1
Η κριτική της
κριτικής
Από την αρχή της κρίσης αναπτύσσονται
στην Ελλάδα, δύο αφηγήματα. Στο ένα
«φταίνε» οι ξένοι και οι πολιτικοί που
«έκλεψαν». Αποσπασματικό αφήγημα, αλλά
βρίσκει λαϊκό έρεισμα. Το άλλο αφήγημα,
στη λαϊκή του έκδοση, εκφράζεται από το
«τα φάγαμε όλοι μαζί», και καλλιεργεί
μια μαζική αυτό-ενοχοποίηση. Στην
λογιότερη μορφή του λέει ότι η κρίση
οφείλεται σε χρόνιες ελληνικές δομικές
αδυναμίες.
Καταρχάς
κανένα από τα δυο αφηγήματα δεν είναι
αμιγώς ελληνικό. Οι ξένοι που ‘φταίνε’
είναι οι Γερμανοί, και δεν ενοχοποιούνται
μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στις άλλες
ευρωπαϊκές χώρες. Αν στην πρώτη περίοδο
της παγκοσμιοποίησης, προς της κρίσης
του 2007, στηλιτεύονταν οι Αμερικάνοι (ο
Τζορτζ Μπους ήταν ο ιδανικός ‘εχθρός’),
τώρα αιτία του κακού γίνονται οι Γερμανοί.
Αναβιώνει το τραύμα του δευτέρου
παγκοσμίου πολέμου (βλ. προσφυγή στη
Χάγη και την αντίστοιχη συζήτηση που
πυροδότησε) αλλά και η Καγκελάριος
Μέρκελ προσφέρεται για την έκφραση μιας
αρνητικής επιθυμίας ως γυναίκα,
ανατολικογερμανίδα και κόρη πάστορα.
Αλλά το αφήγημα των ανίσχυρων κουμπώνει
με το αφήγημα των ισχυρών. Ο οριενταλιστικός
λόγος ξαναζωντανεύει για την ενδοευρωπαϊκή
περιφέρεια και δεν θα μπορούσε να
εκφραστεί καλύτερα από τη συντομογραφία
PIGS, και την ανάμειξη
ηθικισμού, πολιτικής και δημαγωγίας.
Οι Έλληνες ειδικά και οι Νότιοι γενικά
ζουν «ανήθικα», δηλαδή παραβιάζουν τους
κανόνες της ενάρετης ζωής. Παίρνουν
σύνταξη νωρίς, δεν πληρώνουν φόρους,
ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους. Η
παραβίαση της ηθικής ως αιτία της
οικονομικής χρεωκοπίας συγκροτεί έναν
ισχυρό κανονιστικό λόγο που χαρακτηρίζει
και τα δύο αφηγήματα. Αυτός ο λόγος
εκφράζεται με ιατρικούς όρους. Η φόβος
της «μόλυνσης» της Ευρώπης από την
Ελλάδα, η «υγιής» οικονομία και οι
ανθυγιεινές πρακτικές. Και τα δύο
αφηγήματα αντλούν από το ρεπερτότιο
του αποικιακού και αντιαποικιακού
λόγου, και τα δύο εσωτερικεύουν, το
καθένα με τον τρόπο του το «στίγμα» της
οικονομικής αποτυχίας: Το ένα με την
αυτομαστίγωση, το άλλο αναζητώντας
αποδιοπομπαίους τράγους, σε διεθνείς
συνωμοσίες. Γιατί και τα δυο θέτουν
ζητήματα που αφορούν βασικά ερωτήματα
όπως το ποιοι είμαστε και σε ποιο κόσμο
ζούμε, ποιες αρχές πρέπει να καθορίζουν
τη ζωή μας.
Ας
δούμε τώρα το αφήγημα που εσωτερικεύει
την ενοχή, και το οποίο είναι το ηγεμονικό
στην Ελλάδα. Τι υποστηρίζει; Εκτεταμένο
και σπάταλο κράτος, χαμηλή παραγωγικότητα,
τεράστια φοροδιαφυγή, μαύρη οικονομία,
συντεχνιακά στεγανά, χαριστικές
ρυθμίσεις, γραφειοκρατία, διαφθορά,
αποτελούν όλες εκείνες τις αιτίες των
οποίων η συσσώρευση θα οδηγούσε
αναπόφευκτα στην κρίση γιατί η χώρα
ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της, και
ξόδευε περισσότερα από τα διαθέσιμα
εισοδήματά της. Eκείνο
το οποίο θεωρείται ότι βρίσκεται στις
αιτίες της δημιουργίας ελλειμμάτων,
είναι ο τρόπος με τον οποίο συγκροτήθηκε
το πολιτικό σύστημα μετά την μεταπολίτευση,
με κύριο χαρακτηριστικό την πελατειακότητα,
παραδοσιακού τύπου (ο πολιτικός προς
τους ψηφοφόρους του) ή νέου τύπου (το
κόμμα προς συγκεκριμένες κοινωνικές
ομάδες). Θεωρείται δηλαδή ότι εκεί
οφείλεται η διόγκωση του κρατικού
μηχανισμού, η υπέρμετρη αύξηση των
δημόσιων δαπανών, η αναποτελεσματική
διοίκηση που επιβράδυνε την οικονομική
ανάπτυξη. Για αρκετούς αναλυτές
υπεύθυνη για το καθεστώς αυτό θεωρήθηκε
η Μεταπολίτευση, και η οικονομική κρίση
θεωρήθηκε ως το ελπιζόμενο από καιρό
«τέλος» της, η αρχή μιας Νέας
Μεταπολίτευσης. Δεν είναι λίγοι όσοι
υπερασπίζουν τη σημερινή πολιτική,
υποστηρίζοντας ότι αν δεν μας είχε
επιβληθεί από το ΔΝΤ και το μηχανισμό
στήριξης της ΕΕ, θα έπρεπε να την
εφαρμόσουμε μόνοι μας. Μερικοί μάλιστα
προεκτείνουν αναδρομικά αυτή τη σωστική
χειρονομία, δημιουργώντας ένα μοντέλο
ελληνικής εξέλιξης, σύμφωνα με το οποίο,
ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, η
πρώτη εκφράζει τις αδράνειες, η δεύτερη
τον δυναμισμό. Κάθε φορά που η Ελλάδα
εκτροχιάζεται προσκρούει στις μπάρες
της Ευρώπης και ξαναμπαίνει στην σωστή
ρώτα.
Εδώ
μια παρένθεση: Από την εποχή της εισόδου
στη ζώνη του Ευρώ και έως τους Ολυμπιακούς,
το επικρατούν ερμηνευτικό σχήμα της
ελληνικής ιστορίας ήταν ακριβώς αντίθετο
από το σημερινό: Το ζήτημα τότε ήταν πώς
τα κατάφερε η Ελλάδα να πηδήξει στο
τελευταίο βαγόνι, του τελευταίου τραίνου
την τελευταία στιγμή. Πώς κατάφερε
και από μια χώρα της βαλκανικής περιφέρειας
ξεχώρισε και μπήκε στον εσωτερικό πυρήνα
της Ευρώπης. Αυτά λέγονταν και γράφονταν,
στα ίδια έντυπα, σε μεγάλο βαθμό από
τους ίδιους ανθρώπους πριν δέκα χρόνια.
Τώρα φαίνεται ότι το βαγόνι αποκόπηκε,
από την ατμομηχανή. Είναι πάντως
ενδιαφέρουσα η αιώρηση του λόγου των
Ελλήνων διανοουμένων ανάμεσα στις δυο
αντίθετες εκδοχές της ελληνικής ιστορίας,
μια αισιόδοξη και μια απαισιόδοξη.
Η
κριτική αυτή φαίνεται πειστική κρίνοντας
από την καθημερινή εμπειρία. Ποια είναι
όμως τα επιστημονικά της ερείσματα;
Στην ιστοριογραφία, η κυρίαρχη τάση,
εδώ και δυο δεκαετίες, είναι η συγκριτική
ιστορία. Οι ιστορικοί έχουν αναπτύξει
διάφορες μεθόδους και θεωρίες σύγκρισης,
των οποίων κοινό υπόβαθρο είναι πως οι
εξηγήσεις για τα φαινόμενα τα οποία
μελετούμε πρέπει να είναι αναγώγιμες.
Θεωρώντας δηλαδή ότι οι κοινωνίες δεν
αναπτύσσονται σε απομόνωση, αναζητούν
τις εξηγήσεις τους σε συγκριτικές
πλευρές οι οποίες δεν είναι απλώς
παράλληλες, αλλά διαπλέκονται η μια με
την άλλη. Αναζητούν τις μεταφορές, οι
οποίες μπορεί να είναι ιδέες, τεχνολογίες,
θεσμοί, πολιτισμικά στοιχεία, τα οποία
συγκροτούν φαινόμενα δια-εθνικά.
Χρησιμοποιούν τον όρο transnational
που αναφέρεται σε φαινόμενα τα οποία
διαπερνούν, κατά κάποιο τρόπο, οριζόντια
τις κοινωνίες. Από την άποψη αυτή τα
διάφορα εξηγητικά μοντέλα που βασίζονταν
στην ιδιοπροσωπεία ή στις εθνικές
ιδιομορφίες, έχουν εγκαταλειφθεί από
τους ιστορικούς. Δεν μπορείτε να
εξηγήσετε το φαινόμενο Μπερλουσκόνι
στην Ιταλία με την θεωρία του ανολοκλήρωτου
εκσυγχρονισμού με την οποία ερμηνεύτηκε
η περίοδος από το Risorgimento
έως τον Μουσσολίνι με γκραμσιανούς
όρους. Ούτε να χρησιμοποιήσετε την
θεωρία του Sonderweg για τη
γερμανική ιστορία, από την Μέρκελ, έως
πίσω στον Μπίσμαρκ. Κατ’ αναλογίαν,
είναι δυνατόν να δημιουργηθεί ένα
μοντέλο για την σύγχρονη Ελλάδα όπου
η εξήγηση σύγχρονων φαινομένων όπως η
φοροδιαφυγή αναζητάται στην αμφισβήτηση
της νομιμότητας από τους κλεφταρματωλούς
και τον Μακρυγιάννη;
Η
διχοτόμηση της ιστορίας της ελληνικής
κοινωνίας σε εκσυγχρονιστικές και
αντι-εκσυγχρονιστικές γενεαλογίες ,
όπου από τη μια παρατάσσονται
Καποδίστριας, Τρικούπης, Βενιζέλος,
Κ. Καραμανλής και Σημίτης, και από την
άλλη, υποθέτω, όλοι οι υπόλοιποι, από
τον Θεόδωρο Δηληγιάννης έως τον Ανδρέα
Παπανδρέου και τον Κώστα Καραμανλή-νεότερο,
μπορεί να μας προσφέρει πειστικές
εξηγήσεις για την πορεία στην κρίση;
Στις ιστορικές μελέτες, παρόμοια
διχοτομικά σχήματα έχουν υποστεί κριτική
και έχουν εγκαταλειφθεί από καιρό. Με
τον ίδιο τρόπο σχήματα του τύπου κέντρο
– πρότυπο, περιφέρεια-κεκέκτυπο, παρά
το γεγονός ότι τα οποία έχουν συνυφανθεί
με τον τρόπο που σκεπτόμαστε, θεωρούνται
προβληματικά.
Ας
μην βιαστούμε όμως να πούμε ότι η επιβίωσή
παρόμοιων εξηγητικών σχημάτων σήμερα,
ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα πολιτικών
επιστημόνων που βρίσκονται πολύ κοντά
σε κυβερνητικές επιλογές, βασίζεται σε
ανεπαρκή γνώση των προβληματισμών της
ιστοριογραφίας. Οι εξηγήσεις αυτές
διατυπώνονται σε ένα ρητορικό πλαίσιο,
σε αντιπαράθεση με τις «μεταρρυθμίσεις»
. Φτάσαμε στην κρίση επειδή αυτές τις
αρχαϊκότητες δεν τις αναίρεσαν οι
μεταρρυθμίσεις. Δηλαδή φτάσαμε ως εδώ
ακριβώς γιατί τέτοιου είδους αρχαικότητες
χρειάζονται οι 'μεταρρθυμίσεις’. Με
την έννοια αυτή η πελατειακότητα, μπορεί
να θεωρείται μεν παρωχημένη εξήγηση,
ωστόσο αποκτά ανανεωμένη αξία, ως
νομιμοποιητικό στοιχείο εκείνου που
υποτίθεται ότι θα τις αναιρέσει. Δηλαδή
των «μεταρρυθμίσεων». Αλλά τι είναι οι
μεταρρυθμίσεις; Οι ιστορικοί έχουν μια
αρχή: Αρχή Σοφίας η των λέξεων επίσκεψις.
Κάθε φορά ο όρος αντλούσε ένα διαφορετικό
νόημα από το μοντέλο κοινωνίας στο οποίο
οι μεταρρυθμίσεις θα οδηγούσαν. Στην
συγκεκριμένη περίπτωση ποιο είναι
αυτό; Οι μεταρρυθμίσεις έχουν μπει
στο λεξιλόγιο της πολιτικής επιστήμης
και του δημόσιου λόγου, τόσο στην Ελλάδα,
όσο και στην Ευρώπη, από τη δεκαετία του
1980. Είμαστε όμως σίγουροι όλοι ότι
εννοούμε το ίδιο; Ότι τους αποδίδουμε
το ίδιο περιεχόμενο; Τις μεταρρυθμίσεις
δεν θα πρέπει να τις δούμε γενικά, ως
διορθώσεις ή βελτιώσεις εν γένει, αλλά
ως στοιχεία μιας ολοκληρωμένης πολιτικής
πρότασης η οποία εμπεριέχει και ένα
τρόπο να αντιλαμβάνεται κανείς την
κοινωνία και την οικονομία.
2
Η
δημιουργία πλεονάζουσας ζήτησης
Αν
κοιτάξουμε σήμερα το χάρτη της κρίσης,
βλέπουμε ότι το μεγαλύτερο βάρος της
πέφτει σε μια ζώνη που περιλαμβάνει
Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα
(και εκτός ευρώ) Ρουμανία, Ουγγαρία,
Λετονία. Πρόκειται για μια γεωγραφική
περιφέρεια, με χώρες που είχαν πρόσφατα
πολύ διαφορετική μεταξύ τους ιστορία
και οικονομική πολιτική. Κοινό είναι
το εξωτερικό χρέος, αλλά οι αιτίες
δημιουργίας του ποικίλουν. Σε μερικές
περιπτώσεις προέρχεται από δημόσιες
δαπάνες, σε άλλες από χρέη στον ιδιωτικό
τομέα.
Αλλά τόσο τα
χρέη του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού
τομέα έχουν κάτι κοινό. Ανεξαρτήτως του
τρόπου με τον οποίο δημιουργούνται,
έχουν μια κοινή λειτουργία: είναι πόροι
που αυξάνουν τη ζήτηση. Δεν εξετάζουμε
εδώ την προέλευση τους. Χωρίς αυτούς η
κίνηση της αγοράς θα ήταν μικρότερη.
Επομένως οι πρόσθετοι αυτοί πόροι
ενισχύουν και αυξάνουν τη ζήτηση, πέρα
από τα όρια που θα επέτρεπε η λειτουργία
της αγοράς, χωρίς αυτούς. Είτε το κράτος
δανείζεται από το εξωτερικό για να
πληρώσει περισσότερους υπαλλήλους και
με μεγαλύτερους μισθούς από τον ιδιωτικό
τομέα, είτε οι τράπεζες δανείζονται
και δίνουν με περισσή ευκολία πιστώσεις
και δάνεια, είτε άμεσα είτε μέσω του
πλαστικού χρήματος, είτε με τη χρήση
παραγώγων, το κοινό αποτέλεσμα είναι
ενέσεις ενίσχυσης της ζήτησης στην
αγορά για καινούργια σπίτια, αυτοκίνητα,
υπηρεσίες, καταναλωτικά προϊόντα.
Υπάρχει βεβαίως διαφορά ανάμεσα στην
κατευθυνόμενη κρατική χρηματοδότηση
της οικονομίας και στην ανεξέλεγκτη
ιδιωτική. Κάθε μια εμπεριέχει το αντίδοτο
στην κρίση που δημιουργεί η άλλη, αλλά
και τα σπέρματα της κρίσης. Αλλά αν η
ενίσχυση της ζήτησης θεωρείται μια
τυπικά κεϋνσιανή πολιτική, τότε αυτή η
πολιτική, με ή χωρίς κρατικό σχεδιασμό,
είναι πολύ ευρύτερη, και λειτουργεί
όπως η κορτιζόνη στον οργανισμό. Κορτιζόνη
για την αμερικανική οικονομία, υπήρξε
η επινόηση των χρηματοπιστωτικών
παραγώγων, αλλά και οι ασιατικές
οικονομίες δεν έχουν λιγότερη κορτιζόνη
στο αίμα τους. Στην Κίνα, επειδή ακριβώς
το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει
ντοπάρει στο έπακρο τις επιχειρήσεις,
η ισορροπία του συστήματος οφείλεται
στη συνεχή μεγέθυνση της οικονομίας.
Ενδεχόμενη επιβράδυνση θα προκαλούσε
κατάρρευση και ένα επιστημονικής
φαντασίας ντόμινο στην παγκόσμια
οικονομία.
Αν δούμε τώρα ιστορικά αυτή την πολιτική
ενίσχυσης της ζήτησης, θα διαπιστώσουμε
ότι οι ενέσεις κορτιζόνης άρχισαν μετά
την κρίση του 1929-32 και κυρίως με τις
ανάγκες που δημιούργησε ο πόλεμος. Οι
ενέσεις συνεχίστηκαν και μετά τη λήξη
του πολέμου με την πολιτική της
ανοικοδόμησης των κατεστραμμένων από
τον πόλεμο χωρών, καθώς και από τους
διαδοχικούς εξοπλισμούς της εποχής του
ψυχρού πολέμου. Συνεχίστηκαν όπως είπαμε
με την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού
τομέα και με φθίνοντα επιτόκια. Η μαζική
καθιέρωση των πιστωτικών καρτών και
του πλαστικού χρήματος προκάλεσε μια
έκρηξη καταναλωτισμού, συσσωρεύοντας
δανειακές υποχρεώσεις σε νοικοκυριά,
τράπεζες και ιδιώτες. Η ηλεκτρονική
τεχνολογία και η επανάσταση στις
επικοινωνίες, με τις ανάγκες που
δημιούργησε τόσο στον ιδιωτικό τομέα
και στα νοικοκυριά όσο και στον δημόσιο
τομέα, υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες
μηχανές ενίσχυσης ζήτησης. Τα κράτη και
οι υπερεθνικοί οργανισμοί όπως η ΕΕ
ξόδεψαν τεράστια ποσά για την είσοδο
των κοινωνιών στο τεχνο-επιστημονικό
περιβάλλον της πληροφορίας. Μπορούμε
να συμπεράνουμε επομένως ότι οι μηχανές
της αγοράς, σε όλο αυτό το διάστημα, δεν
δούλεψαν χωρίς εξωτερική τροφοδότηση.
Τροφοδότηση που έπαιρνε τη μια ή την
άλλη μορφή. Τα ελλείμματα και τα χρέη,
ανεξαρτήτως της μορφής που είχαν,
λειτούργησαν ενισχύοντας την αγορά.
Σε αυτή την ιστορία του ενισχυτικού
μοτέρ της ζήτησης, το κράτος είχε ρόλο
κλειδί. Αλλά κοιτάζοντας ως ιστορικοί
στη μεγάλη περίοδο, εκείνο που βλέπουμε
είναι ότι ο αποφασιστικά ενισχυτικός
ρόλος του κράτους ως προς την οικονομία
δεν περιορίστηκε μόνο στην περίοδο
αυτή. Οι μακροϊστορικές αναλύσεις
(που αφορούν κυρίως την οικονομική
ιστορία σε παγκόσμια κλίμακα) δείχνουν
ότι η οικονομία ποτέ δεν υπήρξε ένα
αυτοτελές σύστημα της αγοράς όπως την
περιγράφουν τα εγχειρίδια νεοκλασικής
οικονομίας. Οι εξω-οικονομικοί παράγοντες,
είχαν πάντοτε τον ενεργό ρόλο ενός
εξωτερικού μοτέρ, στη λειτουργία του
οικονομικού συστήματος. Πρόκειται για
δομικό στοιχείο του καπιταλισμού.
3
Το δημοσιονομικό
έλλειμμα
Ας
δούμε ιστορικά τώρα μιαν άλλη παράμετρο,
που σχετίζεται με τα δημοσιονομικά
ελλείμματα. Η καμπύλη των δημοσιονομικών
ελλειμμάτων παρουσιάζεται μακροχρονίως
ανοδική. Το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν
αυξάνονται μόνο από τις σπατάλες ή τις
παροχές, αλλά από τα συνολικά έξοδα
λειτουργίας και διατήρησης των κοινωνιών.
Δυο παραδείγματα: Ας σκεφτούμε πόσο
κόστιζε πριν 40 χρόνια και πόσο κοστίζει
σήμερα, από την άποψη της ιατροφαρμακευτικής
περίθαλψης κάθε πρόσθετο έτος στη ζωή
ενός συνταξιούχου, πόσο επιμηκύνθηκε
το προσδόκιμο ζωής, και ότι ο αριθμός
των συνταξιούχων πολλαπλασιάστηκε τόσο
σε μέγεθος όσο και σε ποσοστό επί του
πληθυσμού. Ας συγκρίνουμε, επίσης, το
κόστος, 40 χρόνια πριν και σήμερα, της
αποκομιδής ενός κιλού σκουπιδιών με
όλες τις αναγκαίες προδιαγραφές που
προστέθηκαν στο μεταξύ διάστημα για να
προστατέψουν τη δημόσια υγιεινή και το
περιβάλλον∙ ας υπολογίσουμε ότι αυξήθηκε
κατ’ άτομο η παραγωγή απορριμμάτων
και ότι όλα αυτά πολλαπλασιάζονται με
την πληθυσμιακή μεγέθυνση. Ας σκεφτούμε
τι στοίχιζε τότε μια αίθουσα διδασκαλίας
(θρανία και μαυροπίνακας) και τι στοιχίζει
τώρα που είναι ηλεκτρονικά εξοπλισμένη.
Τα παραδείγματα αυτά, που είναι άπειρα,
δείχνουν προς μια κατεύθυνση: Γεωμετρική
αύξηση των γενικών δαπανών συντήρησης
και αναπαραγωγής της κοινωνίας. Ας
ρωτήσουμε τώρα: Διαπιστώνουμε μια
ανάλογη αύξηση της φορολογίας;
Παρατηρώντας αυτές τις δύο καμπύλες,
των δημόσιων δαπανών και των δημόσιων
εσόδων, στις περισσότερες χώρες- εκείνο
που διαπιστώνει ακόμη και ο αδαής περί
τα οικονομικά αναγνώστης είναι μια
συνεχώς διευρυνόμενη απόκλιση. Μεγαλύτερες
και ανελαστικότερες οι δαπάνες, μικρότερα
και ελαστικότερα τα έσοδα. Βεβαίως
αυξήθηκε η παραγωγικότητα, επομένως ο
όγκος της φορολογητέας ύλης. Και πάλι
όμως η απόκλιση είναι διευρυνόμενη.
Στην προηγούμενη περίοδο, τα κέρδη των
επιχειρήσεων και οι αμοιβές των ανώτατων
στελεχών είχαν αυξηθεί σε αστρονομικά
επίπεδα. Αν αυτά φορολογούνταν, όπως
στις σκανδιναβικές χώρες, δεν θα υπήρχε
αυτή η απόκλιση. Όμως η deregulation
οδήγησε στην πλήρη αδυναμία των κρατών
να φορολογήσουν την οικονομική
δραστηριότητα. Επομένως, το μέλλον
προοιωνίζεται ελλειμματικό και όχι
μόνο για την Ελλάδα. Η Ελλάδα βέβαια
είχε και τους πρόσθετους λόγους που
είπαμε για να είναι μια από τις πρώτες
χώρες που λύγισαν. Αν όμως το ελληνικό
πρόβλημα βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα του
διεθνούς τύπου είναι επειδή αποτυπώνει
ένα υπαρκτό παγκόσμιο πρόβλημα. Χωρίς
να χάνουμε από τα μάτια μας τον τρόπο
με τον οποίο διατέθηκαν στην Ελλάδα οι
δημόσιες δαπάνες, ας μην μας διαφεύγει
ο διεθνής ορίζοντας και το χρονικό
βάθος αυτής της διάστασης απόκλισης
εσόδων- δαπανών.
Αυτή
η απόκλιση και η αυξανόμενη χρέωση του
δημοσίου, οδήγησε σε μια εκτεταμένη
κριτική του Δημοσίου τομέα, σε μια
αμφισβήτηση του λόγου ύπαρξής του, της
λογικής και των αξιών που υπηρετούσε.
Το βεμπεριανό μοντέλο δημόσιας διοίκησης
αμφισβητήθηκε. Τη θέση του πήραν η public
choice theory, η
νεοκλασσική οικονομική θεωρία που
κυριάρχησε τόσο στις οικονομικές σχολές
όσο κα στην πολιτική επιστήμη, η κριτική
που εκπορευόταν από τα think
tanks της Νέας Αγγλικής και
Αμερικανικής Δεξιάς. Εν τέλει το νέο
μοντέλο διακυβέρνησης συγκροτήθηκε σε
μια ολοκληρωμένη πολιτική, η οποία
ονομάστηκε New Public
Management (NPM),
ή χαιδευτικά «μεταρρυθμίσεις». Τι είναι
αυτές οι μεταρρυθμίσεις; Δεν είναι η
βελτίωση των κακώς εχόντων, αλλά μια
νέα φιλοσοφία. Μια φιλοσοφία αντίληψης
και διεύθυνσης της κοινωνίας με βάση
τη νεοκλασική οικονομική φιλοσοφία.
Υιοθέτηση κριτηρίων της αγοράς και των
συμπράξεων του ιδιωτικού και του
ιδιωτικού, όπου το δημόσιο προσομοιάζει
όλο και περισσότερο στις λειτουργίες
του προς τους ιδιωτικούς οργανισμούς
και υιοθετεί τις αρχές λειτουργίας
τους. Η αλλαγή αυτή ήταν μια παραδειγματική
αλλαγή, με την έννοια ότι περιλάμβανε
μια αλλαγή σε αξίες και κριτήρια, στον
τρόπο να βλέπουμε τα πράγματα. Υιοθετήθηκε
στη δεκαετία 80 από τις αγγλοσαξονικές
χώρες, και προωθήθηκε από διεθνείς
οργανισμούς (ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα,
ΟΟΣΑ), αρχικά στις χώρες της υποσαχάρειας
Αφρικής, στη συνέχεια στη Ν.Α. Ασία. Στη
συνέχεια το ΝΡΜ ήταν μέρος του πακέτου
των μεταρρυθμίσεων που προτάθηκε στις
πρώην χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού,
και εν τέλει υιοθετήθηκε από την ΕΕ μετά
το Μάστριχτ, ως στοιχείο προσαρμογής
στο νέο περιβάλλον που δημιούργησε η
Παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Ας
επισημάνουμε εδώ ότι οι οικονομικές
κρίσεις λειτούργησαν ως τα απαραίτητα
παράθυρα ευκαιρίας για την παραδειγματική
μετακίνηση από το ένα μοντέλο πολιτικής
στο άλλο, τόσο στην υπο-σαχάρεια Αφρική
όσο και στη και Ν.Α. Ασία, με την παρέμβαση
του ΔΝΤ, της Παγκ. Τράπεζας, του ΟΟΣΑ.
Στόχος η εξυγίανση των δημόσιων
οικονομικών, ελαχιστοποίηση του κράτους,
ιδιωτικοποιήσεις για να μπορέσουν οι
χώρες αυτές να δανείζονται από την
αγορά. Επρόκειτο για μια αλλαγή
statecraft, για μια νέα φιλοσοφία
του κράτους και της πολιτικής. Νέο
λεξιλόγιο, νέα αντίληψη της κοινωνικής
συμβίωσης. Εφόσον τα κράτη λειτουργούσαν
ως μοτοράκια της οικονομίας της αγοράς,
επόμενο ήταν κάποια στιγμή να αρχίσει
μια διαδικασία εξομοίωσης. (Η οποία
βέβαια οδήγησε στην εμφάνιση νέων μορφών
πελατειακότητας, αυτή τη φορά μέσω του
contracting out).
Εδώ χρειάζεται να επισημάνει κανείς
την αλληλοδιαπλοκή ανάμεσα σε κυβερνητικές
επιλογές και επιστημονικά περιβάλλοντα.
3
Εργασιακές
σχέσεις
Μια από τις
δραματικότερες συνέπειες της κρίσης
ήταν η αλλαγή του πλαισίου των εργασιακών
σχέσεων. H πολιτική του
ΔΝΤ στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες
προηγουμένως, συνιστά μια κοινωνική
μηχανική (social engineering)
με βάση μια φιλοσοφία: Πώς θα έπρεπε να
είναι και να λειτουργεί μια κοινωνία;
Ας σκεφτούμε την υπόθεση της αλλαγής
των εργασιακών σχέσεων μέσα από μια
ιστορική οπτική. Ας δούμε την εποχή που
σχηματίζονταν οι σύγχρονες βιομηχανικές
κοινωνίες∙ δεν υπήρχε τότε θέση για
τους πληθυσμούς που γίνονταν εργάτες
στην πόλη. Δεν είχαν δικαιώματα, ούτε
υπόσταση. Αντιμετωπίζονταν ως «επικίνδυνες
τάξεις», με ένα πλέγμα απέχθειας, φόβου,
καταστολής, και ελεημοσύνης. Η έννοια
του ‘κοινωνικού’ αναδύθηκε στο δημόσιο
χώρο μέσα από την ανάγκη να βρει η
κοινωνία κάποιο τρόπο για να βολέψει
αυτές τις καινούργιες μάζες. Άλλες
χώρες προηγήθηκαν, άλλες καθυστέρησαν,
πάντως ο τρόπος απάντησης στο πρόβλημα
έδωσε μορφή στο πολιτικό της σύστημα
και στους ανταγωνισμούς του 20ου
αιώνα. Η μεγάλη αλλαγή του 20ου
αιώνα σε Ευρώπη και Αμερική ήταν η
ενσωμάτωση αυτών των νέων πληθυσμών
στην οργανωμένη πολιτικά κοινωνία, στην
πολιτεία. Το ‘κοινωνικό’ αναδύθηκε
στον πολιτικό χώρο, απέκτησε τη μορφή
της κοινωνικής πολιτικής που διευθετούσε
σχέσεις ανάμεσα σε ισότιμα πολιτικά
υποκείμενα. Οι άγριοι ανταγωνισμοί, οι
καταστροφές μηχανών, οι εξεγέρσεις και
οι απεργίες πολιτικοποιήθηκαν και
θεσμοποιήθηκαν. Οι εργασιακές σχέσεις
υποβλήθηκαν σε κανονισμούς. Ζητήματα
όπως η βρεφική ηλικία, η αρρώστια, τα
γηρατειά, έγιναν για πρώτη φορά αντικείμενα
δημόσιου ενδιαφέροντος. Οι μεγάλοι
ευρωπαϊκοί πόλεμοι και ο φόβος
επαναστάσεων έπαιξαν ρόλο καταλύτη στη
δημιουργία του κράτους πρόνοιας και
της ενσωμάτωσης των εργατικών στρωμάτων
στις αστικές δημοκρατίες της δυτικής
Ευρώπης. Αυτές άλλωστε οι ενσωματωτικές
διαδικασίες δημιούργησαν τις σύγχρονες
ευρωπαϊκές κοινωνίες, τον ευρωπαϊκό
τύπο πολιτείας. Καρδιά του κοινωνικού
συμβολαίου ήταν οι συλλογικές συμβάσεις
εργασίες, όπου η οικονομική δύναμη
αντισταθμιζόταν από την δύναμη της
συλλογικότητας, δηλαδή από την πολιτική
δύναμη.
Τι
παρατηρούμε τώρα, και όχι μόνο στην
Ελλάδα; Την αντίστροφη διαδικασία. Την
απορροή πληθυσμιακών ομάδων από την
πολιτικά οργανωμένη κοινωνία, την
απίσχνανση του ‘κοινωνικού’ ως
έννοιας και πολιτικής. Απίσχνανση
σταδιακή. Πρώτα η αδυναμία ενσωμάτωσης
των μεταναστών. Ύστερα των νέων που
μπήκαν στην αγορά εργασίας με έωλα
ασφαλιστικά δικαιώματα, με ρυθμίσεις
διαφορετικές από τις προηγούμενες
γενιές. Συνολικά η αγορά εργασίας
άρχισε να γλιστρά έξω από την έννοια
της πολιτείας, παράγοντας εργαζόμενους
που δεν ήταν πολίτες. Τώρα, με τα
καινούργια μέτρα, και επίσημα στην
Ελλάδα , σπρώχνεται στον χώρο της χωρίς
θεσμούς εργασιακής αγοράς η πλειοψηφία
του πληθυσμού. Πρόκειται για τεκτονικές
μεταβολές. Οι αλλαγές αυτές θα μείνουν
γιατί εκφράζουν μια νέα αντίληψη
κοινωνικής συμβίωσης. Η καταστροφή
θεσμών που χρειάστηκε σχεδόν ενάμιση
αιώνας θυσιών και προσπαθειών για να
δημιουργηθούν είναι μέγα ζήτημα. Η
διαδικασία της απορροής του κοινωνικού
από το πολιτικό είναι κεντρικό ζήτημα
για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Πρόκειται
για την απίσχνανση του πολιτικού και
για την διαρροή του κοινωνικού έξω από
τη σφαίρα της πολιτικής διαμεσολάβησης.
Αλλά
ο όρος για να θεσμοποιηθεί η αγορά
εργασίας και να δημιουργηθεί το κράτος
πρόνοιας ήταν, πρώτο, ένα κράτος το
οποίο μπορούσε να ελέγχει το νόμισμα
και τους όρους της οικονομίας, και
δεύτερο μια σχετικά περιορισμένη
προσφορά εργατικής δύναμης. Στη
μεταπολεμική Ευρώπη υπήρχαν και οι δυο
παράγοντες. Η μεταπολεμική ανάπτυξη
δημιουργούσε μεγάλη ζήτηση της αγοράς
εργασίας, δίνοντας σχετική διαπραγματευτική
δύναμη στα συνδικάτα, τα οποία, στηρίζοντας
το κράτος πρόνοιας, περιόριζαν την
προσφορά εργασίας, ανεβάζοντας του
μισθούς και τα προνοιακά ωφελήματα.
Την ισορροπία αυτή θα την ανέκοπτε, ή
καλύτερα θα την κατάστρεφε η παγκοσμιοποίηση,
για έναν πολύ απλό λόγο. Το κράτος
πρόνοιας βασίστηκε στην ελεγχόμενη
προσφορά εργατικής δύναμης. Με την
παγκοσμιοποίηση κανείς δεν μπορούσε
να ασκήσει έλεγχο. Ήταν ευκολότερο
δηλαδή να βρει κανείς φτηνότερη εργασία
εκτός θεσμικού πλαισίου, είτε στο
εξωτερικό, με τη μεταφορά επιχειρήσεων,
είτε στο εσωτερικό, με την μετανάστευση.
4
Οι αναδυόμενες
αγορές και η ανατροπή του παγκόσμιου
καταμερισμού εργασίας
Έως
τώρα είχαμε δει την πρώτη φάση της
παγκοσμιοποίησης, την οποία καθοδηγούσε
η Δύση. Αλλά η παγκοσμιοποίηση στα τέλη
του 20ου αιώνα δεν σήμαινε μόνο
διασπορά της τεχνολογίας, αλλά επίσης
μεταφορά των οικονομικών δραστηριοτήτων
στις ζώνες που αποτελούνται από χώρες
που δεν απολάμβαναν ποτέ το επίπεδο
ευημερίας, υγιεινής, εκπαίδευσης και
κοινωνικής ασφάλειας των μητροπολιτικών
χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής. Η
Κίνα και η Ινδία, και κοντά σε αυτές και
οι πρώην τίγρεις της ΝΑσίας, αλλά και
οι χώρες του BRIK, αναδεικνύονται
σε μια μεγάλη ζώνη της οικονομίας του
21ου αιώνα, ανταγωνιστική προς τις
χώρες τον άξονα Ευρώπης-ΗΠΑ και Ιαπωνίας
που κυρίαρχησε τον 20ο αι. Η Δύση
πίστευε πως θα εξάγει στις χώρες αυτές
τις εργατοβόρες βιομηχανίες και θα
κρατήσει την υψηλή τεχνολογία. Τώρα οι
χώρες αυτές την ανταγωνίζονται επίσης
και στον τομέα αυτό. Η Κίνα αναμένεται
στην επόμενη διετία να ξεπεράσει τις
ΗΠΑ στο μέγεθος της οικονομίας της, και
μαζί με την Ινδία και τις χώρες της Απω
Ανατολής να αποτελέσουν μια οικονομική
ζώνη κατά πολύ μεγαλύτερη του Βόρειο-
Ατλαντικής ζώνης. Πού και πως θα
ανταγωνιστεί η Ευρώπη αυτές τις χώρες;
Η περιφέρεια δεν παράγει μόνο προϊόντα
ανειδίκευτης εργασίας, αλλά και υψηλής
τεχνολογίας, συσσωρεύοντας πλεονάσματα
έναντι μιας Δύσης, που αναγκάζεται να
υποκύψει στον ανταγωνισμό, κατεδαφίζοντας
όροφο τον όροφο, διαδοχικά, το βιοτικό
επίπεδο των πληθυσμών της, κλονίζοντας
τις δομές αναγνώρισης και ισότητας που
είχε δημιουργήσει, διαβαίνοντας τη
διαφορά με την περιφέρεια προς την
αντίθετη κατεύθυνση, την κατεύθυνση
της φτώχειας. Οι εργατικές κατακτήσεις
και το βιοτικό επίπεδο ζωής των Ευρωπαίων
θα αναγκαστούν να χαμηλώσουν προκειμένου
να συναντήσουν το βιοτικό επίπεδο
εκείνων των χωρών που θα ανεβεί. Αλλά
θα χαμηλώσει πολύ περισσότερο από όσο
φανταζόμαστε, γιατί σε χώρες όπου δεν
υπάρχει ίχνος δημοκρατίας, όπως η Κίνα,
ή όπου οι οάσεις της ανάπτυξης βρίσκονται
σε πελάγη φτώχειας, η συνάντηση θα γίνει
σε ένα επίπεδο πολύ χαμηλότερο από το
σημερινό, και με αποκλίσεις κοινωνικής
ανισότητας πολύ μεγαλύτερες από όσες
έχουμε γνωρίσει. Επομένως θα πρότεινα
να δούμε την κρίση που ξέσπασε το 2008
και συνεχίζεται στις περισσότερες χώρες
ως μια διαδικασία ολοκλήρωσης της
από-αποικιοποίησης, ως την αντίστροφη
διαδρομή από εκείνη που έδωσε παγκόσμια
υπεροχή στη Δύση πριν από μισή χιλιετία.
Ζούμε δηλαδή μια γιγαντιαία κρίση
αναπροσαρμογής των οικονομικών και
κοινωνικών σε πλανητικό επίπεδο. Τώρα
αντιλαμβανόμαστε ότι η παγκοσμιοποίηση
δεν είναι η παιδική χαρά όπου τα παιγνίδια
δεν συνεπάγονται μηδενικό άθροισμα.
Στην κρίση αυτή αναπροσαρμογής η
οικονομία διαπλέκεται με την ισχύ. Αν
δεν πέθανε το αμερικανικό τραπεζιτικό
σύστημα το 2007, ήταν εξαιτίας των μαζικών
ενέσεων ρευστότητας της Ομοσπονδιακής
τράπεζας, που διόγκωσαν το χρέος. Αλλά
χώρες όπως οι ΗΠΑ, έχουν τη δυνατότητα
της δημιουργίας χρέους τρισεκατομμυρίων
δολαρίων πολύ πέραν των δυνατοτήτων
και των πιθανοτήτων αποπληρωμής του
εξαιτίας της υπεροπλίας που διαθέτουν.
Τι εγγυάται αυτό το χρέος πέραν της
στρατιωτικής υπεροχής; Αυτή η διαπλοκή
χρέους και ισχύος δεν σημαίνει μόνο
ότι οι ισχυρότερες στρατιωτικά χώρες,
με κεντρικότερο ρόλο στα διεθνή πράγματα,
μπορούν να αναχρηματοδοτούν το χρέος
τους ευκολότερα από τις ανίσχυρες.
Μπορεί να είναι ένα και ένα απειλητικό
σημαδάκι κάπου στο βάθος του ορίζοντα,
πιθανής καταιγίδας.
5
Τι να κάνουμε;
Βρισκόμαστε
λοιπόν ανάμεσα σε δυο μεγάλες μεταβάσεις.
Η μία είναι η μετάβαση από μια οικονομία
που κέντρο της ήταν ο δυτικός κόσμος σε
μια οικονομία που έχει πολλά ανταγωνιστικά
κέντρα, μερικά από τα οποία με εξαιρετικά
χαμηλό βιοτικό επίπεδο και ανοχύρωτη
εργασία. Πρόκειται για μια διαδικασία
διεθνούς ανακατανομής εισοδήματος. Η
άλλη μετάβαση είναι από έναν τύπο
κοινωνίας- κράτους-πολιτικής (δηλαδή
του ευρωπαϊκού κοινωνικού κράτους με
τα τρία επίπεδα δικαιωμάτων) σε ένα
άλλο. Πρόκειται δηλαδή για μια ανισοκατανομή
εισοδημάτων στο εσωτερικό κάθε κοινωνίας.
Τι μπορούμε να κάνουμε;
Τι
κάνει κανείς σε ένα τσουνάμι; Η πρώτη
αντίδραση είναι ο σώζων ευατόν σωθήτω.
Σε μια κρίση όπου λιγοστεύουν οι
διαθέσιμοι πόροι, καθένας θα προσπαθήσει
με νύχια και με δόντια να χάσει όσο
δυνατό λιγότερα. Το ζήτημα είναι όμως
αν σε ένα τσουνάμι η λογική της ατομικής
διάσωσης επαρκεί ή αν βάζει σε κίνδυνο
και τους διασωθέντες. Γιατί οι άνθρωποι,
ακόμη και όσοι σκαρφαλώνουν στις στέγες,
θα έχουν ανάγκη από πόσιμο νερό, από
πρώτες βοήθειες, από το να θάψουν τους
νεκρούς για να αποφύγουν τη χολέρα, και
χίλια άλλα πράγματα που εξασφαλίζει η
επιβίωση εντός της κοινωνίας. Και αυτό
μπορούν να το καταφέρουν με την αρχή
της αλληλεγγύης. Ακούγεται ενδεχομένως
πολύ χριστιανική και ιδεαλιστική αυτή
η πρόταση, αλλά μπροστά σε μια οικονομική
κρίση η οποία θα τερματίσει την ευημερία
στην οποία ζούσε ο δυτικός κόσμος, στην
οποία θα υπάρχουν περισσότερες δυσκολίες
και λιγότερες απολαβές, όπου ακόμη και
την ανάπτυξη θα πρέπει να τη σκεφτούμε
με οικολογικούς όρους, δεν μας μένει
παρά μια πολιτική συν-ευθύνης που
βασίζεται σε μια πολιτική διαύγασης
των όρων του προβλήματος.
Να
ξέρουμε τι μας γίνεται, να βλέπουμε
κριτικά και να αποδομούμε τα κυρίαρχα
αλλά και τα υπεξούσια αφηγήματα, να
σκεφτόμαστε με δια-εθνικούς (transnational)
και ιστορικούς όρους, και να στοχαζόμαστε
«το δίλλημα του φυλακισμένου». Δηλαδή,
ακόμη και σε ακραίες συνθήκες ατομικού
ανταγωνισμού για την επιβίωση, η
συνεργασία και η αλληλεγγύη είναι η
επωφελέστερη λύση. Αλλά αυτή η συναίσθηση
αλληλεγγύης πρέπει να μετατραπεί σε
πολιτική, και εδώ είναι το μέγα ζητούμενο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου