πόλωση μεταξύ ΗΠΑ-ΕΣΣΔ. Η κρίση των «ευρωπυραύλων» περιθωριοποίησε στην
Ευρωπαϊκή Κοινότητα θέσεις εκτός κοινής αντίληψης. Μετά το 1985 άλλαξαν τόσο οι
διεθνείς συσχετισμοί όσο και οι τάσεις εντός Ελλάδας. Αφενός άνοιξε ο δρόμος
για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, αφετέρου το ΠΑΣΟΚ άρχισε να
ευθυγραμμίζεται με την Κοινότητα, προκειμένου να συμμετάσχει η Ελλάδα στη
διαφαινόμενη αναδιοργάνωση της μεταψυχροπολεμικής Ευρώπης.
Ωστόσο, οι θέσεις που είχαν
διαμορφωθεί κατά την προηγούμενη δεκαετία, μέσα στο γνήσια πολιτικό πνεύμα της
Μεταπολίτευσης, σημάδεψαν πολιτικές, αντιλήψεις και στερεότυπα, που συνέχισαν
να επηρεάζουν το δημόσιο διάλογο και τις εκλογικές συμπεριφορές, χωρίς να
περιορίζονται πάντα μέσα στα όρια των κομματικών δυνάμεων που τις εξέπεμψαν. Η
«Ευρώπη» είχε αποτελέσει σημείο αναφοράς για τη νοηματοδότηση κεντρικών ιδεολογικών επιλογών που στόχευαν
να εκφράσουν τις θέσεις και προδιαθέσεις ευρέων κοινωνικών στρωμάτων, αλλά και
να προσδώσουν στα κόμματα της Μεταπολίτευσης ταυτότητα.
Για τη Νέα Δημοκρατία, η «Ευρώπη»
αποτελούσε συνδετικό κρίκο με τις επιτυχίες του παρελθόντος, προσέφερε μία νέα
ανάγνωση στις προτεραιότητες του χθες
και υποσχόταν ασφαλή εκδημοκρατισμό για το αύριο υπό την αιγίδα του
κοινώς αποδεκτού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Για το ΠΑΣΟΚ, σημασία είχε η ρήξη με
το παρελθόν, όχι η συνέχεια. Η εικονοκλαστική ανάλυση της ευρωπαϊκής πολιτικής
υπογράμμιζε την «πρόοδο» χωρίς να απειλεί με κοινωνική ανατροπή και προσέφερε
την προοπτική τομών σε μια κοινωνική πλειοψηφία που ζητούσε ριζικές
μεταρρυθμίσεις πολιτικών και αλλαγές προσώπων, με έμβλημα τον ριζοσπαστικό
Ανδρέα Παπανδρέου.
Η προτεινόμενη εισήγηση στοχεύει
να αναλύσει τις διαφορετικές θέσεις, πολιτικές και εκλογικές στρατηγικές των
δύο κομμάτων ως προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση και την ελληνική ευρωπαϊκή
πολιτική, τις καταβολές και την επιρροή τους στον πολιτικό και ιδεολογικό
στίβο. Το θέμα θα συνδεθεί με την εξέλιξη και μετάλλαξη της «Ευρώπης» ως
πολιτικής και ως ταυτότητας στα
μεταγενέστερα χρόνια, οπότε τα κομματικά όρια έγιναν ρευστά, ενώ ενίοτε
παρατηρήθηκε και αντιμετάθεση ενθουσιασμού και επιφυλάξεων μεταξύ ισχυρών
μερίδων του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας.
Μαρία Νικολοπούλου, Πρωτοπορία
και πολιτική: Η πεζογραφία της Μεταπολίτευσης
Η Μεταπολίτευση σαφώς δεν ήταν
πολιτιστικά ομοιογενής, αλλά η στιγμή της διαπάλης ανάμεσα σε διάφορες τάσεις
που είχαν διαμορφωθεί στη διάρκεια της δικτατορίας ή ήδη από τη «μακρά δεκαετία
του 60». Η παρουσίαση μου θα διερευνήσει από αυτή την οπτική την πεζογραφία της
μεταπολίτευσης με επίκεντρο την πρόσληψη και τη λειτουργία στα πλαίσια της
Μεταπολίτευσης της λογοτεχνικής πρωτοπορίας που είχε διαμορφωθεί στη διάρκεια
της δικτατορίας. Οι νέοι λογοτέχνες που αναδείχθηκαν σε μικρά περιοδικά στη
διάρκεια της δικτατορίας αποτέλεσαν μια «διπλή πρωτοπορία», συνδέοντας την
αισθητική με την πολιτική ρήξη, την κριτική προς το θεσμό της λογοτεχνίας, (την
έννοια της λογοτεχνικότητας, τα είδη και τα μέσα της τέχνης) με την κριτική
προς την πολιτική και την κοινωνία.
Τα κείμενα αυτών των λογοτεχνών
υιοθετούν μια σειρά πρωτοποριακών τεχνικών που βασίζονται στην παράδοση του
υπερρεαλισμού, στα ρεύματα της νέο-πρωτοπορίας (π.χ. οπτική ποίηση,
συγκεκριμένη ποίηση, κολάζ κειμένων, χρήση αποσπασματικού λόγου, εισβολή των
χαμηλών ειδών λόγου, αγγλικών και διαφημιστικών σλόγκαν στα κείμενα). Βασικό
της χαρακτηριστικό είναι η χρήση του ιδιωτικού και του χαμηλού, της μαζικής
κουλτούρας, που γίνεται ένα μέσο κριτικής της καταναλωτικής κοινωνίας που
αρχίζει να διαμορφώνεται. Για τους λογοτέχνες αυτούς το προσωπικό είναι
πολιτικό και βασικό μέσο απόδοσης του είναι ο αποσπασματικός λόγος, που δεν
ελέγχεται από το άτομο, αλλά γίνεται φορέας όλων των κοινωνικών δυναμικών.
Αμέσως μετά την μεταπολίτευση
ορισμένοι λογοτέχνες της πρωτοπορίας αρχίζουν να συνεργάζονται με περιοδικά με
μεγαλύτερη εμβέλεια, φιλοδοξώντας να παρουσιάσουν τις αισθητικές και πολιτικές
τους θέσεις σε ένα ευρύτερο κοινό, θεωρώντας ότι η πολιτική μεταβολή θα σημάνει
μια βαθιά κοινωνική και πολιτιστική μεταβολή και ότι η τέχνη θα ενωθεί με τη
ζωή, όπως το αντιλαμβάνονταν οι ιστορικές πρωτοπορίες. Σε αυτή την προσπάθεια
εντάσσεται η παρουσίαση των λογοτεχνών του αντεργκράουντ από το περιοδικό Σήμα και η συζήτηση περί του κινδύνου
της αφομοίωσης από το κατεστημένο. Η μετάφραση κείμενων σύγχρονων θεωρητικών,
μπητ λογοτεχνών και των μανιφέστων της ιστορικής πρωτοπορίας, συμβάλλει στη
διάχυση της πρωτοποριακής γραφής και στη διαμόρφωση του πολιτικού της
χαρακτήρα.
Ταυτόχρονα με την ανάδυση αυτής
της πρωτοπορίας, υπάρχει η ενίσχυση της πολιτικής και ρεαλιστικής πεζογραφίας,
που είχε διαφανεί ήδη από τη δικτατορία, από τα Δεκαοκτώ κείμενα. Έτσι, η πρόσληψη της πρωτοπορίας παρά τις
φιλοδοξίες τους είναι πολύ περιορισμένη και ο πεζογραφικός λόγος στρέφεται
περισσότερο στις ιστορικές αναφορές, που συχνά αποδίδονται μοντερνιστικές
τεχνικές.
Τελικά η παρουσίαση μου θα
προσπαθήσει να απαντήσει στα επόμενα ερωτήματα: Ποια είναι η σχέση της
λογοτεχνικής πρωτοπορίας με το Πάλι
και τη μακρά δεκαετία του 60;
Ποια αιτήματα καθορίζουν την
κυρίαρχη τάση της πεζογραφίας και της κριτικής στη διάρκεια της δικτατορίας;
Πώς μεταβάλλεται στη μεταπολίτευση; Πώς προσλαμβάνει την πρωτοπορία και πως τη
διαμορφώνει; Γιατί τελικά η πρωτοπορία αυτή παρά τις φιλοδοξίες της μένει στο
περιθώριο; Τι μας δείχνει αυτό για τη σχέση πολιτικής και κουλτούρας στην
περίοδο αυτή;
Νίκος Παπαδογιάννης, Νεανική
Πολιτικοποίηση και «Πολιτισμός» στα πρώτα χρόνια της «Μεταπολίτευσης»
Η πολυδιάστατη κρίση, η οποία
έχει ενσκήψει στην Ελλάδα, έχει συνδυαστεί με την επανερμηνεία της
«Μεταπολίτευσης». Στη δημόσια ιστορία φαίνεται να κυριαρχεί μια τάση
«ηθικοποίησης» της «πολιτικής», που συσχετίζει μονοσήμαντα τη «Μεταπολίτευση»
με την έξαρση της πατρωνείας. Η συγκεκριμένη ανακοίνωση, αντίθετα, επιδιώκει να
αποτυπώσει τον σύνθετο χαρακτήρα της «πολιτικής» στη συγκεκριμένη περίοδο.
Συγκεκριμένα, αναλύει τις ποικίλες εννοιολογήσεις του «πολιτισμού» και της
«πολιτικής» και τις μεταξύ τους διασυνδέσεις στο πλαίσιο της επίσημης γλώσσας,
αλλά και της πρακτικής των πολιτικών οργανώσεων νεολαίας. Η ανακοίνωση καλύπτει
τα πρώτα χρόνια της «Μεταπολίτευσης», από την πτώση της δικτατορίας το 1974
μέχρι την έλευση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ το
1981. Επικεντρώνεται στις αριστερές νεανικές οργανώσεις, οι οποίες υπήρξαν και
οι μαζικότερες στη συγκεκριμένη χρονική διάρκεια.
Στους πρώτους μήνες μετά την
αποκατάσταση της δημοκρατίας μαζικοποιήθηκαν οι κομμουνιστικές και
σοσιαλιστικές νεολαιίστικες οργανώσεις, το σύνολο των οποίων ασχολήθηκε
συστηματικά με την σημασιοδότηση του «πολιτισμού». Βέβαια, ο «πολιτισμός»
αποτέλεσε ταυτόχρονα και πεδίο διαμάχης ανάμεσα σε διαφορετικά μοντέλα
πολιτικοποίησης: ο ορισμός του καθοριζόταν από, αλλά και επηρέαζε όχι μόνο τις
βασικές ιδεολογικές αρχές και το «πλαίσιο μνήμης» των πολιτικοποιημένων νέων,
αλλά και τους τρόπους με τους οποίους αυτοί προσδιόριζαν τις οργανωτικές δομές
και τη λειτουργία των συλλογικών πολιτικών υποκειμένων.
Διερευνώντας τις διάφορες πτυχές
αυτής της αμφίδρομης σχέσης, η ανακοίνωση διαιρεί τα πρώτα χρόνια της Τρίτης
Ελληνικής Δημοκρατίας σε δυο υποπεριόδους: Η πρώτη εκτείνεται από το 1974 μέχρι
το 1977-78. Κατά τη διάρκειά της, οι οργανωμένοι αριστεροί νέοι υιοθέτησαν μια
«διδακτική» προσέγγιση του «πολιτισμού» ως μέσου ενστάλαξης των πολιτικών ιδεών
που υποστήριζαν. Ταυτόχρονα, τον αντιμετώπιζαν μέσα από το πρίσμα διπόλων, όπως
«προοδευτικός»- «αντιδραστικός». Όμως, τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του
`70 συνιστούν τομή για δυο λόγους: καταρχάς, ένα τμήμα της αριστερής νεολαίας, συνομιλώντας
με τάσεις που πρωτοεμφανίστηκαν στα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, όπως το
έργο του Διονύση Σαββόπουλου, αμφισβήτησε ανοικτά αυτές τις κατηγοριοποιήσεις
και αποδέχτηκε την ετερογένεια στο γούστο των μελών της, προσδιορίζοντάς την ως
θετικό στοιχείο. Επιπλέον, στα τέλη της δεκαετίας του `70 το ίδιο τμήμα της
αριστερής νεολαίας εφάρμοσε στην πράξη το αίτημα για την «αυτόνομη» λειτουργία
των «πολιτιστικών συλλογικοτήτων»: πρωτοστάτησε στη συγκρότηση πολιτιστικών
ομάδων, οι οποίες λειτουργούσαν αποκεντρωμένα και, σε αντίθεση με την
υποπερίοδο 1974-77, δεν υπάγονταν στη δικαιοδοσία κάποιου καθοδηγητικού οργάνου
ή Κόμματος.
Η παρούσα εισήγηση επιδιώκει να
τοποθετήσει την εξέταση της «Μεταπολίτευσης» και στο πλαίσιο της τρέχουσας
ιστοριογραφίας για τη συλλογική δράση στην Ευρώπη στη δεκαετία του `70.
Συγκεκριμένα, επιθυμεί να προβληματοποιήσει το επιχείρημα που υιοθετούν πολλοί
ιστορικοί, όπως ο Geoff Eley
και η Ingrid Gilcher-Holtey, ότι στη συγκεκριμένη
περίοδο παρουσιάστηκε κάμψη της συλλογικής δράσης και στροφή στην ιδιώτευση.
Αντίθετα, θα υποστηρίξω ότι η προαναφερθείσα αντιπαράθεση περί «πολιτισμού» δεν
υποδεικνύει μια υποχώρηση της συλλογικής δράσης, αλλά περιέχει απόπειρες
αναμόρφωσής της και πειραματισμών στις σχέσεις «συλλογικής δράσης»-«ατομικότητας»,
ιδίως στην περίοδο ‘77/78-‘80. Θα επιχειρηματολογήσω ότι αυτό δεν αποτελεί
ελληνική εξαίρεση, αλλά παρατηρείται και σε άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης,
όπως η Ιταλία και η Γαλλία, στη δεκαετία του `70.
Κυριάκος Παπανικολάου,
1986/2001: Η αναθεώρηση της πολιτικής
Οι συνταγματικές αναθεωρήσεις
αποκρυσταλλώνουν χαρακτηριστικά πολιτικά αιτήματα των ιστορικών περιόδων τις
οποίες επισφραγίζουν. Η μεταπολιτευτική περίοδος μπορεί να διακριθεί σε
υποπεριόδους, οι οποίες αποτελούν τμήματα της σύγχρονης συνταγματικής ιστορίας
μας καθοριζόμενα σε αναφορά προς συγκεκριμένες αναθεωρητικές πρωτοβουλίες,
τελεσφόρους ή μη. Ιδρυτική πράξη της μεταπολιτευτικής συνταγματικής περιόδου
αποτελεί η εισαγωγή του Συντάγματος του 1975, το οποίο θεωρείται ότι λειτούργησε
ως ασφαλές πλαίσιο της πολιτικής ομαλότητας στη μεταδικτατορική Ελλάδα. Το
αρχικό κείμενο του Συντάγματος αναθεωρήθηκε τρεις φορές (Σύνταγμα του 1975/1986/2001/2008). Η συγκριτική μελέτη των
αναθεωρήσεων του 1986 και του 2001 παρέχει μια προνομιακή οδό κατανόησης των
μετασχηματισμών της πολιτικής κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Το κοινό
στοιχείο των δύο αναθεωρήσεων είναι ότι αυτές ολοκληρώθηκαν σύμφωνα με την
προβλεπόμενη συνταγματική διαδικασία, επιβεβαιώνοντας την αβίαστη υπαγωγή της
διαμόρφωσης των όρων της πολιτικής στους σταθερούς κανόνες ενός αυστηρού
κανονιστικού πλαισίου.
Κατά τα λοιπά, όμως, σημαντικές
διαφορές χωρίζουν τις δύο αναθεωρήσεις, συμπυκνώνοντας ταχείες μεταβολές της
ελληνικής πολιτικής κοινωνίας. Η αναθεώρηση του 1986 ήταν στραμμένη στην εσωτερική κατανομή της πολιτικής
εξουσίας μεταξύ άμεσων οργάνων του κράτους, και ειδικότερα μεταξύ του Προέδρου
της Δημοκρατίας, της Κυβέρνησης και της Βουλής. Η κατάργηση ή μετάθεση των
λεγόμενων «υπερεξουσιών» του Προέδρου είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη του
Πρωθυπουργού σε κεντρικό παράγοντα λειτουργίας του πολιτεύματος. Ο
πρωθυπουργοκεντρισμός, που εδραιώθηκε και κανονιστικά με την αναθεώρηση,
βασίσθηκε στον κατά κανόνα έλεγχο από το ίδιο πρόσωπο της Βουλής και της
Κυβέρνησης σε εκλογικά περιβάλλοντα ευνοϊκά για την αυτοδυναμία αυστηρά
πειθαρχημένων πολιτικών κομμάτων («πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός»),
εξασθενώντας τη δυναμική του κοινοβουλευτικού συστήματος. Η επικέντρωση στην
κατανομή της πολιτικής εξουσίας επισφραγίζει μια περίοδο κατά την οποία η
πολιτική διεκδικεί το όλον της
εξουσίας και το Σύνταγμα μοιραία ρυθμίζει τη διεκδίκηση της πολιτικής εξουσίας. Οι εκλογές, στο παραπάνω
περιβάλλον, αποτελούν το «όλα ή τίποτα» παίγνιο αυτής της διεκδίκησης από τα
πολιτικά κόμματα και εν τέλει από ηγετικά πρόσωπα.
Αυτός ο πολιτικός ορίζοντας της
αναθεώρησης του 1986 είχε ατονήσει σημαντικά το 2001. Η διεκδικητική διάσταση
της πολιτικής έδωσε σε σημαντικό βαθμό τη θέση της σε έναν επιλεκτικό αυτοπεριορισμό της. Το κέντρο βάρους πλέον δεν ήταν η
κατανομή της πολιτικής εξουσίας αλλά η οριοθέτησή της έναντι άλλων παραγόντων
εκτός της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Τα κύρια πολιτικά χαρακτηριστικά της
αναθεώρησης του 2001 ήταν ο συναινετικός
και ο βεβαιωτικός χαρακτήρας της. Η
σοβαρή ανταγωνιστικότητα μεταξύ των μετεχόντων στην αναθεωρητική διαδικασία
πολιτικών κομμάτων έλειψε, καθώς ευρείες συναινέσεις διαμορφώθηκαν. Αυτή η
ομόνοια των πολιτικών παραγόντων της αναθεώρησης ενδεικνύει την εν πολλοίς
κοινή αντίληψή τους για την πολιτική εξουσία και τα όριά της. Αυτή η αντίληψη
υπονοείται από τον βεβαιωτικό χαρακτήρα της αναθεώρησης. Με αυτήν σε μεγάλο
βαθμό επιβεβαιώθηκαν αναβιβαζόμενες στο συνταγματικό επίπεδο ερμηνευτικές
θέσεις της δικαστικής εξουσίας καθώς και ρυθμίσεις ευρωπαϊκής ή διεθνούς
προέλευσης. Η πολιτική εξουσία δηλαδή, κατά τη στιγμή της ύψιστης έκφρασής της,
είτε αποδέχθηκε κάποια όριά της, τα οποία δεν προέκυπταν από το συνταγματικό
κείμενο που χρειάστηκε να αναθεωρηθεί, είτε αναγνώρισε την αναπόφευκτη πλήρωση χώρων του πολιτικού από πηγές εκτός της κοινοβουλευτικής
πλειοψηφίας. Αυτή η στάση συμπληρώνεται με την εκχώρηση ορισμένων πεδίων, έστω και δικαιοκρατούμενων, από την
πολιτική ευθύνη των υπουργών στην αρμοδιότητα ανεξάρτητων αρχών.
Αυτές οι – υπόρρητες έστω –
ομολογίες μιας εκτεταμένης αναθεώρησης συνάδουν με την κύρια αντίληψη της
πολιτικής ως (τεχνοκρατικής) διαχείρισης πόρων
και δεδομένων προς κοινά αποδεκτούς σκοπούς εθνικής ή ήσσονος εμβέλειας, η
οποία φαίνεται να επικρατεί τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90.
Αυτή η αντίληψη βασίζεται σε μια προϊούσα εκνομίκευση
και πάντως εξαντικειμενίκευση της
πολιτικής, η οποία είναι απόρροια σημαντικών ιστορικών επιλογών της
μεταπολίτευσης. Μεταξύ αυτών διακρίνουμε ενδεικτικά δύο: (α) Τον τρόπο
συμμετοχής στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία
γίνεται κατά κανόνα αντιληπτή ως ένα αμετάθετο και αδιάλλακτο σε πολιτικές
επιλογές όριο, που δεν εξαρτάται από εμάς. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακόμη και όταν
οι οδηγίες αποτελούσαν το κύριο νομοθετικό μέσο της Κοινότητας, οι ελληνικές
αρχές σπάνια αξιοποίησαν τα εξ ορισμού περιθώρια προσαρμογής· (β) Η επικράτηση
για μεγάλες περιόδους ενός καταγγελτικού λόγου περί παρανομιών των πολιτικών
αντιπάλων αντί ενός μαχητικού λόγου πολιτικών επιχειρημάτων. Αποκορύφωμα αυτής
της στάσης ήταν η επικέντρωση της πολιτικής ζωής, για μεγάλο διάστημα, σε
σχετικές ποινικές διαδικασίες.
Ο Νόμος, αντί για όρο και όριο
της πολιτικής, έχει σε σημαντικό βαθμό καταστεί υποκατάστατό της. Δεν είναι
τυχαία η πληθωρική προσφυγή στο Σύνταγμα για την ανεύρεση απαντήσεων επί
ζητημάτων που θα μπορούσαν να αποτελούν αντικείμενο πολιτικού διαλόγου και
αντιπαράθεσης και η επανειλημμένη αναφορά στην ανάγκη νέων αναθεωρητικών
πρωτοβουλιών. Η πολιτική, όμως, δεν μπορεί πλέον να υποχωρεί στους καιρούς που
οι «αντικειμενικότητες» (οικονομία, Ευρώπη) δοκιμάζονται.
Νίκος Σερντεδάκις, Συνέχειες και ασυνέχειες στους
«ρυθμούς της συλλογικής δράσης» κατά τη μετάβαση από την «καχεκτική δημοκρατία»
στη μεταπολίτευση
Στο πλαίσιο της προτεινόμενης
εισήγησης θα επιχειρηθεί η συγκριτική ανάλυση της συλλογικής δράσης που
αναπτύσσεται σε τρεις διακριτές περιόδους: τις δύο πρώτες μετεμφυλιακές
δεκαετίες, τη δικτατορία και τις απαρχές της μεταπολίτευσης, με στόχο την
κατάδειξη των συνεχειών και των ασυνεχειών της. Για τις ανάγκες τούτης της
συγκριτικής προσέγγισης θα αξιοποιηθεί η προσέγγιση του Charles Tilly σχετικά με τους
«ρυθμούς της συλλογικής δράσης» και τους μετασχηματισμούς που προκύπτουν από
τις αλλαγές που καταγράφονται στο πολιτικό σύστημα, την οικονομία και την
ευρύτερη πολιτική κουλτούρα.
Ειδικότερα έμφαση θα δοθεί στα
δεδομένα ερευνών που αποτυπώνουν τα γεγονότα διαμαρτυρία στις τρεις παραπάνω
διακριτές περιόδους: α) τη δειλή ανάπτυξη των αγώνων για το Κυπριακό ζήτημα
κατά τη δεκαετία του ’50 ως μια ανεκτή από το καθεστώς διαμαρτυρία που
διαμορφώνει το έδαφος για την ανασυγκρότηση της αριστεράς ως δύναμης
ανταγωνιστικής στο προνομιακό πεδίο της «εθνικοφροσύνης», β) τις απαρχές και
την κορύφωση του φοιτητικού κινήματος στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ως
αφετηριακού κινήματος που διαμορφώνει τους όρους για την γενίκευση ευρύτερων
διεκδικήσεων για τον εκδημοκρατισμό της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής
συνδυαστικά προς τη συγκρότησης της νεολαίας ως ιδιαίτερης κοινωνικής
κατηγορίας που υιοθετεί διακριτά στυλ ζωής από τα τέλη της δεκαετίας του ’50
και εξής, γ) τη δυναμική αντίσταση κατά τη δικτατορία και το αντιδικτατορικό
φοιτητικό κίνημα, και τέλος δ) τη συλλογική δράση στα πρώτα χρόνια της
μεταπολίτευσης.
Η ανάλυση των μορφών της
συλλογικής δράσης που αναπτύσσονται στις παραπάνω διαφορετικές συγκυρίες, ο
εντοπισμός των φορέων της συλλογικής δράσης, η συζήτηση των μορφών της
δυσαρέσκειας που βρίσκουν χώρο για να εκφραστούν ή όχι, τα αιτήματα που
διατυπώνονται και η έκβαση των γεγονότων διαμαρτυρίας θα επιχειρηθεί να
αναλυθούν διαλεκτικά προς τις μεταβολές στο πεδίο των πολιτικών ευκαιριών, τις
εγχώριες αλλά και τις διεθνείς εξελίξεις, όπως επίσης και προς τα
χαρακτηριστικά των κοινωνικών ομάδων και των κοινωνικών κατηγοριών που
εμπλέκονται στις διαδικασίες της συγκρουσιακής πολιτικής. Αντλώντας από τα
ευρήματα των μελετών που εστιάζονται στα γεγονότα διαμαρτυρίας θα υποστηριχθεί
ότι στη μέση διάρκεια των τριάντα περίπου ετών θεμελιακή είναι στην Ελλάδα η
ανάδειξη μιας νέας διαιρετικής τομής που διαμορφώνεται γύρω από τα ζητήματα της
δημοκρατίας, των κοινωνικών και πολιτικών ελευθεριών. Μια διαιρετική τομή που
τροφοδοτείται από αλλά και ανατροφοδοτεί τη συλλογική δράση, γύρω από την οποία
ίσως διαμορφώνονται οι θεμελιακοί μύθοι, οι αφηγήσεις, οι αναπαραστάσεις και οι
πρακτικές ολόκληρης της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Σεραφείμ
Σεφεριάδης, «Μεταπολίτευση»,
συλλογικές δράσεις και η πολιτική των συνδηλώσεων
Ανασκοπώντας την
αδήριτη αρνητική τροχιά των συνδηλώσεων του όρου «μεταπολίτευση», η εισήγηση
αυτή επιχειρεί πρώτα να καταγράψει την υφή των ιδεοτυπικών πόλων της πορείας
(τα βασικά χαρακτηριστικά τόσο της «θετικής» όσο και της «αρνητικής» εκδοχής),
και στη συνέχεια να ψαύσει τα πολιτικά-ιδεολογικά τους κίνητρα. Κεντρική
σημασία, προκειμένου γι αυτό, αποδίδεται στο ρόλο που διαδραμάτισαν (και
διαδραματίζουν) στα αντίστοιχα αφηγήματα οι συλλογικές διεκδικητικές δράσεις.
Ενώ η «μεταπολίτευση» ως ειρηνική και αναίμακτη «αποκατάσταση της δημοκρατίας»
υπερθεμάτιζε τα ποιοτικά στοιχεία ενός «ελληνικού θαύματος» από τα πάνω
εκτοπίζοντας σχεδόν πλήρως από τον αναλυτικό της καμβά την επίδραση των
κοινωνικών αγώνων που προηγήθηκαν αλλά και επακολούθησαν την καθεστωτική
αλλαγή, η «μεταπολίτευση» ως μήτρα κοινωνικοοικονομικής και θεσμικής
κακοδαιμονίας προβαίνει στη σύζευξη κοινωνικών αγώνων και πολιτικής διαφθοράς.
Αμφότερες οι αποδόσεις ελέγχονται ως γνωστικά στατικές, πραγματολογικά
ανακριβείς και αξιακά υποβολιμαίες, με κεντρικό στόχο τον περιορισμό και/ή τη
δραστική συρρίκνωση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Μαριλένα Σημίτη, Πολιτική
Κρίση και Εναλλακτικές Μορφές Πολιτικής Συμμετοχής
Χάγκεν Φλάισερ, Μνήμες,
χρέη και αμνησία της Κατοχής ως σταθερές των γερμανοελληνικών σχέσεων,
1974-1995
Το Σύμφωνο του Λονδίνου για τα εξωτερικά χρέη της Γερμανίας (1953), η Λεξ
Μέρτεν του 1959, και γενικότερα η καθοριστική επιρροή των κοινών
ελληνο-γερμανικών συμφερόντων, οχυρωμένων στα ψυχροπολεμικά χαρακώματα της
δυτικής συμμαχίας, είχαν εξοβελίσει το ενοχλητικό πολεμικό παρελθόν στο
περιθώριο της διμερούς πολιτικής και της επίσημης μνήμης. Η ανακοίνωση εξετάζει
αν και πόσο αυτό το «σταθερό» σκηνικό επηρεάστηκε με τις δύο –σε αυτό το context- βαθιές τομές που ακολούθησαν τη
Μεταπολίτευση: πρώτον η εγχώρια «εκδοτική άνοιξη» μαζί με τη
φιλελευθεροποίηση της ιστορικής έρευνας και –μιάμιση δεκαετία αργότερα- η
πλήρης ανατροπή των γεωπολιτικών συσχετισμών εξαιτίας της γερμανικής
ενοποίησης. Το εγχείρημα βασίζεται και σε προσωπικές εμπειρίες, μιας που οι
πρωτογενείς πήγες της περιόδου στο μεγαλύτερο βαθμό ακόμα δεν είναι προσιτές.
Μάγδα
Φυτιλή, Μνήμες του ’40 στον πολιτικό
λόγο των κομμάτων την δεκαετία του ’80
Η παρούσα ανακοίνωση βασίζεται στην υπόθεση
ότι η μνήμη της δεκαετίας του ’40 άσκησε καθοριστική επίδραση στην συγκρότηση
της ελληνικής κοινωνίας στη Μεταπολίτευση. Η διερεύνηση μιας τέτοιας υπόθεσης
θα μας επιτρέψει να αντιληφθούμε τις πολιτικές και κοινωνικές συνιστώσες που
συνθέτουν αυτό που αποκαλούμε σήμερα Μεταπολίτευση. Θα μας επιτρέψει επίσης να
σκιαγραφήσουμε εικόνες πιο σύνθετες και με περισσότερες αποχρώσεις από την
απλοϊκή κατάταξη που συνήθως προβάλλεται, ότι δηλαδή έως το ’74 επικρατούσε η
Δεξιά μνήμη και έκτοτε η Αριστερή μνήμη.
Πιο
συγκεκριμένα στα πλαίσια της ανακοίνωσης αυτής θα εξεταστούν οι αναφορές των
πολιτικών κομμάτων σε τέσσερις σημαντικές επετείους της δεκαετίας του ‘40 που
ταυτόχρονα αποτελούν και τέσσερις μνημονικούς τόπους, θέατρα μνήμης: 1ον του Γράμμου,
δηλαδή την στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ στον Εμφύλιο, στις 29 Αυγούστου του 1949, 2ον
του Μελιγαλά, δηλαδή τις μάχες που έλαβαν χώρα μεταξύ 13 και 15 Σεπτεμβρίου του
1944 κατά την διάρκεια της Κατοχής, 3ον του Γοργοπόταμου, δηλαδή την
κορυφαία πράξη Αντίστασης με την ανατίναξη της γέφυρας στις 25 Νοεμβρίου του
1942 και 4ον μέσω του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, η μάχη
των Αθηνών, η οποία ξεκίνησε στις 3 Δεκεμβρίου του 1944 (ως τις 11/01/1945).
Ο
πολιτικός λόγος των κομμάτων εξετάζεται μέσω του έντυπου τύπου κατά τα έτη
1982, 1985 και 1989. Καθώς ο τύπος στην Ελλάδα, κατά την περίοδο της
Μεταπολίτευσης, υιοθετεί σε σημαντικό βαθμό τη κομματική λογική, αναπαράγοντας
τις πολώσεις και λειτουργώντας ουσιαστικά ως αναμεταδότης των κυρίαρχων
κομματικών σχηματισμών (Δεξιά, Κέντρο και Αριστερά), μελετήθηκαν έξι εφημερίδες
εκ περιτροπής: η Ακρόπολη, η Αυγή, Το Βήμα, η Ελευθεροτυπία,
ο Ελεύθερος Τύπος, η Καθημερινή, Τα Νέα και ο Ριζοσπάστης.
Μέσα
από την ανάλυση του πολιτικού λόγου των κομμάτων για τα τέσσερα ιστορικά
συμβάντα του ’40 προκύπτουν διαφορετικές εκδοχές του παρελθόντος οι οποίες
σχετίζονται άμεσα με την ιστορία και την ιδεολογική ταυτότητα του κάθε
πολιτικού σχηματισμού. Η πολλαπλότητα των αναπαραστάσεων για το ίδιο ιστορικό
συμβάν στο εσωτερικό της ίδιας εθνικής ομάδας αναδεικνύει τη σχέση της μνήμης
με την πολιτική ταυτότητα των υποκειμένων. Στο πλαίσιο αυτό, θα
υποστηρίξουμε πως η έντονη πόλωση της δεκαετίας του ’80 δεν προήλθε αποκλειστικά
από τις επιμέρους διαφορές στην άσκηση πολιτικής αλλά ήταν και το αποτέλεσμα
ξεχωριστών και ιστορικά διαμορφωμένων πολιτικών ταυτοτήτων, των οποίων οι
βάσεις δημιουργίας είχαν τεθεί ήδη από τον Εμφύλιο. Οι ταυτότητες αυτές
αντανακλούσαν διαφοροποιημένες προσεγγίσεις ή ακόμη διαφορετικά συστήματα
σκέψης και ανάλυσης αναφορικά με την κοινωνική δικαιοσύνη και δημοκρατία.
Οδεύοντας προς το το τέλος της
δεκαετίας του ’80 παρατηρείται μια εξασθένηση των αναφορών στην δεκετία του ’40
που προμηνύει ένα αίτημα «εθνικής
συμφιλίωσης» και υπέρβασης των διαχωριστικών γραμμών. Στα πλαίσια αυτά
θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τους λόγους καθώς και τις συνέπειες αυτής της
μετάβασης, που οδήγησαν σε ένα μοντέλο συναινετικής και διαχειριστικής πολιτικης που κινείται εντός
προδιαγεγραμμένων ορίων και αποκηρύσσει τις θεμελιώδεις αντιπαραθέσεις.
Έλενα Χαμαλίδη, Τέχνη και
Ζωή: Πρωτοπορία και ‘Χαμηλή Κουλτούρα’
από τα μέσα του 1960 ως τις αρχές του 1980
Το παράδειγμα του μετασχηματισμού
του πρωτοποριακού αιτήματος για την ‘συγχώνευση της τέχνης με τη ζωή’ στην
ελληνική σύγχρονη τέχνη, προσφέρεται για την εξέταση συνεχειών και ασυνεχειών
στη σχέση της υψηλής κουλτούρας (πρωτοπορία) με τη χαμηλή (ποπ, αντικουλτούρα, underground), από το α’ μισό
της δεκαετίας του 1960 ως τη Μεταπολίτευση (β’ μισό του 1970).
Το ενδιαφέρον για τη σχέση της
τέχνης με τη ζωή συνιστά βασική ειδοποιό διαφορά της πρωτοπορίας από το
μοντερνισμό. Στην Ελλάδα, τη δεκαετία του 1930 –με εξαίρεση τoν υπερρεαλισμό– ο εθνικός μοντερνισμός
αντιστάθηκε στις καλλιτεχνικές πρωτοπορίες. Έτσι, στη χώρα μας, αναδύεται για
πρώτη φορά τέχνη με πρωτοποριακά χαρακτηριστικά κατά τη δεκαετία του 1960,
οπότε και επανεξετάζονται δύο, κυρίως, “ιστορικές πρωτοπορίες”, το Νταντά και ο
υπερρεαλισμός.
Η εμφάνιση της υβριδικής αυτής
καλλιτεχνικής πρωτοπορίας στη χώρα μας πριν από τη δικτατορία εκφράζει έναν
χώρο ανάμεσα στους πόλους αισθητικών και ιδεολογικών κανόνων: των αισθητικών
‘κανόνων’ του μοντερνισμού (του ακόμη κυρίαρχου Μεσοπολεμικού, και της
Μεταπολεμικής Αφαίρεσης (1955-1965) από τη μία, και του Σοσιαλιστικού Ρεαλισμού
από την άλλη. Παράλληλα, ο χώρος αυτός είναι ο νέος ιδεολογικός χώρος που
διαμορφώνεται από τη διαδικασία αποσταλινοποίησης της Αριστεράς. Αυτός ο χώρος
καταλαμβάνεται από την υβριδική πρωτοπορία, η οποία εισάγει θραύσματα της
πραγματικότητας μέσω στοιχείων ποπ ή αντικουλτούρας.
Και αυτός ο χώρος, όμως, δεν
είναι ομοιογενής, όσον αφορά τα καλλιτεχνικά μέσα και τις πρακτικές, αλλά και
τη σχέση της τέχνης με την πολιτική.
Κατά τη δεκαετία του 1960, πριν
από τη δικτατορία, το περιοδικό Πάλι,
που ζητά να συμφιλιώσει τον υπερρεαλισμό με τo Beat, συνιστά σημαντικό πόλο συγκέντρωσης καλλιτεχνών διάφορων
γενεών.
Τη δεκαετία του 1970, ο τρόπος
προσέγγισης του υπερρεαλισμού από το Πάλι,
τα μέσα που προτείνει (υπερρεαλιστικό κολλάζ), και η αποκάλυψη μιας άλλης
πλευράς της Αμερικανικής κουλτούρας, επιδρά σε ευρύτερους κύκλους μέσω των
περιοδικών (Kouros, Panderma, Τραμ, Σήμα). Ταυτόχρονα η αισθητική αυτή
ριζοσπαστικοποιείται στους χώρους των αναρχικών και Καστοριαδικών.
Παράλληλα, από τα μέσα του 1960, αλλά κυρίως τη δεκαετία του 1970 ένα
άλλο μέρος καλλιτεχνών και ομάδων που πρόσκεινται στην Αριστερά, αντιμετωπίζει
την ποπ κουλτούρα ως καταναλωτική κουλτούρα, και χρησιμοποιεί άλλες στρατηγικές
(π.χ. Ντανταϊστικές) ή μέσα, για να της ασκήσει κριτική, που σε μερικές
περιπτώσεις συνδυάζει με το Ρεαλισμό.
Τέλος, στο παράδειγμα κάποιων από
αυτούς τους καλλιτέχνες, παράλληλα, γίνεται ένα ακόμη βήμα, αν και σε περιορισμένη
κλίμακα: η κριτική στους θεσμούς και την αγορά της τέχνης, κυρίως μέσα από την
πρακτική της έκθεσης σε μη εμπορικούς χώρους.
Aπό το 1981 επέρχεται η ‘θεσμοποίηση’
μεγάλου μέρους αυτού του χώρου με τα πιο ξεκάθαρα πολιτικά μηνύματα και το
ρεαλιστικό ύφος, όχι από την αδύναμη αγορά ή το ανύπαρκτο μουσείο, αλλά από το
πανεπιστήμιο. Οι φορείς των ριζοσπαστικών ιδεών του 1970, πολλοί από αυτούς
φοιτητές των πρώτων, θα συνεχίσουν να έχουν ως σημεία αναφοράς τους το Νταντά
και τον Υπερρεαλισμό, τα οποία όμως θα συγχωνεύουν με τις αναδυόμενες τη
δεκαετία του 1980 υποκουλτούρες.
Δημήτρης Χριστόπουλος, Είναι το Σύνταγμα είναι «ένα σύνολο υποχρεωτικών κανόνων» ή δεν «είναι τίποτε»; Σκέψεις για την εξέλιξη των εγγυητικών
θεσμών από το 1974 ως σήμερα
Εξαιτίας της ταραγμένης
πολιτειακής ιστορίας μείζονος τμήματος του 20ου αιώνα, ο ελληνικός
συνταγματισμός με προμετωπίδα το έργο του Αριστόβουλου Μάνεση (Αι Εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος)
απέδωσε μείζονα έμφαση στις λεγόμενες εγγυητικές λειτουργίες του Συντάγματος. Με μια κουβέντα, "το Σύνταγμα είναι ένα
σύνολο υποχρεωτικών κανόνων, αλλιώς δεν είναι τίποτε". Οι βασικές ιδεολογικές και
μεθοδολογικές συντεταγμένες της αφετηρίας μιας αφήγησης της εξέλιξης αυτών
εγγυητικών θεσμών από τη μεταπολίτευση ως τις μέρες μας είναι, με την παραπάνω
έννοια, ο νομικός θετικισμός και ο πολιτικός φιλελευθερισμός. Από αυτήν την
αφετηρία που κυριαρχεί στις πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο – με κάποιους
τριγμούς ως την συνταγματική αναθεώρηση του 2001 – η βασική πορεία των εγγυητικών
θεσμών είναι μια πορεία με χαρακτηριστικά ποιοτικής εδραίωσης και ποσοτικής
διεύρυνσης.
Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (Ι)
είναι το αυτονόητο βάθρο της εξέλιξης αυτής διότι δίχως αποτελεσματική
δικαστική προστασία καταργείται η ίδια η έννοια των εγγυητικών λειτουργιών. Η
διεθνοποίηση των μηχανισμών προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και
ελευθεριών (ΙΙ) είναι το δεύτερο στάδιο αυτής της διαδικασίας που εγγράφεται
κυρίως μέσω της αναγνώρισης του δικαιώματος της ατομικής προσφυγής στο
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου το 1981 αλλά και την άμεση
εκτελεστότητα των σχετικών αποφάσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης το
οποίο σταδιακά στη δεκαετία του ’90 συγκροτεί νομολογιακή ύλη στο πεδίο των
εγγυήσεων. Το τρίτο στάδιο αυτής της εξέλιξης είναι η συγκρότηση των
ανεξαρτήτων αρχών με εγγυητική
αρμοδιότητα (ΙΙΙ) ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης της μετάβασης προς ένα
εδραιωμένο κράτος δικαίου με εμβληματική μάλλον στιγμή την ίδρυση του Συνηγόρου
του Πολίτη το 1997 σε ένα πολλά υποσχόμενο εκσυγχρονιστικό περιβάλλον. Το οποίο
για πρώτη φορά νιώθει ασφαλές ώστε να δώσει τη δυνατότητα σε εξωδικαστικούς
θεσμούς να συμβάλουν στην προστασία των ατομικών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Το
τέταρτο και τελευταίο στάδιο του θεσμικού success story της
μεταπολίτευσης είναι η αναγνώριση ενός ζωτικού χώρου προστασίας και
επαγρύπνησης για τη θωράκιση των δικαιωμάτων στη λεγόμενη «κοινωνία των
πολιτών» (ΙV).
Οργανώσεις και φορείς οι οποίοι μέχρι πρόσφατα δεν είχαν θέση στο δημόσιο χώρο
ούτε πρόσβαση στο δημόσιο λόγο απέκτησαν σταδιακά προνομιακές επαφές με την
εκτελεστική εξουσία, η οποία στο όνομα πολλαπλών και ετερόκλητων σκοπιμοτήτων
ολοένα και περισσότερο αφήνει πεδίο δράσεις και παραχωρεί κονδύλια στις ΜΚΟ,
ακολουθώντας εξάλλου και την αντίστοιχη τάση στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Το αφήγημα αυτό αρχίζει να
εμφανίζει σαφείς ρωγμές ήδη από την αρχή της πρώτης δεκαετίας του 21ου
αιώνα καθώς και τα τέσσερα προηγούμενα πεδία εγγυητικής αρμοδιότητας (η
δικαστική εξουσία, το διεθνές δίκαιο, οι ανεξάρτητες αρχές και οι ΜΚΟ) σταδιακά
παρουσιάζουν συμπτώματα θεσμικού εκφυλισμού: από τα σκάνδαλα του λεγόμενου
«παραδικαστικού» και τις μοναδικές για τα δεδομένα εδραιωμένου κράτος δικαίου
καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, την αναδίπλωση προσδοκιών για τις
περισσότερες ανεξάρτητες αρχές, ως τις ύποπτες δοσοληψίες μη κυβερνητικών
οργανώσεων, το ιδιότυπο institutional trust του εκσυχρονιστικού οράματος της ύστερης μεταπολίτευσης
ραγίζει για τα καλά. Η δημοσιονομική
κρίση και η de facto χρεοκοπία της Ελλάδας από τις αρχές του 2010 ανατρέπει τέλος
κατεστημένες προσλήψεις για τον ρόλο του διεθνούς παράγοντα στην εδραίωση της
προστασίας των δικαιωμάτων. Πλέον – με πρωτοφανή τρόπο – η ΕΕ από μοχλός
θεσμικής διεύρυνσης των εγγυήσεων καθίσταται εργαλείο συρρίκνωσης των
κοινωνικών και συνεπώς του corpus όλων των ατομικών ελευθεριών.
Ο πολιτικός φιλελευθερισμός
ηττάται από τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες επιλογές και ο νομικός θετικισμός
δίνει τη θέση του σε μια ελαστικοποίηση των ερμηνειών των κανόνων δικαίου
υποταγμένη πλήρως στα πραγματικά ή μη διλλήματα των δύσκολων καιρών. Με μια
κουβέντα: αν ο αγώνας της μεταπολίτευσης ήταν να δώσει τη δέουσα απάντηση στη
ρήση του Αβά Sieyes "το Σύνταγμα είναι ένα σύνολο υποχρεωτικών
κανόνων, αλλιώς δεν είναι τίποτε" η συγκυρία της χρεοκοπίας φαίνεται
να δίνει τη δική της απάντηση: «τίποτε».
hi there, it's far very extraordinary and useful net internet web page. keep shaping the excellent characteristic, first rate to find out your shrewd net web website. thank you for nice and Informative submit. this text is actually contains lot more records about This subject depend.
ΑπάντησηΔιαγραφή