Το περασμένο Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010 παρακολούθησα μαζί με δεκάδες ανθρώπους της εκπαίδευσης και όχι μόνο, την πολύ πετυχημένη, κατά τη γνώμη μου, συζήτηση που διοργανώθηκε από το περιοδικό Historein/Ιστορείν και την Ομάδα Πρωτοβουλίας καθηγητών και δασκάλων με θέμα: Μετανάστευση, ιδιότητα του πολίτη και εκπαίδευση, στην αίθουσα Λόγου και Τέχνης στη Στοά του Βιβλίου. Θεωρώ πετυχημένη αυτήν τη συζήτηση, γιατί έδωσε την ευκαιρία σε ανθρώπους που τους αφορά το εκπαιδευτικό εγχείρημα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να συνευρεθούν, να ανταλλάξουν απόψεις και να προβληματιστούν για ένα επίκαιρο και εξόχως σημαντικό ζήτημα, παρόλο που πολλές φορές κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους υπηρετούν το συγκεκριμένο εγχείρημα με τρόπους πολύ διαφορετικούς και από θέσεις επίσης πολύ διαφορετικές. Η συζήτηση υπήρξε πυκνή, ζωντανή και άκρως ενδιαφέρουσα, έθεσε πολλά σημαντικά ερωτήματα και άνοιξε την όρεξη για περαιτέρω τέτοιες πρωτοβουλίες που θα μας πάνε ένα ή ακόμα και περισσότερα βήματα πιο μπροστά σε αυτό το τόσο κομβικό θέμα για την εκπαίδευση αλλά και για την ελληνική κοινωνία. Οι εισηγητές με τις ομιλίες τους, ο καθένας από την πλευρά του και ανάλογα με την ιδιότητά του, φώτισαν αρκετές από τις πολλές πτυχές αυτού του δυσεπίλυτου, όπως αποδεικνύεται, ζητήματος για την ελληνική πραγματικότητα. Μετά τις προγραμματισμένες εισηγήσεις ακολούθησε ένας κύκλος παρεμβάσεων από συμμετέχοντες στην εκδήλωση, που άνοιξε με την παρέμβαση της κας Θάλειας Δραγώνα. Σε αυτήν ακριβώς την παρέμβαση οφείλεται η δική μου συμβολή στο διάλογο που ένας εκ των συντονιστών της συζήτησης, ο κος Αντώνης Λιάκος προέτρεψε να συνεχιστεί μέσω του ιστολογίου του Historein/Ιστορείν. Με αφορμή, λοιπόν, την τοποθέτηση της κας Θ. Δραγώνα στη συζήτηση, θα ήθελα να καταθέσω κάποιους προβληματισμούς.
Είμαι κι εγώ ένας από τους χιλιάδες μάχιμους εκπαιδευτικούς στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως συνηθίζεται να αποκαλούνται στον κόσμο της εκπαίδευσης οι εκπαιδευτικοί της πράξης, δηλαδή όλοι εκείνοι που μπαίνουν στην τάξη και διδάσκουν. Ακούγοντας την κα Θ. Δραγώνα αρχικά αναθάρρησα, όταν διαβεβαίωσε το ακροατήριο ότι δεν έχει έρθει ως εκπρόσωπος του υπουργείου παιδείας, δια βίου μάθησης και θρησκευμάτων και άρα δε θα μιλήσει με αυτήν την ιδιότητα, αφού σκέφτηκα ότι θα αποφύγουμε να ακούσουμε έναν τυπικό και στερεοτυπικό και άρα βαρετό λόγο που εκφωνείται συχνά από τους εκάστοτε αρμόδιους εκπροσώπους σε ανάλογες περιστάσεις, για να βγει η υποχρέωση όπως λέμε, όταν δέχονται προσκλήσεις για να παρευρεθούν σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις, Μάλιστα, λόγω και της διαδρομής της κας Θ. Δραγώνα πείστηκα για του λόγου το αληθές και περίμενα με ενδιαφέρον την τοποθέτησή της. Λίγο αργότερα όμως με δυσκολία απόδιωχνα τις μελαγχολικές σκέψεις που άρχισαν να με κατακλύζουν. Η κα Θ. Δραγώνα στην παρέμβασή της επιχείρησε να σκιαγραφήσει σε αδρές γραμμές πράγματι, λόγω και του σύντομου χαρακτήρα της παρέμβασης, όλα όσα θα αλλάξουν προς το καλύτερο με τα νέα αναλυτικά προγράμματα και όχι μόνο στο σχολείο από την επόμενη σχολική χρονιά. Αλλαγές που σχετίζονταν και με το θέμα της εκδήλωσης, αφού λαμβάνουν υπόψη τους τη νέα (;) δια- και πολυ-πολιτισμική πραγματικότητα στην ελληνική εκπαίδευση. Την ώρα που η ομιλήτρια ανέπτυσσε τα παραπάνω, αυθόρμητα αναδύονταν τα εξής ερωτήματα:
- Πώς θα γίνουν όλα αυτά, νιώθοντας στο σβέρκο μας αλλά και στην ψυχή μας την παγωμένη ανάσα και τον ασφυκτικό εναγκαλισμό μέχρι σκασμού του Προγράμματος Σταθερότητας, που πετσοκόβει θέσεις εργασίας στη δημόσια εκπαίδευση και κοινωνικές δαπάνες, παγώνει μισθούς, αφήνει άνεργους τους γονείς των μαθητών και εξαθλιώνει κοινωνικά τους ίδιους και τους δασκάλους τους;
- Πώς θα φτιαχτεί ένα σχολείο που θα τους χωρά όλους με μια άτολμη πολιτική στο μεταναστευτικό από τη σκοπιά των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δεκτική, αν όχι κολακευτική, προς τις ξενοφοβικές κραυγές και εφεκτική και φοβισμένη σε μισάνθρωπα αλλοπρόσαλλα εθνικιστικά παραληρήματα κάθε λογής «πατριωτών»;
- Πώς θα δημιουργηθεί μια κοινωνία που στα σχολεία της θα μαθαίνει τους μαθητές ότι τους χωρά όλους και ότι δεν υπάρχουν λαθραίες ζωές, όταν η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι θέμα ταμπού σε αυτά τα ίδια σχολεία, κάτω από την πίεση που ασκεί το σκέλος «υπουργείο θρησκευμάτων» στο έτερο σκέλος «υπουργείο παιδείας» και, πρόσφατα, «και δια βίου μάθησης» και, έτσι, η Νουρέ γίνεται Μαρία, ο Ρουντιάν, Γιώργος ή Γιάννης και ο Κλέιντι Νίκος;
- Πώς θα νιώσει ασφάλεια το κάθε «ξένο» (;) παιδί στα χέρια του δασκάλου-δημόσιου λειτουργού εκείνου του κράτους του οποίου ο αστυνομικός, δημόσιος λειτουργός και αυτός του ίδιου κράτους, ξυλοκόπησε αναίτια μέχρι θανάτου το φίλο ή συγγενή του -πατέρα, αδερφό ή έγκυο ξαδέρφη, δεν έχει και πολλή σημασία- και δεν τιμωρήθηκε ποτέ από αυτό το κράτος;
- Πώς θα γίνουν όλα αυτά, όταν τα στελέχη της εκπαίδευσης και εν γένει της δημόσιας διοίκησης είναι τα ίδια «αλλοφοβικά», βολεύονται σε ένα «κεκλεισμένων των θυρών» σχολείο, όταν οι νοοτροπίες και η κοινωνική κουλτούρα αυτών, των «πολλαπλασιαστών» της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής δε «σκαμπάζουν» και πολλά από το τι σημαίνει να είσαι ο «άλλος» και οι ίδιοι, τελικά, ανθίστανται και να μάθουν εκτός των ημερίδων με πλούσιο catering;
- Πώς θα υλοποιηθούν αυτά τα θαυμαστά με εκπαιδευτικούς που εκπαιδεύονται σε σχολές συχνά με «ανυποψίαστα» προγράμματα σπουδών για την κοινωνία που «εμείς» και οι «άλλοι» συγκροτούμε από κοινού ήδη για πάνω από μία εικοσαετία;
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να τονίσω ότι τον προβληματισμό μου δεν τον καταθέτω κυρίως ως αρνητική κριτική στα όσα είπε η κα Θ. Δραγώνα αλλά ως ερώτημα για μια επιτέλους ειλικρινή, ουσιαστική, διεισδυτική, στοχαστική και αναστοχαστική συζήτηση για όλα αυτά που μας πονάνε πραγματικά στην εκπαιδευτική διαδικασία και στον αντίποδα μιας σχηματικής, προσχηματικής, στερεοτυπικής και άνευρης για μια ακόμα φορά συζήτησης γι’ αυτά. Οι καλών προθέσεων και ικανοί σύμβουλοι του υπουργείου δεν αρκούν για την αναγκαία αλλαγή, αν δεν υπάρχει και η ανάλογη πολιτική βούληση γι’ αυτή. Υπάρχει αυτή; Αν όχι, τότε οι σύμβουλοι κινδυνεύουν να καταστούν καμιά φορά έως και περιττοί, άνευ πραγματικού αντικειμένου εργασίας.
Θα κλείσω σημειώνοντας πως, τελικά, η κα Θ. Δραγώνα δεν τήρησε την υπόσχεση που έδωσε στην αρχή της παρέμβασής της, ότι, δηλαδή, δε θα μιλήσει ως εκπρόσωπος του υπουργείου. Νομίζω όμως ότι αυτό που λείπει δραματικά από την εκπαίδευση δεν είναι τόσο οι εκπρόσωποι που αναλαμβάνουν να κατεβάσουν παρακάτω, στους «από τα κάτω», τις κατευθυντήριες γραμμές της νέας αλλαγής, υπό τη μορφή έστω καινοτόμων εντολών των «από τα πάνω», όσο ένας ουσιαστικός διάλογος ανάμεσα στους δύο. Ένας διάλογος που θα αφουγκράζεται και θα λαμβάνει σοβαρά υπόψη του τη ζώσα εμπειρία της καθημερινής σχολικής πραγματικότητας, μέσα από τις φωνές των «από τα κάτω», που δε θα παραμείνουν σιωπηροί ακροατές στους μονολόγους/διαλόγους των «από τα πάνω» ομιλούντων και, μάλιστα, συχνά χωρίς τις αναγκαίες παύσεις για την ανάδυση και των φωνών των «άλλων».
Ευχαριστώ το Historein/Ιστορείν για τη φιλοξενία,
Έλενα Στριφτόμπολα, φιλόλογος στο Γυμνάσιο
Νέας Περάμου Δυτικής Αττικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου