2.3.10

Μετανάστες δεύτερης γενιάς στην Ελλάδα: από τα διεθνή σύνορα στα «κοινωνικά εσωτερικά σύνορα της μεγαλούπολης»

Κώστας Θεριανός, Εκπαιδευτικός, Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης

1. Εισαγωγή
"O μετανάστης δεν είναι μόνο ένας ξένος αλλά τις περισσότερες φορές είναι και ένας εργάτης". Nancy Green
Η εισήγηση αποτελεί θεωρητική ανασκόπηση της έρευνας για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς που έγινε στο πλαίσιο του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Κοινωνίας της Ακαδημίας Αθηνών και έχει ως αντικείμενο την διερεύνηση της σχέσης των Αλβανών, Βουλγάρων, Ρουμάνων μεταναστών δεύτερης γενιάς με το σχολείο και την εργασία . Η ανασκόπηση αφορά ένα «ξαναδιάβασμα» των βασικών ευρημάτων της έρευνας όχι μόνο υπό το πρίσμα της θεωρίας, αλλά και υπό το πρίσμα της συζήτησης που έχει ανοίξει με αφορμή το νομοσχέδιο για την απόδοση ελληνικής ιθαγένειας στους μετανάστες δεύτερης γενιάς.

Στην έρευνα, μέσα από συνεντεύξεις με μαθητές μετανάστες δεύτερης γενιάς και τους γονείς τους αναδεικνύονται οι αναπαραστάσεις και οι αξιολογήσεις τους για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, οι προσδοκίες που έχουν από την εκπαίδευση αλλά και από τη μετανάστευση στη χώρα μας, τα κοινωνικά δίκτυα που έχουν αναπτύξει, ο βαθμός και το είδος συμμετοχής τους στις πολιτιστικές εκφράσεις της κοινωνίας μέσα από τις δραστηριότητες που αναπτύσσουν στον ελεύθερο χρόνο και στο πολιτικό σύστημα.

Ο όρος μετανάστες κρύβει την κοινωνική ανομοιογένεια και την διαφοροποίηση των μεταναστευτικών ομάδων μεταξύ τους αλλά και στο εσωτερικό τους. Οι βαθύτερες διεισδύσεις στις μεταναστευτικές ομάδες αποκαλύπτουν ότι πρόκειται για πληθυσμούς κοινωνικά αλλά όχι πολιτισμικά διαφορετικούς. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η έρευνα για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς από τις βαλκανικές χώρες. Η κοινωνική τους διαφοροποίηση οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στο ότι η μαζικότητα και ο οικογενειακός χαρακτήρας της αλβανικής μετανάστευσης σε σχέση με τις άλλες δύο μεταναστεύσεις (Βουλγαρία, Ρουμανία) δημιουργεί ένα πλατύ κοινωνικό δίκτυο στους μετανάστες δεύτερης γενιάς από την Αλβανία που μπορεί μεν να μην δημιουργεί τους όρους για μαζική ανοδική κινητικότητα σε επαγγέλματα «λευκού περιλαίμιου», συγκροτεί όμως ένα προστατευτικό δίκτυ απέναντι στην ανεργία και την εξαθλίωση που σε συνθήκες οικονομικής κρίσης είναι άμεσα ορατή και απειλεί πολλά μέλη των δύο άλλων μεταναστευτικών ομάδων.

Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς εμφανίζονται να μην μπορούν να κάνουν μια «κοινωνική» και «πολιτική» ανάγνωση της κοινωνίας στην οποία ζουν και τα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά προβλήματα που έχουν είναι σχεδόν ίδια με αυτά που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες που ανήκουν στα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Δεν πρόκειται δηλαδή για προβλήματα «πολιτισμικών διαφορών», αλλά για οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που σχετίζονται άμεσα με την ταξική τους θέση.



2. Μετανάστες δεύτερης γενιάς

Στην ελληνική γλώσσα υπάρχει λίγη βιβλιογραφία και σχεδόν καθόλου εμπειρική έρευνα για τους μετανάστες δεύτερης γενιάς. Οι μετανάστες δεύτερης γενιάς στη χώρα μας υπολογίζονται περίπου στους 200.000 σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία .

Ένα κομβικό ερώτημα που δημιουργήθηκε από τα ευρήματα, όπως προέκυπταν κατά την πορεία της έρευνας ήταν αν τελικά οι μαθητές, που ή γεννήθηκαν ή ήρθαν σε μικρή ηλικία στη χώρα μας, είναι ένας «πολιτισμικά Άλλος» ή πρόκειται για νέους ανθρώπους κοινωνικοποιημένους στην ελληνική κοινωνία και τη γλώσσα, έχοντας ουσιαστικές ομοιότητες, φιλοδοξίες, προσδοκίες, τρόπο και σχέδια ζωής με τους Έλληνες συνομήλικους τους που ανήκουν στα ίδια κοινωνικά στρώματα. Η διαφορά τους από τους Έλληνες είναι ότι όλα αυτά «διαμεσολαβούνται» και «φιλτράρονται» από το «νομικό έλλειμμα» της ελληνικής υπηκοότητας, όταν και όποτε αυτό γίνεται αντιληπτό.

Η μελέτη του μεταναστευτικού φαινομένου είναι ακόμη και σήμερα ένα ανοικτό ζήτημα στις κοινωνικές επιστήμες τόσο σε επίπεδο ορολογίας όσο και σε επίπεδο μεθοδολογικής προσέγγισης. Ποιοι θεωρούνται μετανάστες δεύτερης γενιάς; Και ποιες διαδικασίες συνιστούν την πολιτισμική πρόσκτηση της ταξικά διαφοροποιημένης κουλτούρας της κοινωνίας υποδοχής, η οποία δεν πρέπει να διαφεύγει ότι είναι διαμεσολαβημένη μέσα από την κουλτούρα της οικογένειας του μετανάστη είναι ζητήματα υπό έρευνα.

Το ζήτημα του ποιοι/ες μαθητές θεωρούνται μετανάστες δεύτερης γενιάς είναι, επίσης, ανοικτό στη βιβλιογραφία και ιδιαίτερα στην ελληνική που φαίνεται να έχει μελετηθεί ελάχιστα. Στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία και κυρίως σε αυτή που προέρχεται από χώρες όπως οι Η.Π.Α., η Αυστραλία, η Μεγάλη Βρετανία και η Ολλανδία που επί πολλές δεκαετίες έχουν βιώσει το μεταναστευτικό φαινόμενο, ο όρος μετανάστης δεύτερης γενιάς έχει πιο πλατιά σημασία από αυτόν/ η που γεννήθηκε στη χώρα υποδοχής των γονιών. Διότι μπορεί τα παιδιά των μεταναστών, που γεννήθηκαν στη χώρα υποδοχής των γονιών τους, να μη βίωσαν άμεσα τη μετανάστευση με την έννοια της γεωγραφικής μετακίνησης, την βιώνουν όμως καθημερινά μέσα από τη σχέση με τους γονείς και τη ζωή τους στην κοινωνία υποδοχής. Τα παιδιά των μεταναστών βιώνουν μια «διπλή εμπειρία συνόρων». Αυτή των «διεθνών συνόρων» μέσα από τα νομικά προβλήματα που ανακύπτουν από την έλλειψη της υπηκοότητας στη χώρα υποδοχής των γονιών και αυτή των «εσωτερικών συνόρων των πόλεων» καθώς τα παιδιά αυτά, στην πλειονότητα τους, ανήκουν στα αδύναμα οικονομικά στρώματα με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν όλους τους αποκλεισμούς και τις δυσκολίες που οφείλονται στην ταξική τους θέση έχοντας την πολλαπλή επιβάρυνση της ενδεχόμενης έλλειψης υπηκοότητας.

Έτσι, ο ορισμός του μετανάστη δεύτερης γενιάς ως το άτομο που έχει γεννηθεί στη χώρα υποδοχής των γονιών περιορίζει το ερευνητικό πεδίο, καθώς αποκλείει μεγάλο αριθμό παιδιών που έχουν έρθει στη χώρα μας σε μικρή ηλικία και στην ουσία είναι μετανάστες «δεύτερης γενιάς». Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιούμε έναν «ευρύτερο ορισμό» του μετανάστη δεύτερης γενιάς που χρησιμοποιείται σε μεγάλες έρευνες σχετικά με τη μετανάστευση στην αγγλόφωνη βιβλιογραφία: «Μετανάστης δεύτερης γενιάς θεωρείται αυτός που ζει στη χώρα υποδοχής τα τελευταία πέντε χρόνια, έχει μεταναστεύσει πριν από την εφηβεία του και έχει τουλάχιστον ένα γονιό ξένο». Υιοθετήσαμε αυτόν τον ορισμό για την έρευνα και αναζητήσαμε μετανάστες δεύτερης γενιάς σε σχολεία του κέντρου της Αθήνας, όχι με κριτήριο να έχουν γεννηθεί απαραίτητα στη χώρα μας, αλλά να έχουν μεταναστεύσει σε αυτή σε μικρή ηλικία και να έχουν ενταχθεί νωρίς στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.

Σχετικά με το ζήτημα της απόδοσης ιθαγένειας στους μετανάστες δεύτερης γενιάς στη χώρα μας, βλέπουμε σε σχέση με τον προηγούμενο ορισμό, ότι υιοθετείται από το νομοσχέδιο μια λογική που εισάγει το δίκαιο του εδάφους στην σφαίρα της αποκλειστικότητας του δικαίου του αίματος που κυριαρχεί σήμερα στη σχετική ελληνική νομοθεσία.



3. Ο χαρακτήρας της μετανάστευσης

Ακούμε συχνά ότι η μετανάστευση είναι πανάρχαιο φαινόμενο ή ακόμη και «πανανθρώπινο δικαίωμα» (άρθρο του Απόστολου Καψάλη στην Αυγή, 07/02/2010). Δεν ξέρουμε κατά πόσο συνιστά «πανανθρώπινο δικαίωμα» η φυγή ανθρώπων από χώρες που λιμοκτονούν, καταρρέουν ή βρίσκονται σε πόλεμο και οι οποίοι μπαίνουν, πολλές φορές με κίνδυνο της ζωής τους, παράνομα στις χώρες υποδοχής ή με τουριστικές βίζες προκειμένου να γίνουν κακοπληρωμένοι εργάτες, πόρνες ή να τριγυρνούν ακόμη και άστεγοι στους αφιλόξενους δρόμους των καπιταλιστικών μεγαλουπόλεων. Αυτό που ξέρουμε είναι ότι ένα κοινωνικό και οικονομικό φαινόμενο όσο πανάρχαιο και αν είναι πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά στις συγκεκριμένες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες που εμφανίζεται.

Σήμερα η μετανάστευση έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά:

1. Δεν είναι σχεδιασμένη και οργανωμένη όπως ήταν τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Καπιταλιστικές μητροπόλεις όπως οι ΗΠΑ, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Αυστραλία, ο Καναδάς υποδέχονταν μετανάστες με numerus clausus σε συγκεκριμένες ειδικότητες που είχαν έλλειψη. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γερμανίας, η οποία θεσμοθέτησε το θεσμό του «φιλοξενούμενου εργάτη» (Gastarbeiter) αλλά και το σύστημα της «περιστροφικής απασχόλησης» (Rotation) σύμφωνα με το οποίο προβλέπονταν ο επαναπατρισμός τμήματος των εργατών και η «αντικατάσταση» τους από νέους μετανάστες. Σήμερα, οι μετανάστες δεν πηγαίνουν «καλεσμένοι» στις χώρες υποδοχής, δεν έχουν από τα πριν εγγυημένη καμία θέση εργασίας και καμία πρόσβαση σε κοινωνικές υπηρεσίες. Το μεγαλύτερο μέρος των οικονομικών μεταναστών ξέρει πολύ καλά πως εκεί που θα πάει ούτε πολύ εύκολα θα βρει μόνιμη και νόμιμη απασχόληση ούτε ότι είναι ευπρόσδεκτο στο νέο τόπο διαμονής του. Κύρια αίτια για την κατάσταση αυτή είναι τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των χωρών υποδοχής, αλλά και το χαμηλό επίπεδο εργασιακών ικανοτήτων που ως επί το πλείστον χαρακτηρίζει τους σύγχρονους μετανάστες. Η πλειονότητα των μεταναστών ασχολούνται ως ιδιωτικοί υπάλληλοι σε επαγγέλματα της οικοδομής και των καθαρισμών κτηρίων (οικίες, γραφεία και καταστήματα) και ένα πολύ μικρό τμήμα τους που δεν υπερβαίνει το 3% του συνολικού πληθυσμού τους έχει αναπτύξει επιχειρηματική δραστηριότητα, την οποία όμως είχε και στη χώρα προέλευσης και δεν την ξεκίνησε για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

2. Η μετανάστευση υπό αυτούς τους όρους δίνει στο κεφάλαιο μια τεράστια δεξαμενή φτηνής εργατικής δύναμης και μετατρέπεται σε μια δομική πίεση προς τη ρευστοποίηση των δικαιωμάτων και των κατακτήσεων της εργατικής τάξης της χώρας υποδοχής. Αυτή η πίεση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό – μαζί βέβαια με το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, τα στερεότυπα κ.λπ. – γιατί ο ρατσισμός και οι βίαιες πολλές φορές εκδηλώσεις του ευδοκιμούν στα χαμηλά στρώματα της εργατικής τάξης και στον κόσμο της ανειδίκευτης εργασίας που πλήττεται άμεσα από την πληθώρα των μεταναστών.

Αυτά τα δύο χαρακτηριστικά συνιστούν βασικές πηγές έντασης για το οποιοδήποτε νομοσχέδιο αφορά τη μετανάστευση καθώς, από τη φύση του φυσικά, κανένα νομοσχέδιο δεν μπορεί να δώσει λύσεις στα παραπάνω προβλήματα.

Όμως, οι μετανάστες δεύτερης γενιάς που ζουν στη χώρα μας δεν έχουν στην πραγματικότητα άλλη πατρίδα. Δεν μπορούν να επιστρέψουν στη χώρα των γονιών τους, καθώς πρόκειται για χώρες οικονομικά διαλυμένες. Δεν γνωρίζουν καλά τη γλώσσα των γονιών τους. Η απουσία πρόσβασης των σύγχρονων μεταναστών σε υπηρεσίες του κοινωνικού κράτους των χωρών υποδοχής και η εργασιακή αβεβαιότητα διαμορφώνουν τους όρους, ώστε η δεύτερη γενιά μεταναστών να χαρακτηρίζεται συχνά από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο σαν «ωρολογιακή βόμβα», καθώς τόσο μέσα από αυθόρμητες κοινωνικές εκρήξεις (όπως στη Γαλλία το φθινόπωρο του 2005) όσο και μέσα από τη συμμετοχή σε ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα αρχίζει να διεκδικεί κοινωνική/επαγγελματική κινητικότητα και δικαιώματα στη χώρα υποδοχής που συγκρούονται με τη θέση της φθηνής εργατικής δύναμης στην οποία βρίσκονται οι γονείς τους.

Τα προβλήματα τους (έλλειψη κοινωνικών δικτύων, χαμηλή σχολική επίδοση) δεν είναι διαφορετικά στη φύση και τις αιτίες τους από αυτά που αντιμετωπίζουν οι Έλληνες συνομήλικοι τους που ανήκουν στα λαϊκά στρώματα και την εργατική τάξη.

Και από αυτή την άποψη, η απόδοση ιθαγένειας στους μετανάστες δεύτερης γενιάς διασφαλίζει την αστική ισότητα, αλλά δεν αρκεί για να υποσκελίσει την κοινωνική ανισότητα. Θετικό μέτρο αλλά όχι αρκετό. Άλλωστε, τα προβλήματα που προκαλεί η μετανάστευση που οφείλεται στη διάλυση των εθνικών οικονομιών χωρών της Ανατολικής Ευρώπης και της Ασίας εξαιτίας του ιμπεριαλισμού δεν μπορούν να λυθούν με ένα νομοσχέδιο απόδοσης ιθαγένειας σε μια μικρή χώρα, η οποία είναι καπιταλιστική, δηλαδή ταξική.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου