11.5.11

Μαρία Δαμηλάκου: Από φτωχά εργατοκόριτσα, «βασίλισσες της εργασίας»: αναπαραστάσεις της γυναικείας εργασίας στην Αργεντινή του Περόν, 1946-1955

Αυτή η παρουσίαση βασίζεται σε συλλογική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του αρχείου «Archivo de Palabras e Imágenes de Mujeres», με έδρα το Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες. Επιχειρεί να προσεγγίσει τη διαδικασία κατασκευής των εργαζομένων γυναικών ως νέων κοινωνικών υποκειμένων στην Αργεντινή κατά την πρώτη φάση του περονισμού (1946-1955). 


Τελευταίως γίνεται πολύς λόγος για την Αργεντινή και επιχειρούνται συγκρίσεις, όχι πάντοτε επιτυχείς, ανάμεσα στην κρίση που γνώρισε αυτή η χώρα το 2000-2001, με την τωρινή ελληνική κρίση. Ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές, το θέμα της εργασίας κατέχει και στις δυο περιπτώσεις κεντρική θέση. Θεωρώ, λοιπόν, ότι μια διερεύνηση της ιστορίας της εργασίας και των εργαζομένων στην Αργεντινή μπορεί να έχει ευρύτερο ενδιαφέρον σήμερα.
Ο περονισμός, στη λεγόμενη «ιστορική» του φάση, είναι το πολιτικό κίνημα που παρά τις αδιαμφισβήτητες αυταρχικές πτυχές του, ενσωμάτωσε την εργατική τάξη στην πολιτική ζωή της Αργεντινής. Η πολύ πλούσια αργεντινή και διεθνής βιβλιογραφία γύρω από το θέμα έχει μελετήσει διεξοδικά τη θεσμική πλευρά αυτής της ενσωμάτωσης, κυρίως την προνομιακή σχέση των συνδικάτων με το περονικό καθεστώς, την εργασιακή νομοθεσία, την κατασκευή του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων του πολίτη. Μόλις πρόσφατα, ωστόσο, έχει αρχίσει να μελετάται το πώς ο περονισμός, από τη δεκαετία του 1940, κατασκεύασε τον εργαζόμενο άνδρα και την εργαζόμενη γυναίκα ως νέα κοινωνικά υποκείμενα. Αυτή η κατασκευή ήταν αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης, από τη μια πλευρά, της ηγεμονικής δράσης του περονικού κράτους και του νέου κοινωνικού σχεδιασμού που επιχείρησε ο Περόν, και της υποκειμενικότητας των εργαζομένων, από την άλλη. Στην ανακοίνωσή μου αυτή θα αναφερθώ στις πολιτισμικές και «παραστασιακές» πρακτικές του περονισμού και στις σημασίες τους, μέσα από την παρουσίαση των διαγωνισμών ομορφιάς των εργαζομένων γυναικών που καθιέρωσε το περονικό καθεστώς.
Αυτά τα ιδιότυπα «καλλιστεία» ξεκίνησαν το 1947 και λάμβαναν χώρα κάθε πρώτη Μαΐου. Αποτελούσαν μέρος των νέων τελετουργιών που επινόησε ο περονισμός προκειμένου να ανασημασιοδοτήσει την ημέρα της εργατικής Πρωτομαγιάς. (φωτο 1) Οι διαγωνιζόμενες νεαρές γυναίκες, ηλικίας 16 ως 20 ετών, εκπροσωπούσαν, μετά από μια διαδικασία εσωτερικής επιλογής, ένα συνδικάτο ή τον κύριο παραγωγικό κλάδο της επαρχίας τους, όπως την παραγωγή βαμβακιού, ζαχαροκάλαμου, κ.ά. Την ημέρα της Πρωτομαγιάς γινόταν η επιλογή της λεγόμενης «βασίλισσας της εργασίας», η οποία στεφόταν από την Εύα Περόν, όσο αυτή ζούσε, και στη συνέχεια από τον ίδιο τον Περόν. (φωτο 2, 3, 4) Ο διαγωνισμός αυτός ήταν η τμήμα μιας ολόκληρης σκηνοθεσίας που περιλάμβανε ομιλίες του Περόν και συνδικαλιστών ηγετών, καλλιτεχνικά νούμερα, παρέλαση αρμάτων με συμβολικό περιεχόμενο και κυρίως παρέλαση της «βασιλικής» άμαξας με τις διαγωνιζόμενες μέσα από τους κατάμεστους από τα πλήθη του κόσμου δρόμους του Μπουένος Άιρες. (φωτο 5) Η «νέα» Πρωτομαγιά που δημιούργησε ο Περόν μέσα από την οικειοποίηση εργατικών συμβόλων, ήταν μέρα γιορτής, σε αντίθεση με τους μέχρι τότε εορτασμούς που από το 1890 είχαν ως στόχο τη διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης και συνδέονταν συχνά με την κρατική καταστολή.
Αυτές οι «παραστασιακές» πρακτικές δεν ήταν απλά μέρος των προπαγανδιστικών εργαλείων που χρησιμοποίησε ο περονισμός για να χτίσει μια νέα πολιτική συναίνεση. Θέτουν ευρύτερα ερωτήματα γύρω από τη σχέση πολιτικής εξουσίας, δημόσιων τελετουργιών και γυναικείας ομορφιάς, από τις σχέσεις των φύλων, καθώς και γύρω από τους τρόπους κατασκευής της εργαζόμενης γυναίκας ως κοινωνικού υποκειμένου. Η δημόσια έκθεση της ομορφιάς της εργαζόμενης γυναίκας και η αναπαράστασή της ως «βασίλισσας» έγινε μέρος του «οπτικού ασυνείδητου» του περονισμού και σφράγισε μια σημαντική ιδεολογική στροφή: δήλωνε όχι μόνο την καταξίωση της γυναικείας εργασίας αλλά και το ότι η εργαζόμενη γυναίκα μπορούσε τώρα να θεωρείται όμορφη και να κερδίζει τον θαυμασμό. Αυτές οι νέες εικόνες έρχονταν σε πλήρη αντιπαράθεση με την παραδοσιακή αναπαράσταση της εξαθλιωμένης φυσικά, ψυχικά και ηθικά εργάτριας που εγκατέλειπε την οικογενειακή εστία. Πρέπει να σημειωθεί ότι παρόλο που οι διαγωνιζόμενες έπρεπε υποχρεωτικά να ανήκουν σε κάποιο συνδικάτο, εκλέγονταν με βάση όχι την απόδοσή τους στην εργασία αλλά με κριτήρια ομορφιάς. Αυτά τα κριτήρια δεν ήταν, βέβαια, ελεύθερα ούτε τυχαία. Στην αναπαράσταση της γυναικείας ομορφιάς υπήρχαν «προνομιακές ζώνες»: η έμφαση των περιγραφών δινόταν στα λαμπερά μάτια, στο χαμόγελο, στα μαύρα μαλλιά, σε κάποια χαριτωμένη ελιά στο μάγουλο. (φωτο 6, 7) Στο σώμα δεν υπήρχαν αναφορές γιατί θα μπορούσαν να συνδυαστούν με σεξουαλικά υπονοούμενα. Επιπλέον οι κοπέλες που εκπροσωπούσαν την εργασία έπρεπε να ανταποκρίνονται στα πρότυπα της «κρεολής φυσικής ομορφιάς» γιατί εκπροσωπούσαν «τη δόξα της Νέας Αργεντινής».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι νέες εικόνες της εργαζόμενης γυναίκας έρχονταν εν μέρει σε αντίθεση με τη γενικά συντηρητική αναπαράσταση της γυναίκας από τον περονισμό, η οποία διατήρησε πολλά παραδοσιακά χαρακτηριστικά που παρέπεμπαν στον ρόλο της ως μητέρας, συζύγου, υπεύθυνης της οικογενειακής εστίας. (φωτο 8) Στην κυρίαρχη εικονογραφία της γυναίκας, ακόμα και αυτή την εποχή, κυριαρχούσαν οι οικιακές εικόνες: κοπέλες μπροστά σε μια ραπτομηχανή, σύζυγοι που καλωσορίζουν τον άντρα τους που επιστρέφει από τη δουλειά, μητέρες που φιλούν τα παιδιά τους που πάνε στο σχολείο. Ως προς το θέμα των ρόλων των φύλων, ο περονισμός δεν είχε μεγάλες διαφορές από άλλες παλαιότερες ιδεολογίες, όπως ο σοσιαλισμός, ο αναρχισμός ή ο κοινωνικός καθολικισμός, με τις οποίες κατά τα άλλα είχε λίγα κοινά σημεία. Ωστόσο, παρά τις συνέχειες που παρατηρούνται στη γυναικεία αναπαράσταση από τον περονισμό, οι εικόνες της εργαζόμενης γυναίκας που προβλήθηκαν με αφορμή τον διαγωνισμό της Πρωτομαγιάς, έγιναν η επιτομή του «μοντέρνου». Αυτό το «μοντέρνο» στοιχείο μπορεί να διακριθεί εύκολα στις φωτογραφίες που τις παρουσιάζουν να επισκέπτονται εργοστάσια, εργατικές ενώσεις και τα γραφεία εφημερίδων, να φτάνουν στο αεροδρόμιο του Μπουένος Άιρες από τις επαρχίες τους ή να κάνουν βόλτες με ξεσκέπαστα αμάξια στην πόλη. (φωτο 9, 10) Αυτές οι φωτογραφίες τους έμοιαζαν με εκείνες που δημοσιεύονταν στα γυναικεία περιοδικά μαζικής κυκλοφορίας. (φωτο 11) Εξάλλου, ορισμένες «βασίλισσες της εργασίας» διαφήμισαν το γνωστό σαπούνι προσώπου “Manuelita”. (φωτο 12)
Η οπτική κουλτούρα του περονισμού εκφράζει τις αντιφάσεις που υπήρχαν στην ιδεολογία του: η διαδικασία της καταξιωμένης ενσωμάτωσης της γυναίκας στον κόσμο της εργασίας, κυρίως της προερχομένης από τα λαϊκά στρώματα, η οποία όντως πραγματοποιήθηκε την εποχή του περονισμού, συνυπήρχε με την επιβεβαίωση της υποδεέστερης θέσης της. Η κατάδειξη της «φυσικής» ομορφιάς της εργαζόμενης γυναίκας γινόταν το όχημα της διατήρησης της άνισης εξουσίας των δύο φύλων στον πολιτικό και στον εργασιακό χώρο. Στη μεγαλοπρεπή παρέλαση του 1951 η «βασίλισσα της εργασίας» παρέλασε ανάμεσα στο πλήθος μέσα στη λαμπρή άμαξά της. «Όμορφη και χαμογελαστή», έγραφαν οι εφημερίδες. Αλλά η παρέλαση συμπεριλάμβανε επίσης το άρμα των «γενναίων εργατών που κατέρριψαν τα ρεκόρ παραγωγής». Στην Αργεντινή της εκβιομηχάνισης οι άνδρες ήταν οι κύριοι εκπρόσωποι της εργασίας και της εξουσίας. (φωτο 13) Την εθνική προσπάθεια για τη δημιουργία οικονομικής αυτάρκειας εκπροσωπούσε ένας άνδρας βιομηχανικός εργάτης με ολόσωμη φόρμα. Οι εργαζόμενες γυναίκες κατείχαν μια προνομιακή θέση στο περονικό φαντασιακό, αποκτούσαν δύναμη και χάρισμα, αλλά αυτά τα στοιχεία δεν ήταν αρκετά για να αμφισβητήσουν την καθιερωμένη δομή της εξουσίας. Εξάλλου, με εξαίρεση τα πρώτα χρόνια που ζούσε η Εύα Περόν, οι κριτές των «βασιλισσών της εργασίας» ήταν άνδρες: ο Περόν, ο αρχιεπίσκοπος του Μπουένος Άιρες και όλη η ηγεσία της Εργατικής Συνομοσπονδίας. Δηλαδή, όλοι οι εκπρόσωποι του ηγεμονικού περονικού κράτους.
Στην οργάνωση αυτών των καλλιστείων που αποτελούσαν πολιτικό γεγονός, πρωταγωνιστούσαν η Εργατική Συνομοσπονδία Αργεντινής και ο φιλοπερονικός τύπος. Με άλλα λόγια, οι νέες αναπαραστάσεις της εργαζόμενης γυναίκας μέσα από αυτόν τον διαγωνισμό ήταν αποτέλεσμα των πολιτισμικών επιλογών των κύριων μηχανισμών στήριξης του περονικού κράτους. Ωστόσο, αυτή η κυρίαρχη δράση βρισκόταν σε σχέση αλληλεπίδρασης με την υποκειμενικότητα των ίδιων των εργαζομένων γυναικών που έδιναν τα δικά τους νοήματα σε αυτές τις εορταστικές εκδηλώσεις. Αυτή η υποκειμενικότητα χτιζόταν μέσα από αντιφατικούς τρόπους πρόσληψης της θέσης τους. Επιπλέον, οι εργαζόμενες κοπέλες δεν έβλεπαν πάντα τον εαυτό τους όπως τις έβλεπαν οι άλλοι. Στις συνεντεύξεις τους που δημοσιεύονταν στον τύπο της εποχής, οι περιγραφές της εμπειρίας της συμμετοχής τους στα εργατικά «καλλιστεία» παραπέμπουν στο «παιχνίδι»: ήταν νεαρές κοπέλες που «δοκίμαζαν την τύχη τους» σε έναν διαγωνισμό που τις οδηγούσε στη μεγάλη πόλη και στα φώτα της δημοσιότητας και τους χάριζε δώρα, ταξίδια και φήμη. Διακατέχονταν από συγκρουόμενα αισθήματα, δισταγμό, ντροπή, νεανικό ενθουσιασμό, τάση να υποβιβάσουν τη νίκη τους. Αυτή η στάση απέχει πολύ από το πολιτικό και ηθικό νόημα που απέδιδε στον διαγωνισμό το περονικό κράτος. Οι προσδοκίες τους, έτσι όπως εκφράζονταν στις συνεντεύξεις τους, ήταν πάντα οι ίδιες: να παντρευτούν, να κάνουν παιδιά, κάποιες να σπουδάσουν οικιακή οικονομία. Γνώριζαν ότι εκπροσωπούσαν τις προσπάθειες του έθνους για τη δημιουργία μιας «νέας Αργεντινής» αλλά εκείνες πάνω απ’ όλα ήθελαν να είναι «οι βασίλισσες του σπιτιού τους».
Η επιθυμία να συνεχίσουν τη ζωή τους χωρίς ρήξεις συνυπήρχε με την έλξη που ασκούσε η αλλαγή. Η Aida Beaumé, μία από τις «βασίλισσες», όταν ρωτήθηκε από τους δημοσιογράφους της εποχής αν ήθελε να γίνει σταρ του κινηματογράφου, είπε: «Δεν μπορώ να αλλάξω γνώμη σε δυο μέρες. Είμαι αρραβωνιασμένη και θα παντρευτώ. Η μεγαλύτερή μου επιθυμία είναι να δημιουργήσω σπιτικό και να κάνω παιδιά». Και πρόσθεσε: «Αν είχα τη δυνατότητα να διαλέξω τη ζωή μου, θα είχα γίνει δικηγόρος». Σίγουρα υπήρχαν όρια στην εκπλήρωση των ονείρων. Για τα κορίτσια των λαϊκών τάξεων δεν ήταν εύκολο να ξεφύγουν από τις έμφυλες προσδοκίες που περιστρέφονταν γύρω από την οικογενειακή εστία. Οι φωτογραφίες και τα λόγια αυτών των νεαρών γυναικών άγγιζαν το γυναικείο κοινό που ταυτιζόταν μαζί τους. Οι κοπέλες αυτές έγιναν μέρος μιας μαζικής λαϊκής κουλτούρας που εκφραζόταν μέσα από το ραδιόφωνο και τα περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας και η οποία καθιστούσε τη γυναίκα υποκείμενο και αντικείμενο. Εξάλλου, οι συγκεκριμένες εργάτριες είχαν κάτι από την Εβίτα: ήταν ταπεινά κορίτσια που έγιναν «βασίλισσες». Οι σημασίες που δίνονταν στον διαγωνισμό από τις συμμετέχουσες περιείχαν αντιφάσεις και άλλαζαν με το πέρασμα του χρόνου. Η Edna Constantini, στη συνέντευξη που μας έδωσε μερικά χρόνια πριν, μας είπε: «… μείναμε σε ξενοδοχείο, στο Royal, νομίζω, πολύ όμορφο. Ήμασταν όλες εκεί, μια ωραία ομάδα, από όλες τις επαρχίες… Δεν ήταν αυτό που λέμε διαγωνισμός ομορφιάς, ήταν ένας τρόπος να τιμηθεί η εργαζόμενη γυναίκα». Στην αναδρομική κατασκευή της εμπειρίας έπαιζαν ρόλο πολλοί παράγοντες: ο απόηχος της σύνδεσης της όμορφης εργάτριας με την ηθική εκτροπή, οι σύγχρονες κριτικές των καλλιστείων ως μέσων εμπορευματοποίησης του γυναικείου σώματος, η περηφάνια που ξυπνά μετά από χρόνια συνταξιοδότησης η ιδιότητα της εργαζόμενης γυναίκας, ίσως και η παραδοχή της περονικής ταυτότητας, η οποία τις επόμενες δεκαετίες καταδιώχθηκε από την κρατική τρομοκρατία. Η Edna κατά τη διάρκεια της τελευταίας δικτατορίας έσκισε το εξώφυλλο του περιοδικού που είχε τη φωτογραφία της από φόβο μήπως πέσει στα χέρια της Ασφάλειας.
Οι διαγωνισμοί ομορφιάς των εργαζομένων γυναικών σταμάτησαν μετά τη βίαιη ανατροπή του περονισμού το 1955. Επαναλήφθηκαν τα έτη 1973 και 1974, όταν επέστρεψε στην εξουσία, αλλά χωρίς μεγάλη επιτυχία. Σε αυτή τη δεύτερη φάση του περονισμού ήταν οι ριζοσπαστικοποιημένοι πολιτικά νέοι αυτοί που κυριάρχησαν στους δρόμους και όχι οι εργάτες.
Κλείνοντας, μπορούμε να πούμε ότι ο λεγόμενος «ιστορικός» περονισμός κατέστησε τους συγκεκριμένους διαγωνισμούς τμήμα μιας μαζικής κουλτούρας που εξυπηρετούσε τους σκοπούς του καθεστώτος. Πέρα από τον αναμφισβήτητα δημαγωγικό χαρακτήρα αυτών των πολιτισμικών πρακτικών, νομίζω ότι αξίζει να σταθούμε στο ιστορικό πλαίσιο που επέτρεψε σε ένα μαζικό πολιτικό κίνημα όπως τον περονισμό να δώσει στην εργαζόμενη γυναίκα κεντρική θέση στον ηγεμονικό λόγο που κατασκεύασε. Πριν ολοκληρώσω θέλω να γυρίσω στην αρχική παρατήρησή μου: νομίζω ότι οι τεράστιες αλλαγές που παρατηρούνται στη διαδικασία κατασκευής του εργαζόμενου άνδρα και της εργαζόμενη γυναίκας ως κοινωνικών υποκειμένων στην Αργεντινή, από τη δεκαετία του 1940 ως τη δεκαετία του 1990 που άλλαξε ριζικά η ίδια τη έννοια της εργασίας, προσφέρονται για συζήτηση μέσα στο πλαίσιο της τωρινής κρίσης που ζούμε όλοι. Παράλληλα, η υποδεέστερη θέση που κατέλαβε η γυναίκα στις πολιτικές και εργασιακές σχέσεις εξουσίας, ακόμα και στην εποχή του «ιστορικού» περονισμού, ίσως εξηγεί το γιατί σήμερα τα πρώτα θύματα της σύγχρονης αποδόμησης των εργασιακών σχέσεων και της ανεργίας είναι οι γυναίκες.

(Το κείμενο συνοδεύεται από φωτογραφικό υλικό)

Βασική βιβλιογραφία

Berger, John, About looking, Vintage International, 1991

Gené, Marcela Marta, Un mundo feliz. Las representaciones de los trabajadores en la propaganda del peronismo, 1946-1955, Μπουένος Άιρες, Univ. de San Andrés, 2001

Hayssen, Andreas, Después de la gran división. Modernismo, cultura de masas, postmpodernismo, Buenos Aires, Adriana Hidalgo editora, 2002

Lobato Mirta, María Damilakou, Lizel Tornay, “Belleza femenina, estética e ideología. Las reinas del trabajo durante el peronismo”, Anuario de Estudios Americanos, 61: 1 (2004) 233-277

Lobato Mirta, María Damilakou, Lizel Tornay, “Las reinas del trabajo bajo el peronismo”, στο M. Lobato (επιμ.), Cuando las mujeres reinaban. Belleza, virtud y poder en la Argentina en el siglo XX, Μπουένος Άιρες, Biblos, 2005, σ. 77-120

Lobato, Mirta Zaida, “Entre la protección y la exclusión. Discurso maternal y protección de la mujer obrera, Argentina, 1890-1934”, στο Juan Suriano (επιμ.), La cuestión social en Argentina, 1870-1943, Buenos Aires, Manantial, 2000

Passerini, Luisa, Storia e soggettività. Le fonti orali, la memoria, La Nuova Italia, 1988

Plotkin, Mariano, Mañana es San Perón, Buenos Aires, Ariel, 1994.

Sarlo, Beatriz, El imperio de los sentimientos, Buenos Aires, Norma, 2000.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου