Στη συζήτηση για το μέλλον των ανθρωπιστικών
επιστημών οι περισσότεροι ξεκινούν από
την υποχρηματοδότηση των πανεπιστημιακών
τμημάτων που θεραπεύουν αυτές τις
επιστήμες, η οποία μπορεί μελλοντικά
να οδηγήσει στον περιορισμό των
διδασκόντων, στη συρρίκνωση ή και το
κλείσιμο πανεπιστημιακών τμημάτων.
Αυτή η διαπίστωση είναι σωστή και
προφανής. Ωστόσο είναι μερική. Στην
παρέμβασή μου θα υποστηρίξω ότι το
μέλλον των τμημάτων των ανθρωπιστικών
επιστημών διαμορφώνεται από τις πιέσεις
που ασκούνται από δύο κατευθύνσεις:
αφενός από την αγορά εργασίας και
αφετέρου από τη δημοσιονομική κρίση.
Ορθά επισημαίνεται ότι η κρίση των
ανθρωπιστικών επιστημών είναι βαθειά
και παγκόσμια. Πληθαίνουν οι ηλεκτρονικές
εκκλήσεις από τις Ηνωμένες Πολιτείες
και τη Βρετανία για να διασωθούν
πανεπιστημιακά τμήματα φιλοσοφίας,
ξένων γλωσσών, ιστορίας, από τις
οικονομικές περικοπές. Σε αυτό το
γενικότερο κλίμα, θα πρέπει κανείς να
δει την ιδιαιτερότητα των ανθρωπιστικών
επιστημών στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Στην Ελλάδα οι ανθρωπιστικές (και όχι
μόνο) επιστήμες είχαν επισφραγιστεί
από τον επαγγελματικό προσανατολισμό
τους. Δεν είναι τυχαίο ότι τα αντίστοιχα
πανεπιστημιακά τμήματα και σχολές είχαν
μετονομαστεί σε «καθηγητικές σχολές».
Σκοπός τους δεν ήταν γενικά να καλλιεργήσουν
τη μελέτη και την έρευνα αλλά να
προετοιμάσουν τους αυριανούς καθηγητές
για τα γυμνάσια και τα λύκεια. Γενικότερα
εκείνη την εποχή οι απαιτήσεις από τους
πανεπιστημιακούς καθηγητές αφορούσαν
περισσότερο τη διδασκαλία και λιγότερο
την έρευνα. Οι «καθηγητικές σχολές»
άλλαξαν χαρακτήρα στη δεκαετία του
1980. Από τη μια πλευρά με το νόμο-πλαίσιο
του 1982 οι σχολές κατακερματίστηκαν σε
τμήματα, στην κατεύθυνση της όλο και
μεγαλύτερης εξειδίκευσης και παραγωγής
ερευνητικού έργου. Από την άλλη πλευρά,
σταδιακά οι «καθηγητικές σχολές» έπαψαν
να είναι πλέον «καθηγητικές» καθώς κάθε
χρόνο μειωνόταν η απορρόφηση αποφοίτων
από τη μέση εκπαίδευση.
Ελάχιστοι σήμερα από τους αποφοίτους
των τμημάτων ιστορίας, φιλολογίας ή
ξένων γλωσσών θα διοριστούν στη μέση
εκπαίδευση. Η αύξηση του αριθμού των
πανεπιστημιακών τμημάτων στις κοινωνικές
και ανθρωπιστικές επιστήμες και η
συνακόλουθη μαζικοποίηση των πανεπιστημίων
διόγκωσε περαιτέρω τον αριθμό των
αποφοίτων που αναζητούσαν εργασία σε
μια ασαφή αγορά εργασίας. Με δυο λόγια,
τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε πλήρης
αποσύνδεση των πανεπιστημιακών τμημάτων
ανθρωπιστικών σπουδών από την αγορά
εργασίας. Αυτή η εξέλιξη σε άλλες χώρες
οδήγησε στη μείωση του αριθμού των
φοιτητών που παρακολουθούσαν τα
αντίστοιχα τμήματα, με αποτέλεσμα τη
μείωση των εσόδων, με αποτέλεσμα τη
συρρίκνωση των τμημάτων, κλπ. Στην Ελλάδα
αυτή η εξέλιξη αποσοβήθηκε (μέχρι
στιγμής) λόγω του συστήματος εισαγωγής
στα πανεπιστήμια, τη θέση που κατέχει
η πανεπιστημιακή μόρφωση και ειδικά το
πτυχίο στο συλλογικό φαντασιακό της
ελληνικής κοινωνίας αλλά και την
προσδοκία ότι ίσως τελικά καταφέρουν
να εργαστούν στον ευρύτερο χώρο της
εκπαίδευσης. Ωστόσο, το πρόβλημα παραμένει
και τίθεται επιτακτικά από διαφορετικές
πλευρές: την επανασύνδεση του πανεπιστημίου
με την αγορά εργασίας, ή πιο εύσχημα με
τις ανάγκες της κοινωνίας.
Δεν βάζω τη φράση ανάγκες της κοινωνίας
εντός εισαγωγικών, γιατί το αίτημα για
σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά
εργασίας δεν τίθεται μόνο από την
κυβέρνηση ή τις επιχειρήσεις. Οι ίδιοι
οι φοιτητές το θέτουν, αντιμετωπίζοντας
το φάσμα της ανεργίας μετά την αποφοίτησή
τους. Οι ίδιοι οι φοιτητές ζητούν την
εισαγωγή στο πρόγραμμα σπουδών μαθημάτων,
συνήθως ασχέτων με τις ανθρωπιστικές
επιστήμες, που θα τους επιτρέψουν να
έχουν αυξημένα προσόντα στην αγορά
εργασίας. Οι ίδιοι οι φοιτητές
αντιμετωπίζουν τα μεταπτυχιακά
προγράμματα σπουδών ως ευκαιρία
πολύ-ειδίκευσης που θα τους επιτρέψει
να έχουν αυξημένα προσόντα στην αγορά
εργασίας. Συνεπώς σε αυτό το σημείο
υπάρχει διχοστασία ανάμεσα στο πώς
εμείς βλέπουμε το πανεπιστήμιο και πώς
οι φοιτητές. Παρόλα αυτά την αγωνία τους
αυτή δεν μπορούμε να την παραβλέψουμε
ούτε πολύ περισσότερο να την απορρίψουμε
υπερασπιζόμενοι ένα πανεπιστήμιο το
οποίο στην ουσία ποτέ δεν υπήρξε –γιατί,
όπως προανέφερα, το προηγούμενο μοντέλο
για τις ανθρωπιστικές επιστήμες στην
Ελλάδα δεν ήταν ένα πανεπιστήμιο
ακαδημαϊκής έρευνας και διδασκαλίας
αλλά ένας μηχανισμός παραγωγής καθηγητών
μέσης εκπαίδευσης. Άρα το πρώτο σημείο
είναι ότι η κοινωνική πίεση και η αγορά
εργασίας ήδη επηρεάζουν τα προγράμματα
σπουδών στα πανεπιστημιακά τμήματα
ανθρωπιστικών σπουδών. Αυτό δεν είναι
απαραίτητα κακό, καθώς μπορεί να οδηγήσουν
στη βελτίωση και τον εμπλουτισμό των
προγραμμάτων σπουδών. Το πιο χαρακτηριστικό,
και θετικό παράδειγμα, αυτής της πίεσης
είναι η καθιέρωση του μάθηματος της
μουσειολογίας το οποίο πλέον διδάσκεται
σε όλα τα τμήματα ιστορίας και αρχαιολογίας.
Την αγωνία των φοιτητών εκμεταλλεύεται
και το Υπουργείο Παιδείας όταν λαϊκιστικά
επιγράφει ένα κεφάλαιο του κειμένου
διαβούλευσης με τον τίτλο «πτυχία με
αντίκρισμα», επαναλαμβάνοντας σύνθημα
των φοιτητικών παρατάξεων. Αφετηρία
του υπουργείου, ωστόσο δεν είναι η αγωνία
των φοιτητών, αλλά η δημοσιονομική
κρίση. Εάν κάτι σηματοδοτεί το κείμενο
διαβούλευσης σε επίπεδο πολιτικής για
την εκπαίδευση είναι η πρόθεση της
κυβέρνησης να μειώσει και διαφοροποιήσει
τη χρηματοδότηση προς τα πανεπιστήμια,
να εγκαταλείψει σταδιακά αυτόν τον
πυλώνα δημόσιας πολιτικής αφού πρώτα
όμως θα τον έχει προσαρμόσει στις
απαιτήσεις της αγοράς. Δεν θεωρώ ότι
είναι κάτι συγκυριακό, ότι οφείλεται
δηλαδή στην τρέχουσα οικονομική κρίση
αλλά αποτελεί στρατηγική επιλογή για
το μέλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Το βάρος της όποιας δημόσιας χρηματοδότησης
θα δοθεί στην κάλυψη των αναγκών
διδασκαλίας, οι οποίες θα αυξηθούν λόγω
της προβλεπόμενης περαιτέρω μαζικοποίησής
της, ενώ η έρευνα θα καλύπτεται με
ανταγωνιστική διαδικασία για συγκεκριμένα
ερευνητικά έργα τα οποία σε μεγάλο βαθμό
θα χρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Από
αυτήν την άποψη δεν είναι τυχαίο ότι το
«κείμενο διαβούλευσης» ελάχιστα λέει
για τις κατευθύνσεις και την πολιτική
έρευνας. Το ουσιαστικό ζήτημα είναι ότι
η απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση
των πανεπιστημίων, θα υποχρεώσει τα
πανεπιστημιακά τμήματα να αναζητήσουν
αλλού πόρους για τη συνέχιση της
λειτουργίας τους. Η εισαγωγή διδάκτρων
θα ανοίξει το δρόμο για τη συρρίκνωση
ή και το οριστικό κλείσιμο των τμημάτων
ανθρωπιστικών τμημάτων.
Νομίζω ότι δεν θα πρέπει να τρέφουμε
ψευδαισθήσεις. Η στενότερη σύνδεση του
πανεπιστημίου με τις ανάγκες της αγοράς,
οδηγεί στην υποβάθμιση και τη συρρίκνωση
των ανθρωπιστικών επιστημών, γιατί όπως
γνωρίζουμε οι ανθρωπιστικές επιστήμες
δεν ενδιαφέρουν τον κόσμο των επιχειρήσεων.
Επιπλέον, η πίεση προσαρμογής στις
απαιτήσεις της αγοράς αλλά και της
αγοράς εργασίας είναι πιθανόν να
οδηγήσουν στη μετάλλαξη των αντίστοιχων
πανεπιστημιακών τμημάτων σε χώρους
παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών,
κατάρτισης και πιστοποίησης προσόντων
και, βέβαια, στην πλήρη εξαφάνιση της
έρευνας. Η προοπτική, δηλαδή, δεν είναι
ο εμπλουτισμός των προγραμμάτων σπουδών
των τμημάτων ανθρωπιστικών σπουδών με
νέα γνωστικά αντικείμενα που ανταποκρίνονται
στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της αγοράς
εργασίας αλλά η μετατροπή αυτών των
τμημάτων σε χώρους παροχής συμπληρωματικών
γνώσεων σε φοιτητές άλλων σχολών.
Ας το πούμε χωρίς περιστροφές: χωρίς
δημόσια χρηματοδότηση τα τμήματα
ανθρωπιστικών σπουδών θα πάψουν να
λειτουργούν. Το αίτημα για την εξασφάλιση
δημόσιας χρηματοδότησης των ανθρωπιστικών
επιστημών θα πρέπει να θέσει στο επίκεντρο
της συζήτησης την έννοια του «δημοσίου».
Τις τελευταίες δεκαετίες και πολύ πιο
επιθετικά τα τελευταία χρόνια, ο ρόλος
του κράτους συρρικνώνεται και η αξία
του «δημοσίου» βάλλεται. Η μείωση του
ρόλου του κράτους έχει γίνει αξίωμα
στην τρέχουσα, κυρίαρχη σκέψη, χωρίς να
έχει προηγηθεί συζήτηση για το τι κράτος
θέλουμε. Αντίστοιχα όλα τα αγαθά και οι
υπηρεσίες πλέον γίνονται αντιληπτά ως
εμπορεύματα που προορίζονται για την
αγορά και έχει αποκλειστεί από την
συζήτηση η διερώτηση για το τι είναι
και ποια είναι η αξία του «δημόσιου».
Ο Tony Judt σε
μια από τις τελευταίες του διαλέξεις
πριν περίπου έναν χρόνο υποστήριζε ότι
το πρόβλημα σήμερα σε μεγάλο βαθμό είναι
discursive, ότι στη σύγχρονη
σκέψη και συζήτηση έχει επικρατήσει
ένας συγκεκριμένος τρόπος αντίληψης
των πραγμάτων. Όταν συζητάμε για μια
πρόταση ή μια πρωτοβουλία, έλεγε «δεν
ρωτάμε εάν είναι καλή ή κακή. Αντίθετα
μας ενδιαφέρει εάν είναι αποτελεσματική,
εάν είναι παραγωγική, εάν θα ωφελήσει
το ακαθάριστο εθνικό προϊόν, εάν θα
συμβάλλει στην ανάπτυξη». Η τάση να
αντιλαμβανόμαστε τα ζητήματα γνώσης,
έρευνας, εκπαίδευσης μέσα από μια λογική
κέρδους και ζημίας –μια οικονομική
λογική με την πιο στενή έννοια- έρχεται
να στραφεί εναντίον των θεμελίων και
των σκοπών της δημόσιας πολιτικής.
Η αγωνία για το μέλλον των ανθρωπιστικών
σπουδών είναι μια ευκαιρία να θέσουμε
στο επίκεντρο της συζήτησης την έννοια
του «δημοσίου». Η δημοσιονομική κρίση
και το αξίωμα «λιγότερο κράτος», οδηγούν
στην εγκατάλειψη αυτού που γενικότερα
θα ονομάζαμε «δημόσιο» – δηλαδή, δημόσια
εκπαίδευση, δημόσια αγαθά, δημόσιες
πολιτικές, δημόσια συμφέροντα. Η πρόσφατη
παρομοίωση των πανεπιστημίων με την
«Ολυμπιακή», όσο εξοργιστική και εάν
είναι, δείχνει την κρατούσα λογική, της
υποβάθμισης της εκπαίδευσης σε άλλη
μια «υπηρεσία» και της εξομοίωσης των
πανεπιστημίων με οποιαδήποτε άλλη
«προβληματική, ζημιογόνα επιχείρηση».
Άρα σήμερα που συζητάμε για το μέλλον
των ανθρωπιστικών σπουδών, στην ουσία
μιλάμε για το μέλλον του πανεπιστημίου,
για το μέλλον του δημόσιου γενικότερα.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να προβάλλουμε
και να διεκδικήσουμε τη γνώση των
ανθρωπιστικών σπουδών ως δημόσιο αγαθό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου