27.2.10

Παρέμβαση της Γιώτας Ιωαννίδου

Είναι εξαιρετικά δύσκολο να συζητήσει κανείς στα σοβαρά για την εκπαιδευτική πολιτική για τους μετανάστες, με το δεδομένο ενός κυβερνητικού Προγράμματος Σταθερότητας που μειώνει τις ήδη ελλειμματικές δαπάνες για την εκπαίδευση, καταρακώνει τις αποδοχές των εκπαιδευτικών, μειώνει δραματικά τις προσλήψεις και τους απαξιώνει εν γένει. Η πραγματικότητα που διαμορφώνουν αυτές οι επιλογές, κάνουν τις κυβερνητικές εξαγγελίες για καινοτομίες και «πρώτα ο μαθητής», να φαντάζουν τουλάχιστον αναξιόπιστες. Αλλά εγώ ήρθα εδώ να σας μιλήσω για…
το Ριζά, τη Μπρισίλντα, την Ταγιάνα, τον Άντυ, το Ραμαζάν, τον Έρσι, την Ερίλντα, τον Κωνσταντίν, το Γεράσιμο, το Γιώργο, το Γιάννη και την Ελένη, που ζουν στον Ασπρόπυργο και πηγαίνουν στο ίδιο γυμνάσιο. Από το δεύτερο όροφο του κτηρίου βλέπουν εργοστάσια και πολυκατοικίες, κτήματα με φιστικιές και ελιές αλλά και κοντέινερ, ασπρισμένες μάντρες και χείμαρρους γεμάτους σκουπίδια και έναν ουρανό μόνιμα θυμωμένο με καπνούς και αιωρούμενα σωματίδια. «Τον Ασπρόπυργο τον καταλαβαίνεις όταν μπαίνεις στην Αττική από τη μυρωδιά του», όπως μου έλεγε πέρσι ο Κέλντι, όταν γυρνούσαμε από την σχολική εκδρομή και νοσταλγούσε το χωριό του στην Αλβανία. Ή αλλιώς όπως διαπίστωνε ο Γιώργος στο μάθημα της γεωγραφίας για τη διαμόρφωση των πόλεων και των δρόμων, σχετικά με την εργασία: «εμείς δεν έχουμε πρόβλημα κυρία, γιατί η πόρτα του εργοστασίου είναι απέναντι από το σπίτι μας»…


Περίπου 300 μαθητές και 38 καθηγητές, που μπαίνουν σε τάξεις είναι το ανθρώπινο δυναμικό του συγκεκριμένου γυμνασίου, μεταξύ των οποίων κι εγώ, εδώ και τρία χρόνια. Το 2003, το γυμνάσιο χαρακτηρίστηκε σαν ένα από τα δύο σχολεία όπου ο αριθμός των αλλοδαπών μαθητών, έφτασε στο ποσοστό ρεκόρ του 86%! Το άλλο σχολείο, με ποσοστό 93,4% ήταν κι αυτό στον Ασπρόπυργο. (εφημερίδα Νέα 22/02/2003) Ήταν το αποτέλεσμα ενός μεγάλου κύματος μετανάστευσης, στην περιοχή του Θριάσιου, όπου οι βιομηχανίες και οι επιχειρήσεις ζητούσαν φθηνό εργατικό δυναμικό. Σήμερα ο μαθητικός πληθυσμός αποτελείται κυρίως από παιδιά μεταναστών και παλιννοστούντων , που γεννήθηκαν και τελείωσαν το δημοτικό σχολείο, στην Ελλάδα. Στα στατιστικά δελτία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (αρχείο 3ου γυμνασίου Ασπροπύργου) καταγράφονται με βάση την προέλευση των μαθητών: 31% από Ρωσία (συμπεριλαμβάνονται και από Καζακστάν, Γεωργία, Αμπχαζία κλπ), 10% από Αλβανία, 17% Ρομά, και 0,9% από Τουρκία, Βουλγαρία και Ρουμανία. Αξίζει να επισημάνουμε ότι το 40% των μαθητών που εγγράφηκαν φέτος στην Α γυμνασίου υπερέβαιναν την «υποχρεωτική» ηλικία από 1 έως 4 χρόνια. Επίσης το 60% των πατέρων των μαθητών της Β και Γ τάξης και το 28% των μητέρων, δηλώνουν εργάτες ενώ το 4% άνεργοι. Πολλοί μαθητές δουλεύουν και οι ίδιοι. Το 20% των γονιών τους είναι απόφοιτοι δημοτικού. Το ποσοστό της μαθητικής διαρροής κυμαίνεται από 10 – 16%, από χρονιά σε χρονιά. Γενικότερα στον Ασπρόπυργο, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα σχολικής στέγης, παρόλη τη γενική οικονομική ευρωστία του Δήμου. Τα 2 από τα 4 γυμνάσια στεγάζονται σε λυόμενα, το ένα γενικό λύκειο έχει πρόβλημα χώρου και το ΕΠΑΛ, δε δέχεται εγγραφές μαθητών, αφού στεγάζεται σε ένα ενοικιασμένο διαμέρισμα. Υποβαθμισμένο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, διαρρηγμένος οικογενειακός ιστός (ένας γονέας κλπ), η πολιτεία και ο Δήμος απόντες δια της μεγαλοστομίας τους! Τα προγράμματα υποδοχής ή τα παράλληλα τμήματα (με λιγότερους μαθητές στην τάξη) λειτούργησαν περισσότερο ως εκτονωτική τακτική στην πρώτη φάση και λιγότερο κατόρθωσαν να βοηθήσουν στην ένταξη των μαθητών σε ένα περιβάλλον μάθησης. Η ανυπαρξία δομών παρακολούθησης, στήριξης και υποστήριξης – ενίσχυσης σε ατομικό, οικογενειακό επίπεδο των μαθητών, μαθησιακά, ψυχολογικά, οικονομικά κλπ αποκαλύπτει , ότι πρόκειται για μέτρα διαχείρισης της όξυνσης του προβλήματος.


Ο Ριζά, η Μπρισίλντα, η Ταγιάνα, ο Άντυ, ο Ραμαζάν, ο Έρσι, η Ερίλντα, ο Κωνσταντίν, ο Γεράσιμος, ο Γιώργος, ο Γιάννης και η Ελένη ξέρουν να συνεννοούνται προφορικά στα ελληνικά. Όμως οι γονείς τους συνεννοούνται με δυσκολία στα ελληνικά με τους καθηγητές τα παιδιά στο σπίτι μιλούν την μητρική τους γλώσσα αλλά και στο σχολείο όταν πονούν, τσακώνονται ή πειράζονται, προτιμούν να το κάνουν στη «δική» τους γλώσσα. Τα βιβλία τους δυσκολεύουν, το γράψιμο είναι το χειρότερό τους σημείο ακόμη κι όταν πρόκειται για αντιγραφή από τον πίνακα. Η συμπεριφορά αρκετών, προκαλεί και δοκιμάζει. Αποπνέει, σε μεγάλο βαθμό, απαξία για το παρόν και το μέλλον τους, οχύρωση απέναντι σε κριτές που κατά βάση τους υποτιμούν. Η έντονη αναζήτηση ταυτότητας και επιβεβαίωσης, τους ωθεί σε ομαδοποιήσεις με βάση την εθνικότητα. Οι αλβανοί, οι ρωσοπόντιοι, οι ρομά… Κάνουν περισσότερο παρέα μεταξύ τους, προτιμούν να κάθονται στο ίδιο θρανίο και πολλές φορές λύνουν τις διαφορές τους με επαπειλούμενες συγκρούσεις μεγαλύτερων ομάδων (από όλο τον Ασπρόπυργο) στο σχόλασμα. Και πάντα δημιουργούν και τους … «πιο κάτω», ώστε να αναβαθμίζεται η θέση τους. Αυτοί για την πλειοψηφία είναι οι πακιστανοί που βρίσκονται εκτός σχολείου. Πολύ μικρότερη είναι η τάση επιβεβαίωσης μέσα από τα μαθήματα αλλά τρομερά ελπιδοφόρα, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από παιδιά που έρχονται στο σχολείο χωρίς να ξέρουν καθόλου τη γλώσσα ή ρομά που εμφανίζουν το ψηλότερο ποσοστό διαρροής. Παιδιά, υποκείμενα δυνατοτήτων που συνήθως μας εκπλήσσουν, περισσότερο που εκφράζονται σε τόσο δυσμενές περιβάλλον. Ταυτόχρονα παιδιά σκληρά, με σοβαρά προβλήματα κοινωνικοποίησης και επικοινωνίας, που προσπαθούν να οχυρωθούν απέναντι σε ένα εχθρικό περιβάλλον βγάζοντάς του τη γλώσσα. Όπως απαντούσε και ο Ινονούτς, περσινός μαθητής μου, στις παραινέσεις μου για την ανάγκη να συζητάμε, στην τάξη όπως και στην κοινωνία, για να σε υπολογίζουν «πρώτα δέρνεις και μετά μιλάς».


Και οι καθηγητές; Πάνω από το 60% των καθηγητών αλλάζουν κάθε χρόνο. Η καθημερινή αναμέτρηση του κοινωνικού, παιδαγωγικού αλλά και μαθησιακού ρόλου μας με αυτή την πραγματικότητα, δοκιμάζει αντοχές και νεύρα. Η έλλειψη των υποδομών, αντισταθμιστικών – ενισχυτικών μέτρων, στο όνομα του κόστους αλλά και η παντελής απουσία της απαραίτητης επιμόρφωσης και συνεχούς ανατροφοδοτικής διαδικασίας, δημιουργούν την αίσθηση αδιεξόδου και αποθαρρύνουν γρήγορα προσπάθειες. Οι συνολικότερες ελλείψεις και ο ταξικός, επιλεκτικός χαρακτήρας της εκπαίδευσης αποκαλύπτεται γυμνός. Τα διλλήματα και τα ερωτήματα είναι καθημερινό φαινόμενο: Πειθαρχία, αυστηρότητα και ποινές μέχρι που; Τι νόημα έχουν οι βαθμοί; Να διαπιστώσουμε ότι αυτά τα παιδιά δεν μπορούν; Να τους κάνουμε να το πιστέψουν περισσότερο από ότι ήδη ισχύει; Με ποιους τρόπους θα τα πείσουμε για το αντίθετο; Πόσο μπορούμε να αλλάξουμε τη «μοίρα» αυτών των παιδιών; Με ποιο τρόπο θα επικοινωνήσουμε; Πώς να ρίξουμε βάρος στη μάθηση όταν δύσκολα εξασφαλίζουμε τη συλλογική λειτουργία της τάξης; Ο σύλλογος μας κρατάει ζωντανούς, η πολιτεία με τις επίσημες μορφές της μας λέει πρακτικά «ότι δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε» και η συνείδησή μας λέει να σώσουμε ότι μπορούμε, όταν δεν περιορίζεται κι αυτή στην επαγγελματική της ιδιότητα. Σίγουρα, πάντως οι μαχόμενοι εκπαιδευτικοί κατανοούμε όλο και περισσότερο ότι ο ρόλος μας δεν είναι ούτε η φιλανθρωπία, ούτε οι στατιστικές και οι μελέτες μόνο. Πολύ περισσότερο δεν είναι , να είμαστε ιμάντας αναπαραγωγής ταξικών ανισοτήτων και ιδεολογιών. Χρειάζεται πάλη μέσα κι έξω από το σχολείο. Για να βοηθήσουμε τα παιδιά των μεταναστών, όπως κι όλων των εργαζομένων να σταθούν όρθια, να γνωρίσουν, να κρίνουν, να μπορούν να αγωνιστούν κι όχι να ενσωματωθούν απλά στον καταμερισμό εργασίας και στους οικονομικούς δείκτες. Για να καταδικάσουμε τη «μετανάστευση» και κάθε πολιτική που γεννά, φτώχεια, πόλεμο κι αμάθεια. Χρειάζεται να τους πούμε την αλήθεια χωρίς περιστροφές. Για την κατάστασή τους, για το τι οδήγησε τα βήματα των γονιών τους εδώ, για το πώς θα πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Για να μπορέσουμε να «συναντήσουμε» το Ριζά, τη Μπρισίλντα, την Ταγιάνα, τον Άντυ, το Ραμαζάν, τον Έρσι, την Ερίλντα, τον Κωνσταντίν, το Γεράσιμο, το Γιώργο, το Γιάννη και την Ελένη. Και να μην κρατάμε απλά κάποιες «στιγμές», σαν λιγοστό νερό για την ξηρασία του μέλλοντος. Σαν αυτή φέτος, όταν ο Ριζά καθισμένος πάνω σε στοιβαγμένα θρανία την πρώτη ημέρα της κατάληψης, φώναξε στην φιλόλογό του (που την προηγούμενη ημέρα τους δίδασκε για την γαλλική επανάσταση) «εμείς είμαστε οι ξεβράκωτοι, κυρία… οι σανς κιλότ» ή όταν πέρσυ ο Έντυ με χαιρέτισε στο τέλος της χρονιάς, λέγοντας μου: «κυρία όμως εμείς, παρόλα αυτά εργάτες θα γίνουμε» και γέλασε όταν του ανταπάντησα: «ναι, εργάτες αλλά με μυαλό, τσαμπουκά κι αξιοπρέπεια»…


Γιατί και το τι λέμε μέσα κι έξω από τις αίθουσες και το τι και πως πράττουμε, κι αυτό διδάσκει...


Ακόμα, σε καιρούς χαλεπούς σαν τον τωρινό της κρίσης, πρέπει να νικήσουμε το φόβο, την ανημπόρια και τις ατομικές πορείες. Να μην πονάμε μόνοι μας, να μην κραυγάζουμε από μέσα μας, να παραμερίσουμε τη φιλανθρωπία ανασταίνοντας την αλληλεγγύη. Με συναισθήματα κι ιδέες πλούσιες για το κοινωνικά αναγκαίο, όχι μισοί άνθρωποι με μισές ζωές, όχι "και τι με νοιάζει εμένα" ή "τι να κάνουμε τώρα". Με όλα αυτά που αναβαπτίζουν τις μάχιμες συλλογικότητες, με μάχιμους ανθρώπους που θέλουν και μπορούν να ανοίξουν, άλλους δρόμους. Και πρέπει αυτό η κοινωνία να το αναγνωρίζει στο πρόσωπό μας, για να μην μπορεί καμιά κυβέρνηση και καμιά εξουσία να απομονώνει και να ενοχοποιεί ανθρώπους και κινήματα σαν το εκπαιδευτικό, με στόχο να τα τσακίσει.


Γιατί όπως γράφει το κείμενο που διακινήσαμε με αφορμή τον θάνατο του πατέρα δύο μαθητών μας σε εργατικό ατύχημα, σε διπλανό εργοστάσιο παραμονές Χριστουγέννων:


«Είμαστε εκπαιδευτικοί. Γνωρίζουμε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα για να διδάξουμε ένα παιδί, δεν είναι τι και πως θα του πούμε μέσα στην τάξη, αλλά πώς θα αντιμετωπίσουμε τις κοινωνικές αποσκευές που κουβαλάει μαζί του. Πού ζει; Πώς καλύπτει τις βασικές του ανάγκες; Ποιός το φροντίζει; Έχει χώρο να διαβάζει; Να ονειρεύεται και να ελπίζει πως θ’ αλλάξει τη ζωή του, ανάμεσα στις καμινάδες των εργοστασίων που του σκεπάζουν τον ουρανό;


Είμαστε εργαζόμενοι. Δεν είμαστε φιλανθρωπικός όμιλος, που εκφράζει συλλυπητήρια και κάνει εράνους. Αλλά ξέρουμε να στεκόμαστε αλληλέγγυοι με τους άλλους εργαζόμενους, τους γονείς των παιδιών που διδάσκουμε, σε αγώνα, σε χαρά και σε λύπη.


Στα κελεύσματα των κάθε φορά επίσημων πολιτικών που θέλουν την εκπαίδευση πεδίο της αγοράς και υπέρτατο θεό το κέρδος και εμάς, τους μαθητές μας και τους γονείς τους, δείκτες και νούμερα στις μελέτες τους, απαντάμε: θα μάθουμε στους μαθητές μας να εξηγούν και να κρίνουν τον κόσμο γύρω τους. Θα σταθούμε σιμά τους για να τον αλλάζουμε, αλλάζοντας κι οι ίδιοι."


Για να μην βρισκόμαστε στην ανάγκη, παραμονές Χριστουγέννων να πηγαίνουμε στο σπίτι, τους μαθητές μας, για να ακούσουν από τη μητέρα τους πως ο πατέρας τους σκοτώθηκε σε εργατικό ατύχημα. Αλλά να τραγουδάμε και να μοιράζουμε καλούδια και τη χαρά αντίδωρο και το γέλιο μεταλαβιά, για να ανθίσουν τα παιδιά όλου του κόσμου…


Γιώτα Ιωαννίδου
Εκπαιδευτικός, 3ο Γυμνάσιο Ασπροπύργου
Α ΕΛΜΕ Δυτικής Αττικής (Ελευσίνας)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου