(Παρέμβαση στην ημερίδα για τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, του περιοδικού Ιστορείν, Αθήνα 13.XI.2010)
Η συζήτησή για το παρελθόν, το παρόν και
το μέλλον των ανθρωπιστικών και κοινωνικών
επιστημών αποτελεί μόνιμο πυρήνα
προβληματισμού για την εκδοτική και
επιστημονική ομάδα του περιοδικού
Ιστορείν. Μέσα από τις ποικίλες
δραστηριότητες (συνέδρια, εκδόσεις,
ημερίδες προβληματισμού) αλλά και την
έρευνα, τις δημοσιεύσεις, τις επιστημονικές
συνεργασίες που έχουμε επιχειρήσει και
επιχειρούμε, έχουμε συλλογικά και
ατομικά στοχεύσει στην ανανέωση του
τρόπου με τον οποίο μελετάμε και
διδάσκουμε τις ανθρώπινες κοινωνίες
στις ποικίλες χρονικότητές τους. Η
ενεργή συμμετοχή σε διαδικασίες
συγκρότησης και αναδιοργάνωσης
προγραμμάτων σπουδών σε διάφορα ΑΕΙ
της χώρας, η εμβάθυνση της εφαρμοσμένης
διεπιστημονικότητας στο πλαίσιο
συνεργασιών μεταξύ ερευνητικών ομάδων,
η ανάδειξη των πεπερασμένων και πάντως
ιστορικά καθορισμένων ορίων των
επιστημονικών πειθαρχιών και της ανάγκης
υπέρβασης τους με στόχο να μελετηθούν
σύνθετες διαδικασίες και φαινόμενα, η
επένδυση στην εμβάθυνση ενός θεωρητικού
λόγου που ενθαρρύνει τον αναστοχασμό
σχετικά με το αντικείμενο, τα εργαλεία
και τις έννοιες που δίνουν σχήμα και
περιεχόμενο στις ερευνητικές αναζητήσεις,
η έμφαση σε καινοτόμα πεδία έρευνας, η
ανάδειξη της ιστορικής κουλτούρας ως
πεδίου επικοινωνίας, επαφής, ζύμωσης
και οσμώσεων μεταξύ ιστορικής γνώσης,
συγχρονίας και των ποικίλων πολιτικών
του εαυτού και της ετερότητας, η
καλλιέργεια των διεθνικών πρακτικών
έρευνας και διδασκαλίας, η δημιουργία
δικτύων—συχνά μη-θεσμικού
χαρακτήρα—επικοινωνίας με αντίστοιχους
διανοητικούς κύκλους σε εθνικό και
διεθνές επίπεδο ... όλες οι παραπάνω
δραστηριότητες έχουν αποτελέσει κεντρικό
αντικείμενο προβληματισμού, ενεργοποίησης,
συλλογικής εργασίας τόσο για την
επιστημονική μας ομάδα όσο και για
πολλούς άλλους συνομιλητές μας από
ποικίλους χώρους, χώρες, πεδία και
συσσωματώσεις.
Σήμερα, λοιπόν, καλούμαστε όχι να
ξεκινήσουμε, όπως συχνά ακούγεται αυτές
τις ημέρες, ένα διάλογο για τους
μετασχηματισμούς και την αλλαγή των
επιστημονικών μας πεδίων αλλά και του
θεσμικού πλαισίου της ανώτατης
εκπαίδευσης, αλλά να συνεχίσουμε αυτό
το διάλογο, πιθανώς να επανατοποθετηθούμε,
να αναστοχαστούμε με βάση την εμπειρία
που έχουμε αποκτήσει και σύμφωνα πάντα
με την ωρίμανση των επιστημολογικών
προβληματισμών που έχουν διαμορφωθεί
κατά τις τελευταίες δύο τουλάχιστον
δεκαετίες.
Οι συνθήκες της σημερινής συζήτησης
είναι ιδιαίτερες για πολλούς λόγους.
Οι μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες της
σημερινής πολιτικής ηγεσίας συνδιαμορφώνουν
την ιδιαιτερότητα των συνθηκών, μαζί
με άλλους παράγοντες που αφορούν τόσο
το εθνικό αλλά κυρίως το διεθνές
οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο.
Δεν θέλω σε καμία περίπτωση να υποβαθμίσω
ή να υποτιμήσω τη σημαντικότητα των
μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών της
πολιτικής ηγεσίας της χώρας μας.
Σκέπτομαι, όμως, ότι οι αλλαγές στο τοπίο
τόσο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης
γενικότερα όσο και των κοινωνικών και
ανθρωπιστικών επιστημών ειδικότερα
είναι σε εξέλιξη με ιδιαίτερη ένταση
κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, όπως
επίσης και ο προβληματισμός, η
δραστηριοποίηση και οι πρακτικές
αναδιοργάνωσης των πεδίων από την πλευρά
των επιστημόνων, ερευνητών και δασκάλων
που τα υπηρετούν. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες
έρχονται να παρέμβουν σε αυτή τη
διαδικασία μετασχηματισμών είτε
ενισχύοντας τις μεταρρυθμιστικές
διαδικασίες είτε λειτουργώντας ως
τροχοπέδη.
Τα προβλήματα και τα ζητήματα είναι
πολλά. Οι ομιλητές και οι ομιλήτριες θα
θέσουν κάποια από αυτά που θεωρούν τα
σημαντικότερα, αναδεικνύοντας πώς
διαχρονικά προβλήματα επικαιροποιούνται
στις σύγχρονες συνθήκες.
Τα προβλήματα και τα ζητήματα δεν αφορούν
σε καμία περίπτωση μόνο την Ελλάδα και
σίγουρα δε πρέπει να τα δούμε ως μέρος
της λεγόμενης “παθολογίας” των ελληνικών
ΑΕΙ, καθώς τα σημερινά διακυβεύματα
απορρέουν από πολύ ευρύτερους
ιστορικό-κοινωνικούς μετασχηματισμούς
στο διεθνές περιβάλλον. Το πεδίο, αλλά
και ο ρόλος της ανώτατης εκπαίδευσης
στις δυτικές κοινωνίες έχει ριζικά
μετασχηματιστεί από τη δεκαετία του
1990 και μετά, γεγονός που εκτός των άλλων
μας δίνει τη δυνατότητα της θέασης ενός
πεδίου που καταγράφεται σήμερα και
βιβλιογραφικά.
Στην προσπάθεια να ξανασκεφτούμε
δημιουργικά τις θέσεις, απόψεις, την
παρελθούσα εμπειρία, αλλά τις προσδοκίες
μας για τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές
επιστήμες καλέσαμε στη σημερινή μας
συζήτηση συναδέλφους από την Ελλάδα
και το εξωτερικό για να μοιραστούν μαζί
μας τις σκέψεις, τις ανησυχίες και τις
απόψεις τους αναφορικά με τη διεκδίκηση
μέλλοντος των επιστημονικών μας πεδίων.
Η διεκδίκηση μέλλοντος για τις
ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες
περιλαμβάνει δύο (μεταξύ άλλων)
αποφασιστικές αναμετρήσεις:
Α.
Μαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης
χωρίς αναγκαστική, όπως προβάλλεται
σήμερα, υποβάθμιση των σπουδών στο
δημόσιο πανεπιστήμιο, κεντρικό
χαρακτηριστικό της οποίας αποτελεί και
η ελαστικοποίηση τόσο των εργασιακών
σχέσεων που αφορούν το διδακτικό και
ερευνητικό προσωπικό, όσο και των
μαθησιακών σχέσεων μεταξύ εκπαιδευτών
και εκπαιδευόμενων, δασκάλων και
φοιτητών. Αν αποτέλεσμα ή συνακόλουθο
της μαζικοποίησης, είναι η υποχρηματοδότηση
της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης τότε
βρισκόμαστε ήδη στη φάση της μετάβασης
“από το πανεπιστήμιο της κοινωνικής
πρόνοιας” στο “πανεπιστήμιο της
εταιρικής πρόνοιας”.
Μπορεί το νέο μαζικό πανεπιστήμιο να
παραμείνει και δημόσιο και
καινοτόμο/παραγωγικό;
Μπορεί
το πανεπιστήμιο αφενός να παρέχει μαζική
πρόσβαση στη γνώση και την εξειδίκευση
και αφετέρου να παράγει καινοτομία και
να καλλιεργεί τη δημιουργικότητα;
Μπορεί, με όρους, και αυτούς καλούμαστε
σήμερα να εντοπίσουμε. Όπως είχε αναφέρει
ο αμερικανός κοινωνιολόγος της εργασίας
Stanley Aronowitz,
προϋπόθεση για να επιτελέσει τον
πολύπλοκο ρόλο του το πανεπιστήμιο
(μαζικοποίηση και καινοτομία) είναι ότι
η δουλειά του πανεπιστημιακού πρέπει
να εξακολουθήσει να είναι μια “καλή
δουλειά”, ‘the last
good job in
America’. Δηλαδή πρέπει να
μπορεί να εξασφαλίζει ανεξαρτησία
(πολιτική, οικονομική, θεσμική), καθώς
και τη δυνατότητα της έρευνας: πανεπιστήμιο
και πανεπιστημιακός δάσκαλος χωρίς
έρευνα δεν νοούνται, διδασκαλία χωρίς
έρευνα στο πανεπιστήμιο δεν μπορεί να
υπάρξει.
Η μαζικοποίηση της ανώτατης εκπαίδευσης—μια
διαδικασία που θα συνεχιστεί εντατικότερα
στα χρόνια που έρχονται—δημιουργεί
πολλές θέσεις εργασίας στο χώρο της
εκπαίδευσης. Αντικείμενο εκπαιδευτικού
οραματισμού και πολιτικής διαπραγμάτευσης
είναι ποια μορφή θα έχουν αυτές οι
θέσεις, τι είδους εκπαιδευτικό και
ερευνητικό δυναμικό θέλουμε να
προσελκύουμε, και πως αυτό συνδέεται
με την ποιότητα της εκπαίδευσης που
παρέχουμε. Το πανεπιστήμιο που θέλουμε
δεν μπορεί να αποτελέσει χώρο ελαστικά
απασχολούμενων δασκάλων που θα
εξειδικεύονται στην παροχή φθηνών και
χαμηλού επιπέδου εκπαιδευτικών υπηρεσιών.
Β.
Η αναμέτρηση της γνώσης με την αγορά ή
αλλιώς “πτυχία με αντίκρισμα”: Αυτή η
αναμέτρηση προϋποθέτει την επικαιροποίηση
του ρόλου των ανθρωπιστικών και κοινωνικών
επιστημών που σε παλαιότερες εποχές
αφορούσε κατά κύριο λόγο αφενός τη
διαμόρφωση συλλογικών συνειδήσεων και
αφετέρου την υποστήριξη των πρακτικών
και των θεσμών κοινωνικής μηχανικής
και άσκησης της εξουσίας.
Θα ήθελα εδώ να θυμίσω εμφατικά, ότι οι
κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες
και τα αντίστοιχα γνωστικά πεδία της
Ανώτατης Εκπαίδευσης ήταν πάντα άμεσα
συνδεδεμένα με την αγορά εργασίας
(εκπαίδευση, πολιτική, επαγγέλματα,
στρατός) (κυρίως βέβαια της εργασίας
των μέσων και ανώτερων κοινωνικών
στρωμάτων). Αυτό που αντιμετωπίζουμε
σήμερα είναι η ανάγκη να ξανά-προσδιορίσουμε
αυτή τη σύνδεση στο πλαίσιο της
μαζικοποίησης των πανεπιστημίων και
των σύγχρονων μορφών και ειδών εργασίας
του ύστερου μεταβιομηχανικού καπιταλισμού.
Για να επαναπροσδιορίσουμε αυτή τη
σύνδεση χρειάζεται να αναγνωρίσουμε
ότι δεν υπάρχει δεδομένη αγορά στις
ανάγκες της οποίας, τάχα, θα πρέπει να
προσαρμόσουμε τα προγράμματα σπουδών.
Ακόμη και αν για ιδεολογικούς λόγους
δεν συμφωνούμε, κάτι τέτοιο θα ήταν
σχετικά εύκολο. Αυτή η σύνδεση δεν μπορεί
να σημαίνει προσαρμογή των επιστημονικών
πεδίων στις “ανάγκες της αγοράς εργασίας”
για λόγους που αφορούν στην πραγματικότητα
την ίδια την αγορά, που δεν είναι μια,
δεν είναι ενιαία, έχει ευμετάβλητες
ανάγκες, αντιμετωπίζει τα δικά της
προβλήματα που σε ένα ορισμένο βαθμό
αφορούν και την ανάγκη διαρκούς ανανέωσης
των παρεχόμενων προϊόντων-υπηρεσιών
και τη δημιουργία σχετικών αναγκών και
επιθυμιών. Αν είμαστε ρεαλιστές, η
ανώτατη εκπαίδευση και η έρευνα θα
πρέπει να θεωρηθούν όχι ως πεδίο που
ανταποκρίνεται και προσαρμόζεται στις
ανάγκες της αγοράς εργασίας, αλλά ως
παράγοντας διαμόρφωσης αυτών των
αναγκών. Η έρευνα και η ανώτατη εκπαίδευση
δεν μπορούν παρά να διαμορφώνουν την
παραγωγή, την εργασία, τις εργασιακές
σχέσεις. Πτυχία με αντίκρισμα είναι
εκείνα που συλλαμβάνουν, σχηματοποιούν
και παράγουν τελικά εξειδικευμένα και
αποδοτικά “επαγγέλματα” και όχι το
αντίστροφο.
Σε αυτό τον τομέα έχουμε πολύ δουλειά
να κάνουμε.
Σε αυτό το επίπεδο θα πρέπει νομίζω να
συζητήσουμε και το ζήτημα της λογοδοσίας.
Αυτό προσμένει και αυτό προσδοκά η
“κοινωνία”, όποια και να είναι αυτή,
από το πανεπιστήμιο και από την πολιτεία.
Να παράγουμε αντίκρισμα με πτυχία!
endiaferon... to erotima omos gia to pou vadizoume paramenei anapantito... kai den nomizo na xreiazetai metafrasi
ΑπάντησηΔιαγραφή