«H
εργασία απoτελεί δικαίωμα και πρoστατεύεται
από τo Kράτoς, πoυ μεριμνά για τη δημιoυργία
συνθηκών απασχόλησης όλων των πoλιτών
και για την ηθική και υλική εξύψωση τoυ
εργαζόμενoυ αγρoτικoύ και αστικoύ
πληθυσμoύ. Όλoι oι εργαζόμενoι, ανεξάρτητα
από φύλo ή άλλη διάκριση, έχoυν δικαίωμα
ίσης αμoιβής για παρεχόμενη εργασία
ίσης αξίας» Σύνταγμα της Ελλάδας, αρ.22
παρ.1
Μετά
την τελευταία τριετία οικονομικής
συστημικής κρίσης στις χώρες της
Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις δραματικές
εξελίξεις στην Ελλάδα, που σήμαναν την
προσφυγή της χώρας στον οικονομικό
μηχανισμό στήριξης ΔΝΤ και Ε.Ε. , το ίδιο
το περιεχόμενο αυτού του δικαιώματος
στην εργασία τελεί υπό ‘’επανακαθορισμό’’,
τοις πράγμασι. Η παγίωση των ποσοστών
ανεργίας σε διψήφια νούμερα, η συρρίκνωση
των ενεργητικών κοινωνικών πολιτικών
για την τόνωση της απασχόλησης και η
ελαστικοποίηση του υφιστάμενου θεσμικού
πλαισίου που διέπει διαδικαστικά τις
εργασιακές σχέσεις, θέτει υπό αμφισβήτηση
το περιεχόμενο του όρου ‘’εργασιακή
απασχόληση’’ ΄όπως μορφοποιήθηκε
ιστορικά από την μεταπολεμική περίοδο
ως και το τέλος του 20ου
αιώνα.
Μέχρι
και τα τέλη της δεκαετίας του 70, η Ελλάδα
υπήρξε χώρα προέλευσης οικονομικών
μεταναστών1,
ενώ τα 2 πιο σημαντικά μαζικά αποδημικά
ρεύματα Ελλήνων προς εξεύρεση εργασίας
και καλύτερων συνθηκών ζωής σημειώθηκαν
κατά την περίοδο
1890-1930 με προορισμό τις ΗΠΑ και στην
περίοδο 1950–1973 προς τις βορειοδυτικές
ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και την Αυστραλία
και τον Καναδά. Από τις αρχές της δεκαετίας
του 1990, μετά την κατάρρευση των πρώην
κομμουνιστικών καθεστώτων στα γειτονικά
της χώρας κράτη της Βαλκανικής, η Ελλάδα
μετατρέπεται σιγά σιγά σε μια Ευρωπαϊκη
χώρα υποδοχής οικονομικών μεταναστών
ενώ με την πάροδο των χρόνων και τη
θεσμική μετάβαση των Ευρωπαικών
Κοινοτήτων σε Ευρωπαική Ένωση, η Ελλάδα,
πύλη εισόδου του Ενιαίου χώρου Schengen,
αποτέλεσε τον πρώτο αναγκαστικό προορισμό
του 80% των μεταναστευτικών ροών που
κατευθύνονται ετησίως προς την Ε.Ε. Ως
εκ τούτου, η μετανάστευση στην Ελλάδα
σήμερα έχει να κάνει αφ ενός με τους
κοινωνικά ενταγμένους οικονομικούς
μετανάστες και αφ ετέρου με τους χιλιάδες
ανθρώπους που εισρέουν στη χώρα ετησίως
με μη νόμιμο τρόπο, προς εξεύρεση
πρόχειρης απασχόλησης και δυνατότητα
transit μετάβασης σε οικονομικά εύρωστες
χώρες της Ε.Ε. Στις σημερινές συνθήκες,
η Ελλάδα, τείνει να διαδραματίσει έναν
ιδιότυπο ρόλο στην Ευρωπαϊκή μεταναστευτική
πολιτική, ο οποίος δεν έχει ιστορικά
καταγραφεί ξανά στα κράτη που συμμετείχαν
στην πορεία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης:
να αποτελέσει ταυτόχρονα χώρα προέλευσης
(ενδεχόμενο νέο κύμα μεταναστευτικής
εξόδου Ελλήνων και μόνιμα διαμενόντων
μεταναστών) και υποδοχής μεταναστευτικών
πληθυσμών (αυξανόμενες μεταναστευτικές
ροές από τις παράκτιες ανατολικές
εισόδους της χώρας που αποτελούν και
το σύνορο του χώρου Schengen νοτιοανατολικά)
προς εξεύρεση εργασίας.
Σύμφωνα
με πρόσφατα στοιχεία της Παγκόσμιας
Τράπεζας2
(Migration
And
Remittances
Factbook
2011- The
World
Bank
2011) για την Ελλάδα, ο μεταναστευτικός
πληθυσμός ως ποσοστό του συνολικού
πληθυσμού για το έτος 2010 ανέρχεται στο
ποσοστό10,1%. Το ποσοστό αυτό αφορά στη
συντριπτική πλειοψηφία νόμιμα διαμένοντες
οικονομικούς μετανάστες που εργάζονται
στη χώρα και διαμένουν με τις οικογένειές
τους, καθώς την περίοδο 1997-2009 ελάχιστες
αναγνωρίσεις προσφυγικού καθεστώτος
και διεθνούς ανθρωπιστικού καθεστώτος
έλαβαν χώρα από το ελληνικό κράτος
(π.χ., για το έτος 2009 ανέρχονται στις 65
αναγνωρίσεις συνολικά) σύμφωνα με τα
στατιστικά στοιχεία ασύλου στην Ελλάδα
για την περίοδο 1997-20103
που δημοσιεύτηκαν από την Ύπατη Αρμοστεία
του Ο.Η.Ε. για τους πρόσφυγες.
Μέχρι
και το τέλος του 2009, ο διάλογος για τις
διαστάσεις του μεταναστευτικού φαινομένου
στη χώρα με κεντρικό ερώτημα «τι είδους
πολίτες θέλουμε να είναι οι εν Ελλάδι
μόνιμα διαμένοντες αλλοδαποί υπήκοοι
τρίτων χωρών», δεν αναπτύχθηκε επαρκώς.
Αντίθετα, το πολιτικό επιχείρημα που
προβλήθηκε εκτεταμένα την πενταετία
2004-2009 εστιάστηκε στον τρόπο και το
πλαίσιο απονομής της ελληνικής ιθαγένειας
στους οικονομικούς μετανάστες και τους
απογόνους τους που διαβιούν μόνιμα στη
χώρα. Στο πλαίσιο ενός τέτοιου διαλόγου
δεν αναδείχθηκε η πάγια τοποθέτηση για
τους υπέρμαχους του κοινωνικού κράτους
και του ανοιχτού δικαιώματος στην
εργασία, που συνοψίζεται στη θέση ότι
οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διαμένουν
νόμιμα στην Ελλάδα για οικονομικούς –
βιοποριστικούς λόγους, είναι φορείς
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων αστικού
χαρακτήρα, δηλαδή πολίτες. Ως πολίτες,
μπορούν να συμμετέχουν σε μορφές δράσης
που αφορούν το δικαίωμα στην εργασία,
στη μόρφωση, στη συμμετοχή στο αστικό
περιβάλλον αλλά και να συμμορφώνονται
ως προς το ισχύον πλέγμα υποχρεώσεων
για τη νόμιμη διαμονή τους και τον
σύγχρονο τρόπο ζωής (δημόσια τάξη
κτλ)στην ελληνική επικράτεια. Στην
ελληνική έννομη τάξη ως σήμερα, καθεαυτό
το δικαίωμα στην εργασία, αναδύεται ως
το ‘’κυρίαρχο δικαίωμα’’ που εξασφαλίζει
το καθεστώς της νόμιμης και μόνιμης
διαμονής στον μετανάστη και τα μέλη της
οικογενείας του.
Οι
οικονομικοί μετανάστες είναι φορείς
διαφορετικών πολιτισμικών προτύπων
και σαν πολίτες που ζουν στον Ελληνικό
χώρο(και μπορούν να μετακινούνται στον
ευρύτερο χώρο Schengen εν προκειμένω)
καλούνται να ενσωματώσουν ένα ευρωπαϊκού
τύπου τρόπο ζωής. Δεν είναι θύματα, ούτε
υπό-ομάδα κοινωνικού στρώματος. Ζουν
ανάμεσά στους Έλληνες και καλούνται να
μοιραστούν τα ελληνικά και ευρωπαϊκά
πρότυπα επικοινωνίας και κοινωνικής
συμπεριφοράς. Στο πλαίσιο της παρούσας
κρίσης, της συρρίκνωσης του περιεχομένου
του δικαιώματος της εργασίας και του
κοινωνικού αποκλεισμού σε στρώματα και
πληθυσμιακές ομάδες, ημεδαπών και
αλλοδαπών πολιτών, η κατάρρευση φοβικών
μύθων και συμβόλων του Άλλου καθώς και
το αίτημα για υποχρέωση από μέρους της
συντεταγμένης Πολιτείας χάραξης ενιαίας
και μορφοποιημένης μεταναστευτικής
πολιτικής, δημιουργούν συνθήκες που
επανακαθορίζουν την ίδια την έννοια
της εργασίας σε επίπεδο δημόσιας
πολιτικής, ατομικού δικαιώματος και
κοινωνικής διεκδίκησης.
Σύμφωνα
με μια από τις πιο σημαντικές τοποθετήσεις
περί δικαιοσύνης του 20ου
αιώνα (όπως εκφράζεται στο έργο του
Rawls4),
τα δικαιώματα πηγάζουν από ένα «κοινωνικό
συμβόλαιο» που συνάπτεται μεταξύ έλλογων
υποκειμένων στη βάση της δικαιοσύνης
ειδομένης ως ακριβοδικία (fairness).
Παράλληλα, η ιστορική πραγματικότητα
έχει δείξει ότι πέρα και πάνω από
θεσμικούς περιορισμούς, τα δικαιώματα
εκπορεύονται εξίσου ως αποτελέσματα
κοινωνικών διεκδικήσεων και ως έκφραση
των ορίων μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής
αυτονομίας. Σε επίπεδο σχεδιασμού και
άσκησης δημόσιας πολιτικής, η δημόσια
υπηρεσία νοείται ως μέσο πραγμάτωσης
δικαιωμάτων. Το δικαίωμα στην εργασία,
όπως ορίζεται στο αρ.22 του Ελληνικού
Συντάγματος, νοηματοδοτείται από το
ιδιαίτερο ιστορικό γίγνεσθαι της χώρας
από το 1909 ως το 1940 και από το 1945 ως το
1974 και την ακόλουθη πορεία συγκρότησης
των αγροτικών στρωμάτων, του εργατικού
δυναμικού και των αστικών πληθυσμών
καθόλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης.
Η αναφορά που γίνεται στο αρ.22 για την
προστασία της εργασίας, για το δικαίωμα
ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία
ίσης αξίας ανεξάρτητα από διάκριση,
πηγάζει θεσμικά στη βάση μιας ακριβοδικίας
ιστορικά προσδιορισμένης.
Στο
επίπεδο της διαχείρισης των μεταναστευτικών
ροών, κατά την δεκαετία 1999-2009, διαπιστώθηκε
πολιτικά στο πλαίσιο της Ε.Ε. η αναγκαιότητα
για τη σταδιακή θέσπιση κοινής
μεταναστευτικής πολιτικής με στόχο την
κοινωνική ένταξη των οικονομικών
μεταναστών. Το 2009, το Συμβούλιο υιοθέτησε
το πρόγραμμα της Στοκχόλμης5,
ένα πολιτικό προγραμματικό κείμενο για
ζητήματα δικαιοσύνης, ασφάλειας και
ελεύθευρης διακίνησης στον χώρο Schengen,
στις θεματικές του οποίο περιλήφθηκε
και η σύνδεση του δικαιώματος στην
εργασία με τις πολιτικές κοινωνικής
ένταξης για μετανάστες. Μέσα από τη
διαλεκτική του κειμένου προκύπτει, ότι
το δικαίωμα στην εργασία θεωρείται η
βάση ένταξης των μεταναστών στις
Ευρωπαϊκές κοινωνίες και ακολουθεί το
δικαίωμα στην εκπαίδευση και το δικαίωμα
στον μη κοινωνικό αποκλεισμό. Παραταύτα,
κατά τα 2 τελευταία χρόνια, Ευρωπαϊκές
χώρες που θεωρούνται εύρωστες οικονομικά,
δεν έχουν υποστεί σημαντικές πιέσεις
από την παρούσα κρίση ως τώρα και σε
προηγούμενες δεκαετίες είχαν ακολουθήσει
ένα ‘’ανοιχτό’’ μοντέλο ένταξης
πληθυσμών όπως η Ολλανδία, η Δανία και
η Σουηδία, άλλαξαν ριζικά τις διαδικασίες
και το θεσμικό πλαίσιο κοινωνικής
ένταξης και νόμιμης παραμονής μεταναστών
στα εδάφη τους.
Στην
πράξη στην Ελλάδα, σε συνθήκες συστημικής
οικονομικής κρίσης που ενδέχεται να
επιφέρει αναδιάρθρωση του δημόσιου
χρέους, με ότι αυτό συνεπάγεται για τον
κοινωνικό ιστό της χώρας, η δημόσια
πολιτική για τη μετανάστευση χαρακτηρίζεται
από αποσπασματικά μέτρα και επιμέρους
ρυθμίσεις νομικού χαρακτήρα, ως προς
τις διαδικασίες χορήγησης και ανανέωσης
του καθεστώτος των αδειών διαμονής. Όσο
ελαστικοποιείται ο πυρήνας του δικαιώματος
της εργασίας, είναι αναμενόμενο όσοι
βρίσκονται σε ασθενή θέση, να μετατοπίζονται
στο περιθώριο του εργατικού δυναμικού.
Η αδήλωτη εργασία και η ημιαπασχόληση,
αποτελούν όλο και πιο διαδεδομένους
τρόπους εργασίας για μεγάλο μέρος του
ενεργού πληθυσμού. Σε επίπεδο ποιοτικών
στοιχείων όσον αφορά τον μεταναστευτικό
πληθυσμό, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη
και πιο ρευστή: η κρίση προσβάλλει με
διαφορετικούς τρόπους διαφορετικές
κατηγορίες μεταναστών και τις οικογένειές
τους ενώ επιπλέον, οι προοπτικές
απασχόλησης και οι μισθοί χειροτερεύουν
εξίσου στις χώρες προέλευσης των
οικονομικών μεταναστών. Σε νομικό
επίπεδο, δηλαδή αναφορικά με τις
διαδικασίες χορήγησης και ανανέωσης
του καθεστώτος των αδειών διαμονής,
οικονομικοί μετανάστες που διαβιούν
μόνιμα στη χώρα, δεν κινδυνεύουν να
θεωρηθούν παράνομοι σε περίπτωση που
η τρέχουσα απασχόληση τους ή μέρος της
περάσει στο φάσμα της παραοικονομίας
παροδικά. Όμως οικονομικοί μετανάστες
που θα παραμείνουν μακροχρόνια άνεργοι,
σύμφωνα με το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο,
δε θα έχουν δικαίωμα νόμιμης διαμονής
στη χώρα. Στην περίπτωση αυτή ενδέχεται
να αναγκαστούν να παραμείνουν
απασχολούμενοι παράνομα, αν οι προοπτικές
οικονομικής επιβίωσης στην χώρα
προέλευσης τους είναι χειρότερες, και
ειδικά εφόσον οι πιθανότητες της
μετέπειτα επιστροφής τους ελαχιστοποιούνται
λόγω της αύξησης των μεταναστευτικών
περιορισμών προς τις χώρες της Ε.Ε.
Το
δικαίωμα στη εργασία διατηρεί έναν
παγκόσμιο χαρακτήρα, μια υπερ-τοπική
διάσταση στον πυρήνα του αλλά παράλληλα
χαρακτηρίζεται από μια ένονη ιστορικότητα
που συνδέεται με συγκεκριμένες επιμέρους
και τοπικού χαρακτήρα συνθήκες και
προσδιορισμούς. Στην παρούσα κρίση
όπως εξελίσσεται στην Ελλάδα, ο
επαναπροσδιορισμός του δικαιώματος
στην εργασία, τείνει να επιφέρει
επαναπροσδιορισμό στον πυρήνα και άλλων
δικαιωμάτων, ανθρωπινων, ατομικών και
κοινωνικών, όπως το δικαίωμα στην
ανθρώπινη ανάπτυξη, την αξιοπρεπή
διαβίωση, ανατρέποντας την υφιστάμενη
βάση μιας ακριβοδικίας προσδιορισμένης
ιστορικά αλλά δυναμικής πολιτικά.
1
Βλ. σχετ. Λίνα Βεντούρα, Μετανάστευση
και έθνος: μετασχηματισμοί στις
συλλογικότητες και τις κοινωνικές
θέσεις, Αθήνα, ΕΜΝΕ, 1994 & άρθρο της
συγγραφέως στο Βήμα στις 19-12-1999
http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=117495
fotfra@gmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου