13.3.10

Μεταναστευτική εργασία και η οικονομία του ρατσισμού


Ιωάννα Λαλιώτου

Τα γεγονότα που μας πλήττουν βαθύτερα είναι συχνά εκείνα που τα περιμέναμε, τα φοβόμασταν, ή τουλάχιστον διαισθανόμασταν την ενδεχόμενη πραγματοποίησή τους. Οι εφιάλτες, οι φόβοι και οι εμμονές μας, είναι κατά μια έννοια οικείοι, δικοί μας, εσωτερικοί, ιδιωτικοί και σε ένα βαθμό διαχειρίσιμοι. Η πραγματοποίηση όμως του εφιάλτη συνεπάγεται την αναγκαστική ανοικείωση ενός κομματιού της ιδιωτικής φαντασίας μας. Το πέρασμα από τη δυστοπική φαντασία στην πραγματοποίηση του εφιάλτη στο δημόσιο χώρο είναι οδυνηρό.

Η βίαιη δολοφονική επίθεση ενάντια στην Κωνσταντίνα Κούνεβα στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 2008 αποτέλεσε για πολλές και πολλούς από εμάς ένα τέτοιο παράδειγμα δυστοπικής φαντασίας που πραγματοποιείται οδυνηρά. Οι συνθήκες που θα επέτρεπαν την εκδήλωση ενός τέτοιου βίαιου φαινομένου ήταν βέβαια γνωστές και καταγεγραμμένες στην ολοένα εμπλουτιζόμενη βιβλιογραφία που αφορά τη θέση των γυναικών μεταναστριών εργατριών στη σύγχρονη Ελλάδα. Πολλοί από εμάς που ασχολούμαστε με την έρευνα, τη δημόσια συζήτηση και τη διδασκαλία γύρω από θέματα μετανάστευσης, εργασίας και έμφυλων σχέσεων γνωρίζαμε και είχαμε ήδη επισημάνει τις κοινωνικές, πολιτικές και πολιτισμικές συνιστώσες του ρατσισμού στη χώρα μας. Το ίδιο όμως το γεγονός της επίθεσης ενάντια στην Κούνεβα ήταν ένα γεγονός εμβληματικό του μετασχηματισμού αλλά και των συνεχειών των κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Η επίθεση αντιπροσωπεύει την πραγματοποίηση στο παρόν των φόβων και των δυστοπικών φαντασιώσεών μας για το μέλλον. Από τη σκοπιά της ανάλυσης καλούμαστε, λοιπόν, σήμερα να διαχειριστούμε την ανοικείωση ενός τουλάχιστον μέρους της δυστοπικής φαντασίας μας: τη βίαιη έκρηξη του μίσους που εκθρέψαμε, ή τουλάχιστον επιτρέψαμε να εκτραφεί, για τον άλλον, τον ξένο, τον μη-Έλληνα και για ό,τι μη-ελληνικό κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Ένας από τους τρόπους με τους οποίους επιχειρούμε να διαχειριστούμε συνήθως τους φόβους μας είναι η εκλογίκευση, η εξήγηση, η ερμηνεία και κυρίως η πλαισίωση, η κατάδειξη δηλαδή του ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται αυτό που μας φοβίζει. Οι σκέψεις που παραθέτω εδώ ακολουθούν αυτήν ακριβώς την τακτική με σκοπό όχι να εξορκίσω το γεγονός καθεαυτό, αλλά να το ερμηνεύσω αποκαθιστώντας έτσι, ως οφείλω, την οδυνηρή εξοικείωσή μας με αυτό.

Η ιστορία του παρόντος
Ζούμε σήμερα στην Ελλάδα μια περίοδο τρομακτικής έξαρσης ακραιφνών μορφών ρατσισμού. Οι αιτίες αυτής της έξαρσης μπορούν και πρέπει να εξηγηθούν με κοινωνικούς και πολιτικούς και όχι με ουσιοκρατικούς και μοιρολατρικούς όρους. Το ερώτημα δεν είναι αν οι Έλληνες ήταν, είναι και θα είναι ρατσιστές, αλλά μάλλον ποιές είναι οι συνθήκες που επιτρέπουν την εκδήλωση του ρατσισμού και της βίας. Η σημερινή μορφοποίηση της ρατσιστικής αντίληψης για τον κόσμο πραγματοποιήθηκε σταδιακά από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και μετά, και σε συνάρτηση πάντα αφενός με τη μαζική μετακίνηση ξένων μεταναστών στον ελληνικό χώρο και αφετέρου με τις σύγχρονες διακυμάνσεις του ελληνικού εθνικισμού. Οι τελευταίες εκφράστηκαν στο πλαίσιο τόσο της πτώσης των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη και στα Βαλκάνια, όσο και της ανάπτυξης του πολιτικού εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Μακεδονικό, πόλεμοι στη Γιουγκοσλαβία και “ταυτότητες” αποτελούν ενδεικτικές πολιτικές συγκυρίες που διαμόρφωσαν το κλίμα μέσα στο οποίο εμπεδώθηκε η σχέση μεταξύ εθνικισμού και ρατσισμού στην Ελλάδα. Ποιά όμως είναι η κληρονομιά που μας άφησε η προηγούμενη δεκαετία εθνικιστικών εξάρσεων στην Ελλάδα; Η εμπέδωση των σκληρών στοιχείων του εθνικιστικού φαντασιακού πραγματοποιήθηκε αφενός μέσω της στόχευσής του ενάντια στους μετανάστες, και αφετέρου μέσω της διάχυσής του στα πλατιά λαϊκά στρώματα και στις νεαρότερες ηλικίες ανεξάρτητα από πολιτικούς και κομματικούς προσανατολισμούς. Αριστεροί, Δεξιοί και όλοι οι ενδιάμεσοι αποκτήσαμε — με τις πολλαπλές σημασίες του όρου — τον «Αλβανό», τη «Ρωσίδα» και τη «Βουλγάρα» «μας».

Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αυτής της διαδικασίας ήταν η σταδιακή φυσικοποίηση του ρατσισμού. Συνηθίσαμε να αποδεχόμαστε ως απολύτως δικαιολογημένες και αυτονόητες τις κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων με βάση την ελληνικότητά τους ή μη, και την εφαρμογή ιεραρχικών κριτηρίων στις καθημερινές πρακτικές με βάση την εθνικότητα τόσο στο επίπεδο της επίσημης πολιτικής όσο και σε εκείνο των κοινωνικών δράσεων, των διαπροσωπικών σχέσεων και των επαγγελματικών διακανονισμών. Παράλληλα με την εξοικείωσή μας με την παρουσία ξένων ανάμεσά μας, φαίνεται ότι γρήγορα αποδεχθήκαμε ως “φυσιολογική” τη ρατσιστική θεώρηση του κόσμου γύρω μας. Έτσι, οι πρακτικές και οι πολιτικές των διακρίσεων φυσικοποιήθηκαν και διαχύθηκαν σε ποικίλους κοινωνικούς χώρους: στην οικογένεια, στο σχολείο, στους χώρους εργασίας αλλά και στους χώρους ψυχαγωγίας, στα ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας και περίθαλψης, στις γειτονιές και στα πάρκα, στους δημόσιους χώρους. Άλλες συμπεριφορές θεωρούμε ανεκτές και αρμόζουσες προς τους Έλληνες και άλλες προς τους μη-Έλληνες εργαζόμενους, συνεργάτες, συμμαθητές, συμφοιτητές, συναδέλφους, συνταξιδιώτες, συνεπιβάτες, γείτονες, φίλους, εχθρούς, συγγενείς, κτλ.

Κατά τη διάρκεια της περιόδου οικονομικής ανάπτυξης των προηγούμενων χρόνων ελάχιστες προσπάθειες καταβλήθηκαν για να ενταχθούν οι μετανάστες ισότιμα στην ελληνική κοινωνία. Το ζήτημα της ένταξης αφέθηκε και αυτό στην περίφημη αγορά. Θεωρήθηκε, δηλαδή, ότι η ένταξη των μεταναστών στο εργατικό δυναμικό της χώρας θα διαμόρφωνε από μόνη της τις διαφοροποιημένες αναγκαίες προϋποθέσεις για την κοινωνική ενσωμάτωση. Η αντίληψη αυτή στηρίχθηκε βέβαια στην υπόρρητη συναίνεση με την ιδέα ότι η ελληνική κοινωνία του μέλλοντος θα χαρακτηριστεί από μια ολοένα και αυστηρότερη ταξική διαστρωμάτωση: οι εργάτες της οικοδομής θα ενσωματωθούν ως εργάτες, οι καθαρίστριες ως καθαρίστριες, οι πόρνες ως πόρνες, οι εργάτες στον αγροτικό τομέα ως τέτοιοι και οι μικροπωλητές ως μικροπωλητές. Συγκεκριμένα επαγγέλματα πολύ γρήγορα ταυτίστηκαν στο ελληνικό φαντασιακό με συγκεκριμένες εθνικότητες μεταναστών και το αντίστροφο: με βάση την εθνικότητα συνηθίσαμε να ταυτίζουμε τους ανθρώπους με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά ή συμπεριφορές που απορρέουν κυρίως από το είδος της απασχόλησής τους. Με δεδομένες μάλιστα τις σκληρές αντιστάσεις της ελληνικής πολιτείας αλλά και της κοινής γνώμης σε κάθε πρόταση νομιμοποίησης και ισότιμης αντιμετώπισης των παιδιών των μεταναστών ή υποστήριξης της μεταναστευτικής οικογένειας, η ελληνική κοινωνία εμπέδωσε μια στατική και βαθιά ρατσιστική αντίληψη για ό,τι μη-ελληνικό και όποιον μη-Έλληνα ζει και κινείται στην ελληνική επικράτεια. Θεωρήθηκε, δηλαδή, κάπως αυτονόητο ότι ο γιος ή η κόρη του αλβανού εργάτη ή της καθαρίστριας θα ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία ως μετανάστες εργάτες ή καθαρίστριες.

Στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας και ιδωμένοι από την ελληνική ιθαγενή σκοπιά, ο μετανάστης, η μετανάστρια και οι μεταναστευτικές κοινότητες γενικότερα απώλεσαν ένα σημαντικό κομμάτι της υποκειμενικότητάς τους, πραγμοποιήθηκαν και συχνά αντιμετωπίστηκαν είτε ως υπο-κατηγορία του ανθρώπινου, είτε ως μη-ανθρώπινο. Κατά την περίοδο της οικονομικής ανάπτυξης και του υποτιθέμενου εκσυγχρονισμού της ελληνικής κοινωνίας το μη-ελληνικό στοιχείο απο-ανθρωποποιήθηκε σταδιακά αλλά και συστηματικά.

Παράλληλοι κόσμοι: η κρίση και η βία
Αυτή η διαδικασία απο-ανθρωποποίησης του μετανάστη ως κοινωνικού υποκειμένου δημιούργησε τις κατάλληλες συνθήκες για το ξέσπασμα των κρουσμάτων ωμής βίας των οποίων μάρτυρες γινόμαστε σήμερα ολοένα και συχνότερα. Οι συνθήκες της κρίσης έχουν βέβαια παίξει σημαντικό ρόλο σε αυτή την κλιμάκωση: κακοποίηση μεταναστών στα χέρια της αστυνομίας, επιθέσεις νεαρών σε πακιστανούς μετανάστες τις πρώτες πρωινές ώρες στην Αθήνα και σε άλλα αστικά κέντρα, κακοποίηση εργατών σε αγροτικές περιοχές, ενδοσχολική βία με θύματα μετανάστες δεύτερης γενιάς κτλ. Σε πολλές περιπτώσεις οι εκδηλώσεις βίας ήρθαν ως απάντηση σε κινητοποιήσεις και διεκδικήσεις δικαιωμάτων από την πλευρά των μεταναστών. Κάθε μορφή διεκδίκησης δικαιωμάτων και κινητοποίησης για τη διασφάλισή τους έρχεται βέβαια σε ευθεία αντιπαράθεση με τις προσπάθειες απο-ανθρωποποίησης και διάβρωσης της υποκειμενικότητας του μετανάστη. Η διεκδίκηση της υποκειμενικότητας προκαλεί τη βία είτε οργανωμένα, είτε “αυθόρμητα”.

Οι συνθήκες της παρούσας οικονομικής κρίσης δεν μπορεί παρά να επιδεινώσουν αυτή την κατάσταση. Τα παραδείγματα από άλλες χώρες είναι ήδη πολλά. Κατά την προηγούμενη περίοδο της οικονομικής ευχέρειας συνηθίσαμε να αγνοούμε το γεγονός ότι ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομικής ανάπτυξης βασίστηκε στην εργασία μη-Ελλήνων εργαζομένων. Συνηθίσαμε, μάλιστα, να παραβλέπουμε ότι η “βελτίωση” των συνθηκών ζωής μεγάλων μεσοαστικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας δεν θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί χωρίς την παροχή υπηρεσιών από την πλευρά των μεταναστών: κατασκευή ολυμπιακών έργων και μεγάλων οδικών αξόνων, πολυτελείς κατοικίες προσιτές σε μεσαία αστικά στρώματα (το όνειρο της μεσοαστικής μεζονέτας), συντήρηση και καθαρισμός δημοσίων χώρων, ανταγωνιστικότητα αγροτικής παραγωγής, φροντίδα ηλικιωμένων, αρρώστων και παιδιών, πρωταθλητισμός και διεθνείς αθλητικές επιτυχίες. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως και τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 2000 φάνηκε να διαχέεται η αίσθηση ότι η ζωή των ελλήνων υπηκόων της επικράτειας “εκσυγχρονίζεται” στη βάση, όμως, εργασιών που προέρχονταν από μια αρχικά σχεδόν αόρατη για την κοινή γνώμη πηγή παροχής υπηρεσιών χαμηλού κόστους.

Αυτή η πηγή παροχής υπηρεσιών παρέμεινε για αρκετό διάστημα αόρατη χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν βλέπαμε, δεν ακούγαμε και δεν συνδιαλλασσόμασταν με τους μετανάστες στο χώρο εργασίας μας, στη γειτονιά, στα χωράφια και στα σπίτια μας. Η αποσιώπηση όμως της συμμετοχής των μεταναστών στην έστω επιφανειακή, πρόσκαιρη και τελικά ψευδή ανάπτυξη της Ελλάδας συνίσταται στον αποκλεισμό τους από κάθε είδους επίσημης ή ανεπίσημης αναπαράστασης, συμβολικής ανάδειξης και πολιτισμικής προβολής του σύγχρονου συλλογικού μας “εμείς”. Έλειψαν οι θετικές αναπαραστάσεις μεταναστών. Έλειψαν, επίσης, οι πολιτισμικές αναφορές που θα συνέδεαν τους μετανάστες με τα αφηγήματα της προόδου και του εκσυγχρονισμού που έτειναν να καταστούν ηγεμονικά στη συνείδηση των ελλήνων υπηκόων την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων. Ενδεικτικό αυτού του συστηματικού συμβολικού αποκλεισμού των μεταναστών είναι το γεγονός ότι κάποιες από τις ισχυρότερες συγκρούσεις που εκδηλώθηκαν σε εκείνη την περίοδο γύρω από μεταναστευτικά ζητήματα αφορούσαν το ρόλο και τους όρους συμμετοχής αριστούχων μη-ελλήνων μαθητών στις σχολικές παρελάσεις. Οι μετανάστες, η εργασία τους και η προσφορά τους έπρεπε να παραμείνει αόρατη στο πλαίσιο της αναδυόμενης εικόνας της ελληνικής καταξίωσης της περιόδου.

Βέβαια, κάθε κοινωνία σε κάθε ιστορική περίοδο διαθέτει τα “αόρατα” μέλη της. Οι ονομασίες είναι πολλές και ποικίλλουν. Σε κάθε δεδομένη ιστορική στιγμή ομάδες του πληθυσμού απουσιάζουν από τα κυρίαρχα αφηγήματα αυτοπροσδιορισμού των κοινωνιών. Ή συμπεριλαμβάνονται σε αυτά με τόσο στρεβλό ή παραμορφωτικό τρόπο, ώστε η εικόνα τους να αποτελεί την άρνηση της υποκειμενικότητάς τους. Ποιά είναι όμως τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που πήρε αυτή η διαδικασία στην Ελλάδα κατά την τελευταία εικοσαετία; Οι εμπειρίες της καθημερινής ζωής καταδεικνύουν ότι ένα μεγάλο τμήμα των εργασιών που περιλαμβάνουν χειρωνακτική εργασία έχουν αναληφθεί σε μεγάλο βαθμό από μετανάστες. Η εθνοτική και διεθνική κατανομή της εργασίας φαίνεται να έχει επιφέρει ένα βαθύ ρήγμα στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Όπως εύκολα θα μπορούσε κανείς να μαντέψει η εξέλιξη αυτή συνδυάστηκε με άλλες ευρύτερες ανακατατάξεις στον τρόπο ζωής και ιδιαίτερα στη διαμόρφωση του εργασιακού τοπίου στην Ελλάδα από το 1990 και μετά. Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των ανακατατάξεων ήταν η εκρηκτική μεγέθυνση του εργασιακού πεδίου που συνδέεται με τις λεγόμενες αναπαραγωγικές διαδικασίες. Λειτουργίες και δραστηριότητες που, για τα ευρέα τουλάχιστον κοινωνικά στρώματα, παρέμεναν αρμοδιότητα του νοικοκυριού. Αναφέρομαι σε δραστηριότητες που περιλαμβάνουν σε μεγάλο βαθμό τις πρακτικές της φροντίδας αλλά και στις οικονομικές δραστηριότητες που παλαιότερα λάμβαναν χώρα στο εσωτερικό των παραδοσιακών οικογενειακών επιχειρήσεων, ή των ιδιωτικών νοικοκυριών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο καθαρισμός, η φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων, το μαγείρεμα και η διατροφή κτλ. Οι αναπαραγωγικές διαδικασίες αλλά και οι χειρωνακτικές εργασίες εν γένει πέρασαν σταδιακά στην αρμοδιότητα του ξένου εργατικού δυναμικού. Ταυτόχρονα, τόσο οι εργασίες αυτές όσο και οι άνθρωποι που τις ανέλαβαν εξοβελίστηκαν από το εθνικό φαντασιακό της προόδου της σύγχρονης Ελλάδας.

Η ιστορία της Κούνεβα είναι εμβληματική γιατί σε μεγάλο βαθμό συνοψίζει αλλά και αντιπαρατίθεται με όλα σχεδόν τα χαρακτηριστικά και τις τάσεις αυτών των διαδικασιών μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας. Νέα, μορφωμένη, ικανή και διεκδικητική, η Κούνεβα εργάστηκε στον τομέα της καθαριότητας, ένα κατεξοχήν χώρο όπου η μεταναστευτική εργασία καθίσταται αόρατη. Επιλέγοντας τη συνδικαλιστική δράση αντέταξε τις πρακτικές της συλλογικής διεκδίκησης στις εμπεδωμένες δυναμικές απο-ανθρωποποίησης του μετανάστη και της θέσης του στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Με μια έννοια, η δράση, οι επιλογές και η καθημερινή ζωή της Κούνεβα παραβίασαν όλους τους άτυπους “κανόνες” που διέπουν τις σχέσεις Ελλήνων και μη-ελλήνων που διαβιούν στην Ελλάδα σήμερα: διεκδίκηση δικαιωμάτων, συλλογική δράση, επίκληση των αρχών της ισότητας και της νομιμότητας στις εργασιακές σχέσεις, ανάδειξη και προβολή των συνθηκών εκμετάλλευσης.

Η επίθεση ενάντια στην Κούνεβα αποτέλεσε μια απόδειξη της αυστηρότητας και της αμείλικτης βιαιότητας με την οποία περιφρουρούνται και επιβάλλονται οι κανόνες των εργασιακών και κοινωνικών σχέσεων στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Η Κούνεβα δεν χτυπήθηκε επειδή ήταν μετανάστρια, γυναίκα, καθαρίστρια. Χτυπήθηκε λόγω του τρόπου με τον οποίο επέλεξε να συμπεριφερθεί ως μετανάστρια, γυναίκα, καθαρίστρια. Η διεκδίκηση δικαιωμάτων, η ανάδειξη των συνθηκών εργασίας και εκμετάλλευσης και η κινητοποίηση αποτέλεσαν παραβίαση της άτυπης συμφωνίας σιωπής στην οποία η ελληνική κοινωνία φαίνεται να είχε συναινέσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οι επιλογές της Κούνεβα και οι πράξεις της ήταν αντίρροπες προς τη γενικευμένη δυναμική εξοβελισμού των μεταναστών από το συλλογικό φαντασιακό της προόδου.

Στόχος της επίθεσης ήταν βέβαια η τιμωρία, η εξόντωση αλλά και ο παραδειγματισμός. Η επιμελής προσπάθεια που κατέβαλαν οι θύτες για να καταστρέψουν το πρόσωπο και το στόμα της Κούνεβα δεν μπορεί παρά να είναι και συμβολική της πρόθεσης των ηθικών αυτουργών να την επαναφέρουν στην ορθή τάξη των πραγμάτων: χωρίς αναγνωρίσιμο πρόσωπο και χωρίς φωνή. Στο συμβολικό επίπεδο η πράξη τους είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα. Η ιστορία της Κούνεβα έφερε σε δημόσια θέα τα προβλήματα για τα οποία εκείνη αγωνίζεται και κυρίως έσπασε τη συναινετική σιωπή. Το κίνημα αλληλεγγύης που αναπτύχθηκε εξέφρασε την ανάγκη αρκετών από εμάς να σταθούμε απείθαρχοι μπροστά στο σιωπητήριο. Εναπόκειται στην πολιτική βούληση όλων μας να εργαστούμε με στόχο τη ριζική απονομιμοποίηση των πρακτικών, των συναινέσεων και των αντιλήψεων που επέτρεψαν την πραγματοποίηση του εφιάλτη, την απόπειρα φυσικής εξόντωσης μιας γυναίκας που διεκδικεί την τήρηση του νόμου και την ισοπολιτεία στην Ελλάδα του 21ου αιώνα. Η ανοχή στο ρατσισμό και η σιωπηλή συναίνεση με τις πρακτικές και τις πολιτικές των διακρίσεων πρέπει να λήξει εδώ.



Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο βιβλίο Επισφαλής εργασία, «γυναικεία εργασία», Νεφέλη και Ιστορείν/Historein 2009.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου