Η αλήθεια
είναι πως νιώθω σχετική αμηχανία, καθώς,
αν και ευρισκόμενη σε ένα ιδιότυπο
εργασιακό καθεστώς – αυτό της άμισθης
εργασίας – καλούμαι να μιλήσω για την
εργασία. Η αμηχανία, όμως, αυξάνει
κατακόρυφα δεδομένης και της προσέγγισης
που επέλεξα ∙ μία προσέγγιση που, εκ
πρώτης όψεως, τουλάχιστον, φαντάζει
άσχετη με το θέμα. Διότι, αφετηρία των
προβληματισμών θα αποτελέσει το σώμα
– ή, ορθότερα, το επιληπτικό σώμα.
Ευλόγως
θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί πώς
μία ανάλυση για το σώμα μπορεί να συμβάλει
σε μία συζήτηση για την ιστορία της
εργασίας – πόσο, μάλλον, στην κατανόηση
των μορφών εργασίας και της κυριαρχίας
της λεγόμενης «άυλης εργασίας»
(τεχνικο-επιστημονική, διανοητική,
εργασία των cyborg)
στις σύγχρονες κοινωνίες της γνώσης.
Αν, όμως, θυμηθούμε τον Marx
που υπογράμμιζε ότι η εργασία δεν είναι
τίποτε άλλο παρά «η ζωτική έκφραση της
ίδιας της ζωής
του εργάτη»,1
τότε κατανοούμε αμέσως τη στενή σχέση
εργασίας-σώματος. Σκοπός της παρούσας
εισήγησης είναι η ανάδειξη της διάδρασης
ανάμεσα στους νέους τρόπους σύλληψης
και δόμησης του σώματος, που εμφανίστηκαν
στα τέλη του 18ου
και καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου
αιώνα και στην ταυτόχρονη εδραίωση της
βιομηχανικής, καπιταλιστικής κοινωνίας,
που οικοδομήθηκε πάνω στην έννοια και
την αξία της εργασίας. Ιστορικό πλαίσιο
αναφοράς θα αποτελέσει το παράδειγμα
της επιληψίας, μέσα από τα αρχεία του
National
Hospital
for
the
Paralysed
and
Epileptic,
κατά την περίοδο 1870-1895.
Κατ’ αρχάς,
η επιλογή της επιληψίας δε θα πρέπει να
θεωρείται τυχαία. Η ανάδυση της νευρολογίας
ως διακριτού επιστημονικού πεδίου, κατά
το β΄ μισό του 19ου
αιώνα, σηματοδότησε μία ουσιαστική ρήξη
με το προηγούμενο παράδειγμα.
Οι ασθένειες του νευρικού συστήματος
βρέθηκαν στο επίκεντρο ενός συγκροτημένου,
επιστημονικού πλέον, λόγου,
με το νευρικό σύστημα να αναδεικνύεται
σε βασικό εξηγητικό σχήμα μίας σειράς
«επικίνδυνων» καταστάσεων (εγκληματικότητα,
αλκοολισμός, ταξικά και φυλετικά
χαρακτηριστικά, κ.ο.κ.). Ειδικότερα, η
επιληψία έγινε συνώνυμη κάθε μορφής
οργανικού και διανοητικού εκφυλισμού.
Υπό αυτό το πρίσμα, η νευρολογικοποιημένη
διάσταση και προσέγγιση του επιληπτικού
σώματος, όπως αναδεικνύεται μέσα από
τα αρχεία του National
Hospital,
του πρώτου νευρολογικού νοσοκομείου
στον κόσμο που άνοιξε τις πύλες του στο
Λονδίνο το 1860, σηματοδοτώντας μία
ημερομηνία-τομή στην πορεία της επιληψίας,
λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία για την
κατανόηση των νέων μορφών θέασης και
αντιμετώπισης του ανθρώπινου σώματος,
σε συνάρτηση με τους νέους τρόπους
οργάνωσης του κοινωνικού και οικονομικού
πεδίου.
Χωρίς να
έχουμε τη δυνατότητα, για οικονομία
χρόνου, να προβούμε σε μία εκτενή
παρουσίαση των αρχειακών δεδομένων,
αρκεί η παράθεση κάποιων ενδεικτικών
στοιχείων. Το National
Hospital
ήταν ένα, δημόσιου χαρακτήρα, νευρολογικό
νοσοκομείο, με το 50% περίπου των ασθενών
του να υποφέρει από επιληψία. Σύμφωνα
με την ιδρυτική του διακήρυξη, ήταν
«αυστηρά ένα ιατρικό ίδρυμα για την
ενεργή αντιμετώπιση των ασθενειών του
Νευρικού Συστήματος», και όχι «για τις
χρόνιες και ανίατες περιπτώσεις».2
Από τη μία πλευρά, λοιπόν, ο δημόσιος
χαρακτήρας καθόριζε την κοινωνική
προέλευση των ασθενών. Σε αντίθεση με
τα ιδιωτικά ιδρύματα των οποίων οι
τρόφιμοι ανήκαν στα μεσαία και ανώτερα
κοινωνικά στρώματα, το National
Hospital
προσέλκυε ασθενείς που προέρχονταν,
κατά κανόνα, από τα κατώτερα/εργατικά
στρώματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το
σύνηθες χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε
ανάμεσα στην πρώτη εκδήλωση της νόσου
και την εισαγωγή των ασθενών στο
νοσοκομείο κυμαινόταν μεταξύ του ενός
και των πέντε ετών, με την τελική απόφαση
για νοσηλεία να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη
με την επαγγελματική κατάσταση του
εκάστοτε ασθενή. Με άλλα λόγια, επρόκειτο
για σκληρά εργαζόμενους ασθενείς, των
οποίων η καθημερινότητα ρυθμιζόταν από
το εργασιακό τους καθεστώς και οι οποίοι
συνήθιζαν να συμβιώνουν με τις επιληπτικές
τους κρίσεις για όσο διάστημα δε
διακυβευόταν άμεσα η επιβίωσή τους. Από
την άλλη πλευρά, το National
Hospital
αποσκοπούσε στην, κατά το δυνατόν,
αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των
εκάστοτε διαταραχών και στη συντομότερη
δυνατή νοσηλεία των ασθενών – και πάλι,
σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική των
ιδιωτικών ιδρυμάτων, που στόχευαν,
πρωτίστως, στην προσφορά καταλύματος
και φροντίδας στους ευκατάστατους, μη
εργαζόμενους, πελάτες τους, κατά
προτίμηση, εφ’ όρου ζωής. Με βασικό
εργαλείο την κλινική παρατήρηση, οι
γιατροί του National
Hospital
προέβαιναν στην ενδελεχή, αμιγώς
επιστημονική, εξέταση των επιληπτικών
– αλλά και παραλυτικών, ημιπληγικών,
κ.λπ. – σωμάτων. Όπως έχει εύστοχα
επισημάνει ο David
Armstrong,
η επινόηση, κατά τον 19ο
αιώνα, των κλασικών τεχνικών της κλινικής
παρατήρησης (επισκόπηση, επίκρουση,
ψηλάφηση, ακρόαση) οδήγησε σε μία νέα,
τρισδιάστατη πλέον, ανατομία του
ανθρώπινου σώματος. «Αυτό το σώμα
φαίνεται ότι ήταν συγκεκριμένο
διότι
καταγραφόταν σε χωριστούς φακέλους ∙
ήταν προσβάσιμο
διότι, την περίοδο αυτή, η ιατρική
επιστήμη ξεκίνησε να μετέρχεται των
μεθόδων της φυσικής εξέτασης ∙ ήταν
επιδεκτικό
ανάλυσης
διότι η παθολογία μπόρεσε να εστιάσει
σε ένα διακριτό σημείο μέσα στο σώμα [.
. .] ∙ και υποβλήθηκε σε αξιολόγηση
διότι
οι ασθενείς μεταφέρθηκαν από το φυσικό
τόπο του σπιτιού τους στον ουδέτερο
χώρο του νοσοκομείου».3
Με τον τρόπο αυτό, κατέστη απόλυτα
διαφανές και ορατό και, για το λόγο αυτό,
άμεσα προσβάσιμο στην ιατρική εξουσία
και γνώση – ας μην ξεχνάμε τη βαρύτητα
που απέδωσε ο φιλελευθερισμός, με
αφετηρία τον πανοπτισμό του Bentham,
στην ορατότητα ως προϋπόθεση για τη
διασφάλιση της ελευθερίας των ατόμων.
Στόχος των γιατρών του νοσοκομείου,
λοιπόν, ήταν η εύρεση της κατάλληλης
θεραπείας και η άμεση επαναφορά των
ασθενών σωμάτων στην πρωταρχική υγιή,
παραγωγική τους κατάσταση. Η κοινωνική,
οικονομική, εργασιακή κατάσταση των
ασθενών του National
Hospital
καθόριζε, μεταξύ άλλων, το χρόνο εισαγωγής
τους, το χρονικό διάστημα της νοσηλείας,
τα μέσα ίασης και το χρόνο εξόδου από
το νοσοκομείο, τους τρόπους με τους
οποίους οι ίδιοι βίωναν την ασθένειά
τους ∙ εν ολίγοις, καθόριζε τους τρόπους
που ερμηνευόταν, αντιμετωπιζόταν και
επαναδομείτο το ασθενές σώμα τους.
Η στενή
σύνδεση ανάμεσα στη νέα αυτή αντιμετώπιση
του επιληπτικού σώματος και στην
κοινωνική και εργασιακή κατάσταση των
επιληπτικών ασθενών διαφαινόταν και
στην ακόλουθη πρωτοβουλία, που αξίζει
να αναφερθεί. Τον Απρίλιο 1892, μία ομάδα
γιατρών του National
Hospital
προχώρησε στην ίδρυση της National
Society
for
the
Employment
of
Epileptics,
καθώς «μία επιτακτική ανάγκη υπάρχει
σε αυτή τη χώρα να παράσχει ένα σπίτι
για αυτά τα επιληπτικά άτομα που είναι
σε θέση να εργαστούν αλλά δε δύνανται
να εξασφαλίσουν τακτική απασχόληση
λόγω της προδιάθεσής τους για κρίσεις».4
Το 1894, ιδρύθηκε η πρώτη αποικία για την
παροχή στέγης και, πρωτίστως, εργασίας
στους ασθενείς αυτούς, των οποίων η
καθημερινότητα ρυθμιζόταν με αυστηρή
εργασιακή πειθαρχία, με σκοπό τη μετατροπή
τους σε όντα χρήσιμα και εργατικά.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός τροφίμου,
«κάθε μέρα σηκώνονταν στις 6π.μ., εργάζονταν
από τις 7π.μ. έως τις 5μ.μ., με ένα διάλειμμα
για γεύμα, και πήγαιναν για ύπνο στις
9μ.μ. Δεν εργάζονταν μετά το μεσημέρι
του Σαββάτου και την Κυριακή».5
Οι ομοιότητες με την καθημερινότητα
των εργοστασιακών εργατών – αλλά, και
των εσώκλειστων μαθητών, των κρατουμένων,
κ.ο.κ. – ήταν, πράγματι, εντυπωσιακές.
Πώς θα μπορούσαν, λοιπόν, η παραπάνω,
επιστημονική πλέον, διάσταση και
αντιμετώπιση του ανθρώπινου σώματος
και η καινοφανής σημασία της επαναφοράς
και διατήρησης της υγείας να ενταχθούν
στο δεδομένο ιστορικό πλαίσιο;
Στα μέσα του
19ου
αιώνα, ο βιομηχανικός πολιτισμός –
τουλάχιστον, όσον αφορά στην Αγγλία –
είχε, εν πολλοίς, εδραιωθεί, με την
κοινωνία να βιώνει μία μεταβατική και,
μάλλον ρευστή, κατάσταση. Όπως έχει
τονίσει ο Hobsbawm,
το πρώτο γενικό παραπάτημα της
καπιταλιστικής οικονομίας, ήδη κατά
τις δεκαετίες του 1830 και 1840, είχε οδηγήσει
στη διόγκωση των κοινωνικών προβλημάτων
(χαμηλά ημερομισθία, ανεργία, άθλιες
συνθήκες υγιεινής) και στην εμφάνιση
των πρώτων εργατικών κινημάτων, με την
αστική τάξη να έχει αρχίσει πλέον να
αντιλαμβάνεται τη διαφαινόμενη κρίση
των προταγμάτων της προόδου και των
αξιών του φιλελευθερισμού.6
Ένα νέο αναλυτικό πλαίσιο ήταν απαραίτητο
για την εδραίωση της πολιτικής σταθερότητας
και τη συνέχιση της πολυπόθητης
οικονομικής ανάπτυξης. Μέσα σε αυτό το
πλαίσιο, η υγεία αναδείχθηκε σε πολύτιμο
αγαθό που έπρεπε να διαφυλαχθεί, με το
ανθρώπινο σώμα να βρίσκεται στο στόχαστρο
μίας σειράς συστηματικών στρατηγικών
δόμησης και πειθάρχησής του. Εξάλλου,
δε θα πρέπει να λησμονούμε ότι τα τέλη
του 19ου
αιώνα έχουν χαρακτηριστεί ως η «μεγάλη
εποχή της δημόσιας υγείας». Και, εάν
κατά το α΄ μισό του 19ου
αιώνα, στόχος ήταν η φροντίδα και ευεξία
του ευγενούς και ντελικάτου σώματος
της μεγαλοαστικής τάξης, τώρα όλοι οι
προβολείς είχαν πέσει πάνω στο εξασθενημένο
και ατροφικό σώμα της εργατικής τάξης
∙ ήταν το υγιές εργατικό σώμα που θα
διασφάλιζε τη διαιώνιση της ίδιας της
ύπαρξης και κυριαρχίας του καλοζωισμένου
αστικού σώματος. Οι συζητήσεις περί του
λεγόμενου «εθνικού εκφυλισμού» είχαν
μόλις ξεκινήσει. Παρά, λοιπόν, τις
προειδοποιήσεις του Marx
ότι «το κεφάλαιο είναι ανελέητο απέναντι
στην υγεία και στη διάρκεια ζωής του
εργάτη»,7
ίσως, είναι προτιμότερο να αφουγκραστούμε
τη, μάλλον διορατικότερη, φωνή του, με
σπουδές ιατρικής, γαμπρού του, ο οποίος,
αν και περιέγραφε με εξίσου μελανά
χρώματα ότι η εργασία αποτελούσε την
αιτία κάθε πνευματικού εκφυλισμού και
οργανικής διαστροφής, εντούτοις,
υπογράμμιζε εμφατικά τη «μεγάλη αγγλική
πείρα [. . .], την πείρα ορισμένων έξυπνων
καπιταλιστών ∙ [. . .] για να τονωθεί η
ανθρώπινη παραγωγικότητα πρέπει να
μειωθούν οι εργάσιμες ώρες και ν’
αυξηθούν οι μέρες πληρωμής και οι
γιορτές, [. . .]».8
Εξάλλου, μία ματιά στην αγγλική εργατική
νομοθεσία της περιόδου αρκεί για να τον
επιβεβαιώσει. Το σώμα, λοιπόν, και η
συγκρότηση μέσω αυτού πειθήνιων και
εργατικών υποκειμένων αποτέλεσε
πρωταρχική μέριμνα και βασική προϋπόθεση
του καπιταλιστικού οικοδομήματος.
Μία νέα μορφή
πειθαρχικής εξουσίας είχε κάνει την
εμφάνισή της, κινούμενη γύρω από δύο
αλληλένδετους πόλους ∙ αρχικά, τη
λεγόμενη ανατομικο-πολιτική
του
ανθρώπινου σώματος και, στη συνέχεια,
τη λεγόμενη βιο-πολιτική
του
πληθυσμού. Διότι, κατά τον 19ο
αιώνα, όπως έχει εύστοχα υποστηρίξει ο
Michel
Foucault,
«ένα από τα σημαντικότερα φαινόμενα
υπήρξε η αναδοχή της ζωής από την εξουσία,
[. . .] ∙ η απόκτηση εξουσίας επί του
ανθρώπου ως έμβιου όντος, [. . .], μία
κρατικοποίηση τρόπον τινά της βιολογικής
κατάστασης, ή τουλάχιστον μια τάση που
οδηγεί στην κρατικοποίηση της βιολογικής
κατάστασης, [. . .]».9
Μέσα στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτών των νέων
εξουσιαστικών μηχανισμών – αυτού,
δηλαδή, που ο Foucault
ονόμασε κυβερνησιμότητα
– τόσο το μεμονωμένο σώμα των ατόμων
όσο και το μαζικό σώμα του πληθυσμού
βρέθηκαν στο επίκεντρο, με στόχο την
αποκόμιση εργασίας και κέρδους από
αυτά. Αυτή η καινοφανής βιο-εξουσία
λειτούργησε ως στυλοβάτης του
καπιταλιστικού τρόπου οργάνωσης της
κοινωνίας. Η είσοδος των σωμάτων στην
παραγωγική διαδικασία προϋπέθετε τη
διατήρηση της ευρωστίας τους, την
επαύξηση των δυνάμεών τους, τη ρύθμιση
του χρόνου τους, τη βελτιστοποίηση των
ικανοτήτων τους ∙ εν ολίγοις, προϋπέθετε
την πειθάρχηση και προσαρμογή τους στις
ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπυξης.
Σε αυτό το παιχνίδι, οι κάθε λογής
ασθένειες αποτέλεσαν έναν από τους, εκ
πρώτης όψεως, αφανέστερους, αλλά
αναμφίβολα σκληρότερους, αντιπάλους
του καπιταλιστικού συστήματος. Για να
επικαλεστούμε και πάλι τον Foucault,
«η προσαρμογή της συσσώρευσης των
ανθρώπων στη συσσώρευση του κεφαλαίου,
η συνάρθρωση της ανάπτυξης ανθρώπινων
ομάδων με την επέκταση των παραγωγικών
δυνάμεων και τη διαφορική κατανομή του
κέρδους, έγιναν δυνατά, ως ένα βαθμό,
χάρη στην άσκηση της βιο-εξουσίας με
τις πολλαπλές μορφές και μεθόδους της.
Η επένδυση του ζωντανού σώματος, η
αξιοποίηση και η διανεμητική διαχείριση
των δυνάμεών του υπήρξαν σ’ εκείνη τη
φάση απαραίτητα».10
Σε αυτήν την πολυεπίπεδη διαδικασία, ο
ρόλος της ιατρικής εξουσίας και γνώσης
υπήρξε καθοριστικός.
Συνοψίζοντας,
η παρούσα εισήγηση επιχείρησε να
καταδείξει την κεντρικότητα της δόμησης
υγιών, πειθήνιων, εργατικών σωμάτων
στην εδραίωση του καπιταλιστικού
οικοδομήματος, κατά τον 19ο
αιώνα. Με αφετηρία το επιληπτικό σώμα,
αναδείχθηκε αφενός η «παθολογική» σχέση
εργασίας-σώματος και αφετέρου η
καθοριστική συμβολή της ιατρικής
επιστήμης στην οργάνωση και διαχείριση
του κοινωνικού, οικονομικού, πολιτικού
πεδίου. Διότι μόνο μέσα από την εξέταση
των συγκεκριμένων ιστορικών a
priori
που
οδήγησαν στη συγκρότηση των σύγχρονων
υποκειμένων ως τέτοιων, θα μπορέσουμε
ενδεχομένως να κατανοήσουμε τη ριζική
μετάλλαξη που υφίστανται οι σύγχρονες
κοινωνίες ∙ μεταξύ άλλων, τους σαρωτικούς
μετασχηματισμούς των εργασιακών
διαδικασιών μέσω της βιομηχανικής
αυτοματοποίησης και της πληροφορικοποίησης
των κοινωνιών του ύστερου καπιταλισμού,
την, εδώ και καιρό, έλευση αυτού που οι
Hardt
και Negri
ονόμασαν «κοινωνία-εργοστάσιο», με
αποτέλεσμα ο κοινωνικός χώρος όχι μόνο
να μην έχει εκκενωθεί από τους πειθαρχικούς
θεσμούς, αλλά να «έχει καθ’ ολοκληρίαν
ξαναγεμίσει από τις παραλλαγές του
ελέγχου»,11
τη μετατροπή της υγείας από αγαθό και
αναφαίρετο δικαίωμα κάθε πολίτη στα
τέλη του 19ου
αιώνα, σε επιβεβλημένο καθήκον οποιουδήποτε
επιθυμεί να αποκαλείται πολίτης στις
αρχές του 21ου,
τον συνακόλουθο μετασχηματισμό της
εργασίας ως μίας ακόμη «επιτέλεσης»
των σύγχρονων υποκειμένων, με αποτέλεσμα
η συγκρότηση της ταυτότητάς τους ως
αέναα αυτό-πειθαρχούμενων, παραγωγικών
εργατών να τείνει να υπερκαλύψει όλες
τις υπόλοιπες πτυχές της υποκειμενικότητάς
τους. Εν κατακλείδι, σε μία εξαιρετικά
δύσκολη συγκυρία σαν τη σημερινή, η εκ
νέου διαπραγμάτευση και κατανόηση των
ιστορικών συνθηκών και τρόπων διαμόρφωσης
των παραπάνω μετασχηματισμών προβάλλει
ως επιτακτική ανάγκη, καθιστώντας,
αναμφίβολα, επίκαιρη όσο ποτέ την
αγωνιώδη κραυγή του Gilles
Deleuze
μπροστά στο σαρωτικό καθεστώς των
σύγχρονων κοινωνιών του ελέγχου, ότι
«δεν είναι η ώρα ούτε να κλάψουμε, ούτε
να ελπίσουμε, χρειάζεται μάλλον να
αναζητήσουμε νέα όπλα».12
1
Κ. Μαρξ, Μισθωτή
Εργασία και Κεφάλαιο,
μτφρ. Κ. Πίττας, Αθήνα, Μαρξιστικό
Βιλβιοπωλείο, 2009, σελ. 26 [έμφαση δική
μας].
2
J. Barclay, A
Caring Community: a Centenary History of the National Society for
Epilepsy and Chalfont Centre, 1892-1992,
London, National Society for Epilepsy, 1992, σελ.
7.
3
D. Armstrong, Political
Anatomy of the Body. Medical Knowledge in Britain in the 20th
century,
Cambridge, Cambridge University Press, 1983, σελ.
6 [έμφαση
δική
μας].
4
J. Barclay, A
Caring Community: a Centenary History of the National Society for
Epilepsy and Chalfont Centre, 1892-1992,
σελ.
8-21.
5
S.D.
Shorvon & J.W.A.S. Sander, «Historical
Introduction. The Treatment of Epilepsy at the National Hospital
Queen Square, 1857-1939: a mirror of the first phase of the modern
history of medical and surgical therapy»,
στο
S.D. Shovron, F. Dreifuss, D. Fish & D. Thomas (επιμ.),
The
Treatment of Epilepsy,
Oxford,
Blackwell Science, 1996, σελ.
xix-xii.
6
E.J.
Hobsbawm,
Η Εποχή των
Αυτοκρατοριών, 1875-1914,
μτφρ. Κ. Σκλαβενίτη, Αθήνα, Μορφωτικό
Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2002, σελ. 257-297.
7
K.
Marx,
Το Κεφάλαιο,
τόμος Α’, μτφρ. Π. Μαυρομμάτης, Αθήνα,
Σύγχρονη Εποχή, 1978, σελ. 282-283.
8
Π. Λαφάργκ, Το
Δικαίωμα στην Τεμπελιά,
μτφρ. Β. Καραπλής, Αθήνα, Ελεύθερος
Τύπος, 1981, σελ. 18-32.
9
M.
Foucault,
Για την
Υπεράσπιση της Κοινωνίας,
μτφρ. Τ. Δημητρούλια, Αθήνα, Ψυχογιός,
2002, σελ. 294.
10
M.
Foucault,
Ιστορία της
Σεξουαλικότητας. 1. Η Δίψα της Γνώσης,
μτφρ. Γ. Ροζάκη, Αθήνα, Κέδρος, 2005, σελ.
173.
11
M.
Hardt
– A.
Negri,
Η Εργασία του
Διονύσου,
μτφρ. Π. Καλαμαράς, Αθήνα, Ελευθεριακή
Κουλτούρα, 2001, σελ. 95.
12
G.
Deleuze,
Η Κοινωνία
του Ελέγχου,
Αθήνα, Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2001, σελ.
10.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου