Εισαγωγή
Σε
γενικές γραμμές αυτή η διαδικασία
περιλαμβάνει: (α) μια κατ’ αρχήν συμφωνία
ανάμεσα στα κράτη-μέλη για τους γενικούς
στόχους της πολιτικής απασχόλησης, που
μπορεί είναι είτε ποσοτικοί (π.χ. αύξηση
του ποσοστού συμμετοχής στο 70% έως το
2020), είτε ποιοτικοί (π.χ. ενίσχυση της
ποιότητας της εργασίας, μείωση των
προγραμμάτων πρόωρης συνταξιοδότησης),
(β) την έκδοση ανά τακτά χρονικά διαστήματα
από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κατευθυντήριων
γραμμών για την απασχόληση που τα
κράτη-μέλη πρέπει να λαμβάνουν υπόψη
κατά το σχεδιασμό και υλοποίησης της
εθνικής πολιτικής, και (γ) μια διαδικασία
ελέγχου της προόδου της στρατηγικής,
βάσει ενός σώματος εκθέσεων (Εθνικά
Σχέδια Δράσης για την Απασχόληση,
εκθέσεις της Επιτροπής κλπ) και πιθανών
συστάσεων προς τα κράτη από το Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο. Η συμμετοχή στη διαδικασία
είναι «εθελοντική», υπό την έννοια ότι
δεν προβλέπονται κυρώσεις ή νομικές
δεσμεύσεις.
Η οποιαδήποτε συνοπτική
περιγραφή της ευρωπαϊκής πολιτικής
απασχόλησης, πρέπει να ξεκινά από την
παρατήρηση ότι στην πραγματικότητα δεν
έχουμε να κάνουμε με μια κοινή
πολιτική· δηλαδή, η ευρωπαϊκή πολιτική
απασχόλησης δεν είναι όπως π.χ. η
αντίστοιχη πολιτική ανταγωνισμού που
επιβάλει νομικές δεσμεύσεις στα
κράτη-μέλη, αν και υπάρχει και αυτή η
διάσταση. Αυτό που ονομάζουμε ευρωπαϊκή
πολιτική απασχόλησης είναι μια διαδικασία
συντονισμού των εθνικών πολιτικών που
διατηρούν όμως την αυτονομία τους.
Σε ό,τι αφορά τα στάδια
ανάπτυξης της ευρωπαϊκής πολιτικής
απασχόλησης, μια τυπική ιστορία θα
περιελάμβανε: την απόφαση του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου του Έσσεν το 1994 που εγκαινίασε
την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Απασχόλησης
(ΕΣΑ), την αναθεώρηση της ιδρυτικής
Συνθήκης της Ένωσης στο Άμστερνταμ το
1997 που συμπεριέλαβε ένα ειδικό κεφάλαιο
για την πολιτική απασχόλησης χαρακτηρίζοντάς
την θέμα «κοινού ενδιαφέροντος», την
υιοθέτηση της Στρατηγικής της Λισαβόνας
το 2004 που ενέταξε την ΕΣΑ σε ένα ευρύτερο
αναπτυξιακό στόχο, την αναθεώρηση της
Στρατηγικής της Λισαβόνας το 2005 και το
πρόσφατο πρόγραμμα Ευρώπη 2020 που
εγκαινιάστηκε το 2010.
Απλοποιώντας τα παραπάνω,
μπορούμε να πούμε ότι η ευρωπαϊκή
πολιτική απασχόλησης, όπως αποτυπώθηκε
θεσμικά μέσα από την Ευρωπαϊκή Στρατηγική
Απασχόλησης (ΕΣΑ) και μετέπειτα από την
Στρατηγική της Λισαβόνας (ΣτΛ) μπορεί
να προσεγγιστεί στη βάση τριών βασικών
ερωτημάτων:
(α) ποιος ήταν το πολιτικό
και ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου
αναπτύχθηκε,
(β) ποια ήταν τα περιεχόμενα
που εξέλαβε και πως αυτά εξελίχθηκαν
στο χρόνο, και
(γ) ποιες ήταν οι συνέπειες
που είχε στις εθνικές πολιτικές κάθε
κράτους-μέλους.
Προκαταβάλλοντας τα
επόμενα, σε σχέση με το πρώτο ερώτημα
θα υποστηριχθεί ότι η ευρωπαϊκή πολιτική
απασχόλησης δημιουργήθηκε προκειμένου
να προωθήσει μια διαρθρωτική πολιτική
μεταρρυθμίσεων που εμπνεόταν από την
ρητορική της οικονομίας της γνώσης και
ενσωμάτωνε οργανικά τους περιορισμούς
(πολιτικούς και μακροοικονομικούς) που
έθετε η Οικονομική και Νομισματική
Ένωση. Αυτή η σύνθεση, πραγματοποιήθηκε
υπό την ηγεμονία της νέας σοσιαλδημοκρατικής
ατζέντας της δεκαετίας του ’90 και
διαμόρφωσε το πολιτικό πλαίσιο εντός
του οποίου αναπτύχθηκε η ευρωπαϊκή
πολιτική απασχόλησης. Για την ακρίβεια,
τόσο η ΕΣΑ, όσο και η ΣτΛ, μπορούν να
ειδωθούν ως σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά
προγράμματα που στόχευσαν στη ρύθμιση
της διαδικασίας απορρύθμισης της αγοράς
εργασίας που προέκυπτε από την κοινωνία
της πληροφορίας και την ΟΝΕ.
Τα παραπάνω καθόρισαν
και τα περιεχόμενα της ΕΣΑ. Σταθερά
προσανατολισμένη στην προσφορά εργασίας,
προώθησε με συνέπεια την ευελιξία στις
αγορές εργασίας, με απώτερο στόχο όχι
την σύγκλιση προς ένα κοινό πρότυπο,
αλλά την ενίσχυση της εσωτερικής
ποικιλομορφίας κάθε επιμέρους εθνικής
αγοράς εργασίας. Υπ’ αυτή την έννοια,
επιδιώχτηκε η λειτουργική σύγκλιση των
αγορών εργασίας, δια της απόκλισης κάθε
μίας από τον εαυτό της, δηλαδή μέσω της
ενίσχυσης της εσωτερικής ποικιλομορφίας
έκαστης.
Τέλος, η επίδραση της
ΕΣΑ δεν ήταν η ίδια σε όλες τις χώρες.
Υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο σε όλες
τις εθνικές εμπειρίες: προκάλεσε ένα
ριζικό μετασχηματισμό στον δημόσιο
λόγο για την ανεργία και την απασχόληση,
εισάγοντας ένα νέο λεξιλόγιο το οποίο
σταδιακά κυριάρχησε απόλυτα. Υπ’ αυτή
την έννοια, μπορούμε να δούμε την
ευρωπαϊκή πολιτική απασχόλησης ως ένα
σύστημα λόγου (discourse).
Η ευρωπαϊκή πολιτική απασχόλησης ως ένα σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό πρόγραμμα
Η υιοθέτηση μιας
πολιτικής, ειδικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο,
δεν μπορεί να αναχθεί μονοσήμαντα στην
ενδεχόμενη σοβαρότητα του αντικειμένου
της. Υπάρχουν πολλά σημαντικά πεδία
πολιτικής που δεν αποτελούν αντικείμενο
ευρωπαϊκών πολιτικών, υπάρχουν και
άλλα, λιγότερο σημαντικά, που υπόκεινται
σε εξαντλητικές ρυθμίσεις. Υπ’ αυτή
την έννοια, φράσεις όπως «η Ευρώπη
αντιλαμβανόμενη τη σημασία του προβλήματος
της ανεργίας αποφάσισε να υιοθετήσει
μια πολιτική αντιμετώπισή της» δεν μας
λένε απολύτως τίποτα. Το πρόβλημα με
αυτές τις προσεγγίσεις είναι ότι τείνουν
να αναπαράγουν μια γραμμική αντίληψη
για την ανάπτυξη μιας πολιτικής:
διαπίστωση του προβλήματος, υιοθέτηση
μιας πολιτικής για την αντιμετώπισή
του, σταδιακός εμπλουτισμός και εμβάθυνση
αυτής της πολιτικής. Μια τέτοια προσέγγιση
μάλλον συσκοτίζει αφού δεν εξηγεί π.χ.
γιατί τα κράτη-μέλη αντιλήφθηκαν τη
σημασία του προβλήματος την στιγμή που
το αντιλήφθηκαν, πως εξέλαβαν τις
παραμέτρους του, με ποια κριτήρια
επέλεξαν τις πολιτικές που τελικά
προώθησαν κλπ.
Ειδικά σε ό,τι αφορά
την πολιτική απασχόλησης, η παραπάνω
γραμμική προσέγγιση έχει τεράστια
προβλήματα. Ενδεικτικά, οι Arnold
και Cameron (2001) έδειξαν ότι
η στάση των κυβερνήσεων στις διαπραγματεύσεις
σχετικά με το νέο κεφάλαιο της απασχόλησης
(Συνθήκη του Άμστερνταμ) δεν μπορεί να
συσχετιστεί ούτε με το ποσοστό ανεργίας,
ούτε με την ένταση του ευρωσκεπτικισμού
σε κάθε χώρα. Η έρευνά τους έδειξε ότι
η ευρωπαϊκή πολιτική απασχόλησης, δεν
προέκυψε ούτε ως κοινή απάντηση σε ένα
κοινό πρόβλημα, ούτε ως μια προσπάθεια
να διασκεδαστεί η αυξανόμενη απογοήτευση
του κοινού για την πορεία της ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης (Arnold και
Cameron, 2001: 22). Με άλλα λόγια,
η ανεργία δεν προκύπτει αυτόματα ως
«κοινό ευρωπαϊκό πρόβλημα» και οι
πολιτικές αντιμετώπισής της δεν πηγάζουν
αυτόματα από τα χαρακτηριστικά αυτού
του προβλήματος.
Ο καθοριστικός παράγοντας
πρέπει να αναζητηθεί στην πολιτική
φυσιογνωμία των κυβερνήσεων και στο
συσχετισμό δύναμης που διαμορφώθηκε
στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Είναι σαφές,
ότι και η υιοθέτηση, και η εμβάθυνση της
ευρωπαϊκής πολιτικής απασχόλησης,
«συνέπεσαν» με την αλλαγή του συσχετισμού
δύναμης σε ευρωπαϊκό επίπεδο που
πραγματοποιήθηκε την περίοδο 1994-1997 λόγω
της σχεδόν ταυτόχρονης επικράτησης σε
όλες σχεδόν τις χώρες τις ΕΕ.
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (και για
πρώτη φορά στην ιστορία της σε όλες τις
μεγάλες χώρες της Ε.Ε.).
Μια απλή αντιπαράθεση
των σημαντικών σταθμών στην εξέλιξη
της ΕΣΑ με τον συσχετισμό δύναμης στο
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αρκεί: το 1997, όταν
στην αναθεωρημένη ιδρυτική συνθήκη της
Ένωσης (Συνθήκη του Άμστερνταμ) προστίθεται
ένα ειδικό κεφάλαιο για την απασχόληση,
μόλις πέντε εκ των 15 κρατών-μελών δεν
είχαν σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην
εξουσία,2
ενώ το 2000, όταν υιοθετήθηκε η Στρατηγική
της Λισαβόνας, μόλις 4 κράτη-μέλη δεν
είχαν σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις,
εκ των οποίων το ένα (η Γαλλία) είχε
σοσιαλιστή πρωθυπουργό.3
Αυτή η στενή σχέση
ανάμεσα στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής
πολιτικής απασχόλησης και την ευρωπαϊκή
σοσιαλδημοκρατία δεν πέρασε απαρατήρητη
από την βιβλιογραφία.4
Η καθοριστική στιγμή προσδιορίζεται
στα 1997, όταν οι σοσιαλδημοκράτες κερδίζουν
τις βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία
(Ζοσπέν), στην Βρετανία (Μπλερ) και λίγο
αργότερα (1998) στη Γερμανία (Σρέντερ).5
Είναι λοιπόν σαφές, ότι σε κάποια στιγμή
στα μέσα του 1996, δημιουργήθηκε ένα
πολιτικό περιβάλλον που ευνοούσε την
προώθηση της ευρωπαϊκής πολιτικής
απασχόλησης. Φορέας της νέας πολιτικής
ήταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που
κυβέρνησαν την περίοδο 1997-2004.
Αντίστοιχα, η αλλαγή
των πολιτικών συσχετισμών μετά το 2004,
όταν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα
άρχισαν να χάνουν το ένα μετά το άλλο
τις εκλογές, αντικατοπτρίστηκε και στην
ΕΣΑ. Η αναθεώρηση-επανεκκίνηση της
Στρατηγικής της Λισαβόνας το 2005 έδωσε
ένα πιο νεοφιλελεύθερο τόνο (ανάδειξη
του flexicurity σε κεντρικό
πυλώνα και υποχώρηση της διάστασης της
ποιότητας στην εργασία), σύντομα όμως
και η νέα ΣτΛ ατόνησε (και μαζί με αυτή
και η διάσταση της απασχόλησης), ενώ
σήμερα στα πλαίσια της στρατηγικής
«Ευρώπη 2020» ο ρόλος της απασχόλησης
είναι σαφώς πιο περιορισμένος.
Αυτή η πορεία «εξέλιξης»
χαρακτηρίστηκε από ένα στοιχείο
συνέχειας, και ένα στοιχείο ασυνέχειας.
Το κοινό στοιχείο που μοιράστηκε και η
σοσιαλδημοκρατική και η συντηρητική
εκδοχή της ευρωπαϊκής πολιτικής
απασχόλησης, ήταν η έμφαση στις
μεταρρυθμίσεις με στόχο την προώθηση
μεγαλύτερης ευελιξίας σε ό,τι αφορά τις
σχέσεις εργασίας (ενίσχυση της
ποικιλομορφίας των συμβάσεων εργασίας),
τις διαδικασίες διαμόρφωσης των μισθών
(αποκέντρωση των συλλογικών
διαπραγματεύσεων), και την οργάνωση του
χρόνου εργασίας. Ασχέτως των κυβερνήσεων,
οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους
αναπτύχθηκε η ΕΣΑ «διασφάλιση της
μακροοικονομικής σταθερότητας, διεύρυνση
και εμβάθυνση της ενιαίας αγοράς, και
προώθηση των μεταρρυθμίσεων στην αγορά
εργασίας» (European
Commission, 1997: 1) δεν άλλαξαν
πολύ από το 1997, έως σήμερα.
Από την άλλη πλευρά, το
στοιχείο της ασυνέχειας σχετίζεται με
το ευρύτερο πλαίσιο εντός του οποίου
τοποθετήθηκε η απορρυθμιστική ατζέντα
της ΕΣΑ. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα
την ενέταξαν στα πλαίσια ενός
στρατηγικού-αναπτυξιακού στόχου της
κοινωνίας της γνώσης που αποκρυσταλλώθηκε
πολίτικα με τη Στρατηγική της Λισαβόνας.
Αντίθετα, τα συντηρητικά κόμματα
εμφανίστηκαν περισσότερο επιφυλακτικά
σε ό,τι αφορά την ένταξη της πολιτικής
απασχόλησης σε ένα ευρύτερο αναπτυξιακό
πλάνο.
Η οικονομία της γνώσης και η ευρωπαϊκή πολιτική απασχόλησης
Ασχέτως της γενεαλογίας
της έννοιας, η «κοινωνία της γνώσης»
εμφανίστηκε ως στρατηγικός πολιτικός
στόχος το 1993 μέσω δύο κειμένων. Το πρώτο
ήταν το Λευκό Βιβλίο για την Ανάπτυξη,
την Ανταγωνιστικότητα και την Απασχόληση
(COM(93)700) που συντάχτηκε με
πρωτοβουλία του απερχόμενου προέδρου
της Επιτροπής Ζακ Ντελόρ. Τo
δεύτερο ήταν η στρατηγική για την
απασχόληση του ΟΟΣΑ, όπως αποτυπώθηκε
στο Jobs Study
του 1994.
Η σχέση των δύο κειμένων
έχει απασχολήσει εκτενώς τη βιβλιογραφία,6
η οποία κατά βάσει υποστηρίζει ότι τα
δύο κείμενα αναδεικνύουν διαφορετικές
αντιλήψεις για την αγορά εργασίας. Από
τη μία, η στρατηγική του ΟΟΣΑ εδράζεται
στη νεοκλασική λογική κατά την οποία η
αγορά έχει την προτεραιότητα, από την
άλλη, η Λευκή Βίβλος εμπνέονταν περισσότερο
από τις «θεωρίες κοινωνικής αγοράς»
(social market
theories) κατά τις οποίες το
κράτος παρεμβαίνει στην αγορά για να
αντιμετωπίσει ενδεχόμενες αρνητικές
συνέπειες και να βελτιώσει την
αποτελεσματικότητά της (Casey
2004: 18). Βέβαια, τμήμα αυτής της διαφοροποίησης
οφείλεται και στα διαφορετικά
χαρακτηριστικά κάθε οργανισμού: σε
αντίθεση με τον ΟΟΣΑ που δεν ασκεί
έμπρακτα πολιτική, η Ευρωπαϊκή Ένωση
αποτελεί μια πολιτική ενότητα που
παράγει δίκαιο: ενώ ο ΟΟΣΑ λέει πως
πρέπει να είναι τα πράγματα, η ΕΣΑ
περιγράφει τι είναι δυνατόν να γίνει
(Visser 2002: 3).
Από την άλλη, τα κοινά
σημεία αυτών των δύο κειμένων δεν είναι
λίγα. Η θεωρία της ευρωσκλήρωσης, που
υιοθέτησε το Λευκό Βιβλίο (Raveaud,
1999), και οι θεωρίες του NAIRU
που είχε υιοθετήσει ο ΟΟΣΑ (McBride
κ.α., 2007) δεν απέχουν πολύ μεταξύ τους
και συχνά καταλήγουν σε ταυτόσημες
διαπιστώσεις με κυριότερη αυτή που
εμφανίζει την ανεργία ως διαρθρωτικό
φαινόμενο που οφείλεται στην ανελαστικότητα
της αγοράς εργασίας. Σε αυτό όμως το
γενικό πλαίσιο, υπάρχει χώρος για
διαφοροποιήσεις.
Το Λευκό Βιβλίο ήταν
ως κείμενο στρατηγικής περισσότερο
ολοκληρωμένο, πιο συνεκτικό και
περισσότερο πολιτικό. Το σημαντικότερο
πλεονέκτημα του, ήταν ότι έδινε μια
υπόσχεση κοινωνικής ευημερίας, η λογική
του επιχειρήματός που αναπαρήγαγε δεν
ήταν «ή αλλάζουμε, ή βουλιάζουμε». Κατά
δεύτερο λόγο, περιελάμβανε ένα εκτεταμένο
πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων (τα
διευρωπαϊκά δίκτυα υποδομών) που
ξεπερνούσε τα 650 δις ECU.
Παρά τα κοινά σημεία της ανάλυσής του
με αυτής του ΟΟΣΑ, αντιμετώπισε το
αμερικάνικο μοντέλο απορρύθμισης ως
το αντίθετο δέος (Jacobsson
2004) και προσπάθησε να προσφέρει μια βάση
συζήτησης, παρά το γεγονός ότι αυτή η
βάση ήταν μεροληπτική ως προς τα
συμφέροντα των εργαζομένων (για
περισσότερα βλ. Ιωακείμογλου 1994).
Το κύριο χαρακτηριστικό
που μοιράζονται τα δύο κείμενα, είναι
η πεποίθηση ότι η οικονομία διέρχεται
από μια φάση ριζικού μετασχηματισμού
προς μια νέα πραγματικότητα, την οικονομία
της γνώσης. Αντίστοιχα, και τα δύο
κείμενα, θεώρησαν την ανεργία ως
αποτέλεσμα της αδυναμίας προσαρμογής
των οικονομιών στις νέες συνθήκες, της
αστάθειας του μακροοικονομικού
περιβάλλοντος και των λαθεμένων
μακροοικονομικών πολιτικών (Kenner
2003: 296). Δεν θα ήταν υπερβολικό, να
υποστηρίξουμε ότι το κείμενο του ΟΟΣΑ,
αλλά κυρίως το Λευκό Βιβλίο, αποτελούσαν
ένα κάλεσμα για αλλαγή με στόχο την
προετοιμασία και την υποστήριξη της
οικονομίας της γνώσης.7
Η συνεισφορά του Λευκού
Βιβλίου στην ευρωπαϊκή πολιτική
απασχόλησης ήταν καθοριστική, διότι
κατάφερε να σχηματοποιήσει και να
οργανώσει τη συζήτηση προσφέροντας την
πολιτική μία βάση συναίνεσης ανάμεσα
στις κυβερνήσεις. Η επιτυχία του δεν
αφορά τόσο την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης
πολιτικής (οι προτάσεις του δεν
υιοθετήθηκαν αμέσως), όσο την εισαγωγή
ορισμένων νέων όρων στην ατζέντα και
το «τεστάρισμα» της αντοχής τους σε
διαφορετικές ερμηνείες (Goetschy
1999: 120). Με τα λόγια της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής (2002: 5) «κατά τη διάρκεια
της δεκαετίας του ’90 επετεύχθη πολιτική
συναίνεση, όσον αφορά το διαρθρωτικό
χαρακτήρα του προβλήματος της απασχόλησης
στην Ευρώπη και την ανάγκη να αυξηθεί
η ένταση απασχόλησης της μεγέθυνσης. Η
βάση αυτής της συναίνεσης ήταν το Λευκό
Βιβλίο του Ντελόρ».
Από τη στιγμή που
εκδόθηκε το Λευκό Βιβλίο, χρειάστηκαν
κάποια χρόνια προκειμένου υιοθετηθεί
η φιλοσοφία του. Ωστόσο, επτά χρόνια
αργότερα, το 2000, η υιοθέτηση της Στρατηγικής
της Λισαβόνας δικαίωσε απόλυτα το όραμα
του Ζακ Ντελόρ. Εκεί τα κράτη-μέλη
διαπιστώνοντας ότι «η Ευρωπαϊκή Ένωση
βρίσκεται αντιμέτωπη με μια μεγάλη
ποιοτική μεταλλαγή, η οποία προκύπτει
από την παγκοσμιοποίηση και τις προκλήσεις
μιας νέας οικονομίας καθοδηγούμενης
από τη γνώση», έθεσαν ως στρατηγικό
στόχο «να γίνει [η Ε.Ε.] η
ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη
οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο,
ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη
με περισσότερες και καλύτερες θέσεις
εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική
συνοχή» (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, 2000: 1).
Η μία όψη (η θετική) της
οικονομίας της γνώσης σχετίζεται με
την προτεραιότητα που δίνει στις
επενδύσεις στην εκπαίδευση, στην
τεχνολογία και στους ανθρώπινους πόρους.
Η στρατηγική της κοινωνικής επένδυσης
αναδείχτηκε γρήγορα στο πιο δυναμικό
στοιχείο των τριών διαστάσεων που
προτάθηκαν (Σακελλαρόπουλος 2001: 243). Ο
νέος λόγος υποστηρίζονταν από διαχρονικές
αξίες με τις οποίες ουδείς μπορεί ή
θέλει να διαφωνήσει: εκπαίδευση, γνώση,
κατάρτιση, επένδυση στους ανθρώπινους
πόρους.
Η πολιτική οικονομία
όμως της υπόθεσης είναι διαφορετική.
Οι Crespo και Serrano
(2004: 20-24) εύστοχα επικέντρωσαν στην τρόπο
νοηματοδότησης των εννοιών της
σταθερότητας και του ρίσκου. Η σταθερότητα,
ήταν η έννοια-κλειδί πάνω στην οποία
στηρίζονταν οι βιομηχανικές κοινωνίες.
Όλες οι δομές (επιχειρησιακές και
κοινωνικές) κατέτειναν στο να τη
διασφαλίσουν. Για τις επιχειρήσεις
σήμαινε συγκεντρωτικό τρόπο οργάνωσης
και λειτουργίας, με αυστηρές ιεραρχήσεις
και κατανομές έργου ανάμεσα σε τμήματα
και εργαζόμενους. Για τις εργασιακές
σχέσεις, σήμαινε αυστηρή ρύθμιση που
επέτρεπε την πρόβλεψη και διαχείριση
των συγκρούσεων. Αντίστοιχα, η ανάπτυξη
του κοινωνικού κράτους μπορεί να ειδωθεί
ως μια κίνηση προστασίας απέναντι στο
ρίσκο που εκ των πραγμάτων εμπερικλείει
η οικονομική δραστηριότητα. Η ανεργία
γινόταν αντιληπτή ως κοινωνικό πρόβλημα,
δηλαδή ως πρόβλημα που πρέπει να
αντιμετωπιστεί σε συλλογική βάση και
που απαιτεί κρατική παρέμβαση.
Τα παραπάνω αλλάζουν
εντός του πλαισίου της οικονομίας της
γνώσης. Στο νέο σύστημα η αστάθεια και
το ρίσκο αποτελούν φυσιογνωμικά
χαρακτηριστικά, η πρόβλεψη των μελλοντικών
εξελίξεων θεωρήθηκε αδύνατη και το
ρίσκο αναπόδραστο. Εδώ, η ευελιξία
αναδεικνύεται σε έννοια κλειδί· ευελιξία
προκειμένου να επιτευχθεί η γρήγορη
και αποτελεσματική προσαρμογή ανθρώπων
και συστημάτων σε ένα καταστατικά
συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Στο
νέο λόγο, το ρίσκο αποκτά θετικό πρόσημο
και μετατρέπεται σε «πρόκληση»
(χαρακτηριστικές είναι οι αναλύσεις
του Beck 1992). Η ταχύτητα της
γνώσης είναι τέτοια, που η σταθερότητα
είναι αδύνατη ενώ όταν εμφανίζεται
παίρνει το χαρακτήρα δυσκαμψίας.
Αντίστοιχα, αλλάζει και ο ρόλος του
κράτους. Τα επιδόματα ανεργίας
χαρακτηρίζονται «παθητικές πολιτικές»
που δημιουργούν εξαρτίσεις σε παρωχημένες
γνώσεις, οι ενεργητικές πολιτικές
(κυρίως κατάρτισης) αποκτούν όλο και
μεγαλύτερο βάρος. Οι παραπάνω αλλαγές
στον τρόπο λειτουργίας του κράτους,
σχηματοποιήθηκαν πετυχημένα από τον
Jessop (2002) που υποστήριξε
ότι το κράτος μετεξελίχθηκε από Κοινωνικό
Κεϋνσιανό σε Σουμπετεριανό που προωθεί
την καινοτομία και, γιατί όχι, την
δημιουργική καταστροφή.
Κατά συνέπεια, ο λόγος
της κοινωνίας/οικονομίας της
γνώσης/πληροφορίας ενσωμάτωσε οργανικά
τα αιτήματα για ευελιξία, εξατομίκευση,
περιορισμό της προστασίας της απασχόλησης
κλπ., δίνοντάς τους όμως ένα ευρύτερο
χαρακτήρα. Η ευελιξία των αγορών εργασίας
δεν ήταν πια ένα αίτημα του κεφαλαίου
για την ενίσχυση της κερδοφορίας μίας
επιμέρους κοινωνικής ομάδας· είχε
μετασχηματιστεί σε συνθήκη προόδου για
το σύνολο της κοινωνίας και κάθε αντίσταση
σε αυτή ισοδυναμούσε με αντίσταση στην
πρόοδο, συνεπώς ήταν εξ ορισμού
συντηρητική.
Αυτό το ιδεολογικό
πλαίσιο ανταποκρίνονταν με επάρκεια
στις αναζητήσεις της σοσιαλδημοκρατίας
των αρχών της δεκαετίας του ’90. Μιας
σοσιαλδημοκρατίας που και αυτή είχε
περάσει από έναν ριζικό μετασχηματισμό
ως προς το περιεχόμενο του λόγου της
και των πολιτικών της προτάσεων. Όπως
γράφει ο Μοσχωνάς (Moschonas
2005), το ιδεολογικό και προγραμματικό
προφίλ της νέας σοσιαλδημοκρατίας
προέκυψε από τον συνδυασμό τριών
θεματικών αξόνων. Ο πρώτος, αφορά τις
παραδοσιακές αξίες του χώρου, όπως η
έμφαση στην ανάπτυξη, στην ισότητα, στην
απασχόληση και στο κράτος-πρόνοιας. Τα
θέματα αυτά συνέχισαν να κατέχουν
κεντρική θέση στη ρητορική των
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και βρέθηκαν
στο επίκεντρο των προεκλογικών τους
διακηρύξεων. Υπ’ αυτή την έννοια, τα
ζητήματα της ισότητας, της αλληλεγγύης,
της κοινωνικής συνοχής και της μάχης
κατά του κοινωνικού αποκλεισμού δεν
αποτέλεσαν «συμπλήρωμα» της
σοσιαλδημοκρατικής φυσιογνωμίας αλλά
συστατικό της στοιχείο (Moschonas
2005: 36).
Παρά ταύτα, υπήρξε μια
επανοηματοδότηση και μια αναδιάταξη
της ιεράρχησης των εννοιών αυτών στο
εσωτερικό του σοσιαλδημοκρατικού λόγου
και πρακτικής. Η έμφαση μετατοπίστηκε
από την ισότητα του αποτελέσματος στην
ισότητα των ευκαιριών, επιτρέποντας
τον αναπροσανατολισμό των παρεμβάσεων
από τις αναδιανεμητικές πολιτικές στις
διαρθρωτικές παρεμβάσεις και, τη
μετατόπιση από τις παθητικές πολιτικές
απασχόλησης στις ενεργητικές. Κατά
δεύτερο λόγο, υπήρξε μια μετατόπιση από
την έννοια της ισότητας στην έννοια της
κοινωνικής ενσωμάτωσης και της
καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού
(Sloam 2007, Lister
1998) που επέτρεψε την αλλαγή της στοχοθεσίας
των πολιτικών, την «από-γενικευσή» των
παρεμβάσεων και την ενίσχυση των
εξατομικευμένων και στοχευμένων
παρεμβάσεων. Αυτές οι αλλαγές
πραγματοποιήθηκαν με διαφορετική ένταση
και χρόνους στα διάφορα σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα της Ευρώπης. Οι συνέπειες όμως
στον ευρωπαϊκό λόγο και πρακτική ήταν
καθοριστικές, αφού οι ίδιες μετατοπίσεις
μπορούν να διαγνωστούν και στις
προτεραιότητες της κοινοτικής παρέμβασης
στην αγορά εργασίας.
Ο δεύτερος άξονας,
αφορούσε την υιοθέτηση θεμάτων της
νεοφιλελεύθερης ατζέντας (ιδιωτικοποιήσεις,
μεταρρύθμιση του κράτους πρόνοιας,
ενίσχυση της ευελιξίας της αγοράς
εργασίας κλπ.) τα οποία δεν αντιμετωπίστηκαν
ως «αναγκαίο κακό», αλλά ως φυσικό
συστατικό της νέας φυσιογνωμίας. Η νέα
ισορροπία αποτυπώθηκε με χαρακτηριστικό
τρόπο στο σύνθημα του γάλλου πρωθυπουργού
Λιονέλ Ζοσπέν: «ναι στην οικονομία της
αγοράς, όχι στην κοινωνία της αγοράς»
το οποίο έγινε το κεντρικό σύνθημα του
ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού κόμματος
(PES) κατά τις ευρωεκλογές
του 1999 (Moschonas 2005: 36).
Τέλος, ο τρίτος άξονας
αφορά στην υιοθέτηση ενός συνόλου
πολιτισμικών μετά-υλιστικών αξιών (π.χ.
περιβάλλον, ασφάλεια), όπου η ακριβής
δοσολογία διέφερε ανάλογα με τις
ιδιαίτερες συνθήκες κάθε χώρας (Moshonas
2005: 37).
Το ζήτημα είναι ότι από
τους παραπάνω άξονες λείπει κάτι σαν
όραμα, κάτι που θα μπορούσε να συμπυκνώσει
όλα τα παραπάνω σε ένα σύνθημα, που θα
μπορούσε να κινητοποιήσει ευρύτερες
κοινωνικές δυνάμεις. Το σύνθημα που
τελικά χρησιμοποιήθηκε σε κάθε χώρα
διαφοροποιήθηκε αναλόγως των εθνικών
παραδόσεων. Την ίδια εποχή που ο Κώστας
Σημίτης αναδείκνυε τον «εκσυγχρονισμό»
σε κεντρικό ζητούμενο της πολιτικής
του, κάτι ανάλογο γινόταν και στην
Βρετανία, ενώ στην Γερμανία υιοθετούσαν
τον συγγενή όρο «καινοτομία» (Roden 2003:
35). Στην Βρετανία ήταν ο «Τρίτος Δρόμος»
(Third Way), στην
Γερμανία το «νέο κέντρο» (Neue
Mitte), στη Γαλλία «ο ρεαλισμός
της αριστεράς» (réalisme
de gauche) και
η «πληθυντική αριστερά», στην Ελλάδα ο
«εκσυγχρονισμός». Σε ευρωπαϊκό επίπεδο
ήταν η «κοινωνία της γνώσης». Το πολιτικό
περιεχόμενο αυτών όρων ήταν λίγο-πολύ
κοινό.8
Και στα πολιτικά κείμενα
(π.χ. το κοινό κείμενο Μπλερ, Σρέντερ το
1998) και στα θεωρητικά (π.χ. ο Τρίτος
Δρόμος του Άντονυ Γκίντενς, η Κοινωνία
του Ρίσκου του Beck), και
στα πολιτικά προγράμματα των
σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό,
όσο και σε εθνικό επίπεδο, η θέση είτε
της κοινωνίας της γνώσης αυτής καθαυτής,
είτε της προγραμματικής της ατζέντας
ήταν εξέχουσα.9
Η θελκτικότητα της οφείλεται ακριβώς
στη δυνατότητά της να συνδυάσει μια
απορυθμιστική ατζέντα με κοινωνικούς
στόχους.
Η κοινωνία της γνώσης
εξατομικεύει το υποκείμενό της, το
καθιστά υπεύθυνο για τις πράξεις του
αλλά και μοναδικό. Ο νέος ατομισμός,
η υπευθυνότητα, η νέα σχέση ανάμεσα στο
ατομικό και το συλλογικό που πρόβαλε ο
Γκιντενς (1998) βρίσκουν το φυσικό τους
περιβάλλον. Ταυτόχρονα, κάθε άτομο
γίνεται μοναδικό, επιδιώκει τον διαρκή
εμπλουτισμό των γνώσεων και των δεξιοτήτων
του, είναι εξειδικευμένος τεχνίτης που
συμμετέχει ισότιμα και δημιουργικά
στην παραγωγική διαδικασία. Για τους
Σρέντερ και Μπλερ (1999), η πραγματική
πρόκληση είναι να δοθεί η δυνατότητα
σε κάθε άτομο να πραγματώσει τους στόχους
του, να συνδυαστούν τα δικαιώματα με
τις υποχρεώσεις. Ο σημαντικότερος στόχος
είναι η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο
που θα επιτρέψει σε άτομα και επιχειρήσεις
να προσαρμοστούν στην οικονομία της
γνώσης: «το να έχει κανείς την ίδια
εργασία για όλη του ζωή είναι στοιχείο
του παρελθόντος» (Blair,
Schroeder, 1997).
Βάσει των παραπάνω, η
κοινωνία της γνώσης εμφανίστηκε ως «ο
από μηχανής θεός» που απάντησε με μιας
δύο ανάγκες. Την ανάγκη εκσυγχρονισμού
του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού
οράματος, και την ανάγκη διατύπωσης
μιας νέας «μεγάλης ιδίας» για το μέλλον
της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε, το ότι
η Στρατηγική της Λισαβόνας υιοθετήθηκε
το 2000 δεν είναι τυχαίο: αφενός, είχε
μόλις ολοκληρωθεί επιτυχώς η νομισματική
ένωση γύρω από την οποία είχαν κυριολεκτικά
μονταριστεί το σύνολο των ευρωπαϊκών
και εθνικών πολιτικών, αφετέρου είχε
εγκαινιαστεί η διαδικασία της διεύρυνσης
με δέκα νέα κράτη-μέλη με διαφορετικές
πολιτικές παραδόσεις και κουλτούρες.
Χρειαζόταν επομένως επειγόντως ένας
νέος στρατηγικός στόχος, μία «νέα μεγάλη
ιδέα».
Η κοινωνία της γνώσης
εμφάνιζε όλα αυτά τα προτερήματα. Έτσι,
η ρητορική της υιοθετήθηκε οργανικά
από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα
προσφέροντας ένα νέο όραμα για τα ίδια,
για την Ευρώπη, για τα κράτη-μέλη της:
αποτελούσε έναν ιδανικό συνδυασμό
ανάμεσα στην ευελιξία και την απορρύθμιση,
την οικονομία της αγοράς και την κοινωνική
αλληλεγγύη, εμβαπτισμένο στην επένδυση
στη γνώση που αποτελεί καθολική αξία
του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Με άλλα
λόγια, η κοινωνία της γνώσης εμφανιζόταν
ως μια ιδέα που θα μπορούσε να καταστεί
ηγεμονική.
Η φυσιογνωμία της
ευρωπαϊκής πολιτικής απασχόλησης
καθορίστηκε σε τεράστιο βαθμό από αυτό
το όραμα, ενσωματώνοντας το σύνολο
σχεδόν της νέας σοσιαλδημοκρατικής
ατζέντας για την αγορά εργασίας: βελτίωση
των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης,
ενίσχυση της ευελιξίας, αναπροσαρμογή
των συστημάτων κοινωνικής προστασίας
προκειμένου να ευνοούν την «ενεργοποίηση»
του ανέργου, καταπολέμηση των ακραίων
φαινομένων φτώχειας μέσω της προσπάθειας
εργασιακής ένταξης, προώθηση ίσως
ευκαιριών για άντρες και γυναίκες.
Υπ’ αυτή την έννοια, η
ΕΣΑ αποτύπωσε μια νέα εκδοχή
νεοφιλελευθερισμού και αυτή ήταν η
καινοτομία της ως πολιτικό πρόγραμμα:
υιοθέτησε το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα,
εισάγοντας μια διάσταση ρύθμισης της
απορύθμισης ή καλύτερα μιας ρυθμισμένης
απορρύθμισης. Υπ’ αυτή την έννοια ο
στόχος της ευρωπαϊκής πολιτικής
απασχόλησης δεν ήταν απλά να απορρυθμίσει
την αγορά εργασίας. Όταν υιοθετήθηκε
το 1997, η ελαστικοποίηση των εργασιακών
σχέσεων είχε ήδη συντελεστεί σε μεγάλο
βαθμό, και δεν απαιτούσε σώνει και καλά
μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για την
περαιτέρω προώθησή της. Ο νεοφιλελευθερισμός
της ΕΣΑ είναι ένας διαφοροποιημένος
νεοφιλελευθερισμός σε σχέση αυτόν που
εφαρμόστηκε κατά τη δεκαετία του ’80
και το πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘90.
Η άνοιξη της σοσιαλδημοκρατίας της
περιόδου 1997-2003 είχε ως συνέπεια τη νίκη
της δικής της εκδοχής απορρύθμισης: η
ευρωπαϊκή πολιτική απασχόλησης δεν
αποτελεί μόνο έκφραση της ανανέωσης
της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και του
ίδιου του νεοφιλελεύθερου παραδείγματος.
Σήμερα πλέον γνωρίζουμε
ότι αυτό το όραμα αποδείχτηκε εξαιρετικά
βραχύβιο ως πολιτικό πλαίσιο. Η Στρατηγική
της Λισαβόνας παρουσίασε τεράστιες
καθυστερήσεις ως προς την επίτευξη των
στόχων που έθεσε, η αναθεώρηση του 2005
(βάσει της «έκθεσης Κοκ») σηματοδότησε
μια φιλελεύθερη μετατόπιση εγκαταλείποντας
τη διάσταση της ποιότητας της εργασίας
και δίνοντας όλη την έμφαση στην ευελιξία
της αγοράς εργασίας (Καραμεσίνη 2005,
104), ενώ έως το 2007 η Στρατηγική είχε
πρακτικά εγκαταλειφτεί. Η Ευρώπη,
επέστρεψε σε μια κατάσταση αμηχανίας
που συντηρείται μέχρι και σήμερα.
Οι συνέπειες στις εθνικές πολιτικές
Για να μιλήσει κανείς
για συνέπειες στις εθνικές πολιτικές,
πρέπει πρώτα να ορίσει τι εννοεί ως
συνέπειες. Στην περίπτωση της ευρωπαϊκής
πολιτικής απασχόλησης αυτό δεν είναι
και τόσο εύκολο, κυρίως, λόγω του
εθελοντικού χαρακτήρα της ΕΣΑ που σε
αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές
(π.χ. ενιαία αγορά) απέφυγε τις κανονιστικές
ρυθμίσεις. Συνεπώς η διαπίστωση αυστηρών
αιτιωδών σχέσεων δεν είναι εφικτή. Κατ’
αντιστοιχία, έχουν αναπτυχτεί και
διαφορετικές προσεγγίσεις για την
αξιολόγηση της επίδρασης της ΕΣΑ στις
εθνικές πολιτικές, οι οποίες δεν
αποκλείουν η μία την άλλη. Κάποιες, όπως
αυτή του Barbier (2004), είναι
προσανατολισμένες στα θεσμικά αποτελέσματα
και εξετάζουν τις αλλαγές που προκάλεσε
στον τρόπο οργάνωσης ή/και λειτουργίας
της δημόσιας διοίκησης και στον τρόπο
υλοποίησης συγκεκριμένων προγραμμάτων
και πολιτικών. Άλλες, όπως της Büchs
(2004), επικεντρώνουν περισσότερο στον
έλεγχο της επίτευξης των ποσοτικών
στόχων που τέθηκαν, στο κατά πόσο μπορεί
να διαπιστωθεί σύγκλιση των εθνικών
πολιτικών, και στις διαδικασίες εκμάθησης
(policy learning)
που ενεργοποιεί η στρατηγική. Άλλες
πάλι, όπως αυτή του Zeitlin
(2005), επικεντρώνουν στις ιδεολογικές
διαστάσεις της ΕΣΑ. Εδώ, οι κύριες έννοιες
της ανάλυσης είναι η αμοιβαία πίεση
(peer pressure)
που ασκούν τα κράτη-μέλη το ένα στο άλλο
· η ανάπτυξη ενός κοινού λόγου-λεξιλογίου
(socialization and
discursive diffusion)
μέσω π.χ. της τακτικής συμμετοχής ανώτερων
δημοσίων υπαλλήλων σε κοινές διαδικασίες·
η αμοιβαία μάθηση (mutual
learning)· και η στρατηγική
χρήση (strategic use)
της ΕΣΑ στην εσωτερική πολιτική
αντιπαράθεση.
Η πρώτη αξιολόγηση της
επίδρασης της ΕΣΑ στις εθνικές πολιτικές
πραγματοποιήθηκε το 2002 υπό την εποπτεία
της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (COM(2002)
416), αλλά έκτοτε έχουν υπάρξει αρκετά
άρθρα ή και βιβλία με το ίδιο αντικείμενο.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι το σύνολο
σχεδόν των αξιολογήσεων συντείνει στο
ότι η ΕΣΑ είχε κατά κανόνα θετική επίδραση
ως προς τον συντονισμό των φορέων άσκησης
πολιτικής για την αγορά εργασίας σε
εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο (López-Santana
2009: 8), στην ενίσχυση του κοινωνικού
διαλόγου (Mailand 2005b:
5), στην ενίσχυση των ενεργητικών πολιτικών
απασχόλησης ειδικά σε χώρες όπου αυτές
οι πολιτικές ήταν άγνωστες ή περιθωριακές
(Euromemorandum labour market group,
2003: 6), στην «ορατότητα» των εθνικών
πολιτικών και κυρίως στην ενσωμάτωση
της διάστασης του φύλου στην πολιτική
απασχόλησης (Zeitlin 2002: 2).
Βέβαια, τα παραπάνω δεν
αποτυπώθηκαν με τον ίδιο τρόπο σε όλα
τα κράτη, αλλά επηρεάστηκαν έντονα από
την κατάσταση που επικρατεί σε κάθε ένα
από αυτά και από τις εθνικές παραδόσεις.
Γι’ αυτό, οι περιπτώσεις στις οποίες η
ΕΣΑ επέδρασε με άμεσο τρόπο στην εγχώρια
πολιτική είναι μάλλον σπάνιες.10
Τα Εθνικά Σχέδια Δράσης για την Απασχόληση
δεν προκαλούν πολιτικές αντιπαραθέσεις
και αντιμετωπίζονται περισσότερο ως
«κυβερνητικές εκθέσεις πεπραγμένων
προς ένα διεθνές ακροατήριο παρά ως
κείμενα στρατηγικής» (Jacobsson
& Vifell 2007), το ενδιαφέρον
των ΜΜΕ και του κοινού είναι περιορισμένο,
σχεδόν σε όλα τα κράτη τα κοινοβούλια
δεν εγκρίνουν, απλά ενημερώνονται για
το περιεχόμενό τους (Lèonard
2005: 310). Κατά συνέπεια, η επίδραση της ΕΣΑ
στην καθημερινή παραγωγή πολιτικής
ήταν και διατηρήθηκε σε χαμηλά επίπεδα
(ενδεικτικά βλ. την τελευταία αξιολόγηση
που πραγματοποιήθηκε το 2010 στο Βegg κ.α.,
2010).
Εάν πρέπει να διατυπωθεί
κάποιος κανόνας, αυτός θα ήταν ότι στις
χώρες που η πολιτική απασχόλησης είχε
κάποιο βάθος, η επιρροή της ΕΣΑ ήταν
μικρότερη, ενώ σε χώρες με μεγαλύτερη
εξάρτηση από τους ευρωπαϊκούς πόρους
και με μικρότερη παράδοση στην ανάπτυξη
πολιτικών απασχόλησης η επίδραση της
ΕΣΑ, τουλάχιστον ως προς τη «μορφολογία»
της πολιτικής, ήταν μεγαλύτερη.
Στην περίπτωση της
Ελλάδας για παράδειγμα, η επίδραση της
ΕΣΑ ήταν καθοριστική στο επίπεδο του
τύπου, όχι όμως και τόσο βαθιά εάν
εξετάσουμε την ουσία. Από τη μία πλευρά,
η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να συντάσσει
σε ετήσια βάση τα ΕΣΔΑ, στα οποία
καταγράφονται όλα τα μέτρα που θεωρεί
ότι εμπίπτουν στην πολιτική απασχόλησης
(δηλαδή όχι μόνο τις πολιτικές του
υπουργείου Εργασίας). Δεδομένης της
προηγούμενης ανυπαρξίας αντίστοιχων
εκθέσεων αυτό είναι εκ των πραγμάτων
κάτι θετικό. Αντίστοιχα, υιοθετήθηκε
μια διαδικασία κοινωνικού διαλόγου
κατά την οποία ζητείται από τους
κοινωνικούς εταίρους να γνωμοδοτήσουν
επί των σχεδίων ΕΣΔΑ πριν αυτά κατατεθούν
έτσι ώστε οι παρατηρήσεις τους να
ενσωματώνονται στο τελικό κείμενο. Από
την άλλη μεριά όμως, ο βαθμός ενσωμάτωσης
των παρατηρήσεων των κοινωνικών εταίρων
ήταν εξαιρετικά μικρός, εάν όχι ανύπαρκτος,
τα βασικά γνωρίσματα του κοινωνικού
διαλόγου δεν άλλαξαν, ενώ η αποτελεσματικότητα
των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης
δεν βελτιώθηκε. Υπήρξε δηλαδή, μια
«τελετουργική συμμόρφωση» (ritual
compliance) με τον τύπο της
πολιτικής χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά
η πολιτική της οικονομία.
Πέρα όμως από τις
επιμέρους διαφορές και τις εθνικές
ιδιαιτερότητες, υπήρξε ένα πεδίο όπου
η επίδραση της ΕΣΑ ήταν άμεση και
καθοριστική: το πεδίο του λόγου/ρητορικής
για την απασχόληση και την ανεργία. Εδώ
η ευρωπαϊκή πολιτική απασχόλησης
«δημιούργησε γλώσσα», κατάφερε να
επιβάλει κοινές νόρμες περιγραφής τόσο
του φαινομένου της ανεργίας, όσο και
των πολιτικών αντιμετώπισής του,
αναπτύσσοντας ένα λόγο με έννοιες-κλειδιά
την απασχολησιμότητα, την
προσαρμοστικότητα, την ευελιξία
και την ενεργοποίηση. Ορισμένες από
αυτές τις έννοιες προϋπήρχαν στην
«ακαδημαϊκή λαγκάζ» (π.χ. απασχολησιμότητα)
αλλά με την ΕΣΑ απέκτησαν τεράστια
αναγνωσιμότητα και επιτυχία, άλλες πάλι
δημιουργήθηκαν από τα κείμενα της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής (π.χ. η προσαρμοστικότητα
ή η αμοιβαία μάθηση). Τέλος, άλλες,
απέκτησαν εντελώς διαφορετικά περιεχόμενα
από αυτά που είχαν στο παρελθόν. Το
χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι
η πλήρης απασχόληση, που ορίστηκε
από την Στρατηγική της Λισαβόνας ως
«ποσοστό συμμετοχής στην αγορά εργασίας
τουλάχιστον ίσο με 70%» ανεξαρτήτως της
κατάστασης απασχόλησης (άνεργος ή
απασχολούμενος), σε πείσμα των πολλών
που την αντιλαμβάνονται ως μια κατάσταση
που όσοι επιθυμούν μπορούν να εργαστούν,
ή έστω των οικονομολόγων που την
αντιλαμβάνονται ως μια κατάσταση όπου
όλοι όσοι είναι διατεθειμένοι να
εργαστούν με τον υφιστάμενο μισθό,
μπορούν να βρουν μια εργασία.
Κατά
συνέπεια, η ΕΣΑ μπορεί να ειδωθεί ως ένα
τυπικό παράδειγμα λόγου (discourse)
με την φουκωική έννοια, δηλαδή ενός
συστήματος διασποράς εννοιών το
οποίο εξασφαλίζει την ενότητά του στην
πρακτική. Ουσιαστικά, δεν έχουμε να
κάνουμε με μία μονοδιάστατη έννοια της
ευελιξίας, της ανταγωνιστικότητας,
της επιχειρηματικότητας, της
απασχολησιμότητας, της αναδιοργάνωσης
του χρόνου εργασίας. Αυτές οι έννοιες
απέκτησαν ενίοτε αντιφατικά περιεχόμενα.
Ενδεικτικά, η έννοια της ευελιξίας
πήρε άλλο νόημα στο λόγο των συνδικάτων
που της έδωσαν το περιεχόμενο της
εσωτερικής ευελιξίας σε μια επιχείρηση
(οι εργαζόμενοι χρησιμοποιούνται
εναλλακτικά σε πλήθος παρόμοιων αλλά
όχι ταυτόσημων εργασιών), και στο λόγο
των επιχειρηματιών που την αντιλήφθηκαν
περισσότερο ως εξωτερική ευελιξία,
δηλαδή ευελιξία στη διαμόρφωση του
μισθού και στην οργάνωση του χρόνου
εργασίας. Αντίστοιχα, οι έννοιες της
προσαρμοστικότητας ή της ενεργοποίησης
πήραν διαφορετικά περιεχόμενα αναλόγως
της παράδοσης κάθε χώρας. Για παράδειγμα,
από τη συγκριτική ανάλυση των ΕΣΔΑ των
ετών 1998-2000 που έκανε ο Raveaud
(1999) προέκυψε ότι η έννοια της
απασχολησιμότητας του Βρετανικού
ΕΣΔΑ είναι περισσότερο κοντά σε μια
διάσταση εξατομικευμένης απασχολησιμότητας
όπου οι πρωτοβουλίες στοχεύουν κυρίως
στην ενίσχυση της αναζήτησης και αποδοχής
εργασίας από τους ανέργους. Αντίθετά,
στην περίπτωση της Σουηδίας και της
Γαλλίας διαπιστώνεται μια έννοια
κοινωνικής απασχολησιμότητας
(socially shared
employability) όπου το δημόσιο
διατηρεί σημαντικές υποχρεώσεις έναντι
του ανέργου.
Βέβαια, παρά τις διαφορές,
αυτός ο λόγος δεν είναι ούτε ουδέτερος,
ούτε επιδέχεται άπειρες ερμηνείες. Το
πεδίο αποσαφήνισης του, το ενοποιητικό
στοιχείο της διασποράς του είναι οι
πρακτικές που συνδέθηκαν με αυτόν
ως «ρυθμισμένοι τρόποι ενεργοποίησης
των δυνατοτήτων του» (Foucault
1991: 64, 1987: 109). Σε τελική ανάλυση, όπως
σχολιάζει ο Jacobsson (2004), οι
συμβολικές πολιτικές σπάνια είναι μόνο
συμβολικές. Ο λόγος της ΕΣΑ προκάλεσε
μια «επαγγελματικοποίηση»
(profenassionalization) της διαχείρισης
της αγοράς εργασίας (Jacobsson
& Vifell 2007) και μέσω αυτής
της διαδικασίας αποπολιτικοποίησε το
πρόβλημα της ανεργίας (Goetschy
2004: 69). Έτσι ερμηνεύεται και το «παράδοξο»
που σημείωσαν οι Begg κ.α.
στην τελευταία αξιολόγηση της ΕΣΑ το
2010 που τους ανέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή:
«από τη μία πλευρά οι επίσημοι, που
βρίσκονται κοντά στις διαδικασίες της
στρατηγικής θεωρούν ότι ο τρόπος
λειτουργίας της είναι ικανοποιητικός,
από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιποι φορείς
(stakeholders) που εμπλέκονται με αυτή δεν
είναι πεισμένοι για την αξία της» (Βegg
κ.α., 2010: 9).
Εν τέλει, η επίδραση
της ΕΣΑ δεν σχετίζεται τόσο με τη σύγκλιση
με ένα «κοινό πρότυπο» όποιο και αν
είναι αυτό. Δεκατέσσερα χρόνια μετά την
υιοθέτησή της, οι διαφορές ανάμεσα στο
Γαλλικό, το Αγγλοσαξονικό, το Σκανδιναβικό,
το νοτιο-ευρωπαϊκό μοντέλο απασχόλησης
παραμένουν μεγάλες και καθοριστικές.
Ο Hyman (2004: 45) το θέτει χαρακτηριστικά: «οι
εργασιακές σχέσεις ήταν μια εφεύρεση
του έθνους-κράτους», συνεπώς, ανεξάρτητα
από τις πιθανές επιθυμίες των πολιτικών
υποκειμένων που διαμόρφωσαν την ευρωπαϊκή
πολιτική απασχόλησης, εντός των κοινωνιών
υπάρχουν και δρουν παράγοντες που
απαγορεύουν την απόλυτη σύγκλιση.
Εν τέλει, τα τελικά
μορφολογικά χαρακτηριστικά της ευρωπαϊκής
πολιτικής απασχόλησης αποτυπώνουν
περισσότερο έναν συμβιβασμό ανάμεσα
στο αγγλοσαξονικό και το σκανδιναβικό
μοντέλο. Αντίθετα, δεν λήφθηκαν καθόλου
υπόψη τα χαρακτηριστικά της αγοράς
εργασίας του ευρωπαϊκού Νότου (Threlfall
2003: 10). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η
Γερμανία, ή η Γαλλία ή η Ελλάδα «έχασαν»
στις διαπραγματεύσεις έναντι της
Βρετανίας ή της Σουηδίας ή της Δανίας.
Η ευρωπαϊκή πολιτική απασχόλησης δεν
είχε νικητές ή χαμένους ή καλύτερα δεν
έχει νικητές ή χαμένους που να είναι
κράτη.
Η ευρωπαϊκή πολιτική
απασχόλησης, με όχημα την δημιουργία
ενός λόγου για την απασχόληση, αναδείχτηκε
σε μια επιθετική πολιτική νεοφιλελεύθερου
μετασχηματισμού των αγορών εργασίας,
με στόχο την προσαρμογή τους στη
αναδυόμενη οικονομία της γνώσης που
χαρακτήρισε λίγο-πολύ το σύνολο των
κρατών-μελών της «παλιάς Ευρώπης». Μέσα
από την προσπάθεια συντονισμού των
πολιτικών απασχόλησης, τα κράτη-μέλη
δεν επεδίωξαν την άμβλυνση κάποιων
αρνητικών οικονομικών εξωτερικοτήτων
(όπως για παράδειγμα έγινε στην περίπτωση
της ενιαίας αγοράς και του εμπορίου),
αλλά την διαμόρφωση ενός μεταρρυθμιστικού
πλαισίου για τις δικές τους αγορές
εργασίας. Όταν οι κυβερνήσεις συμφωνούσαν
στην ευρωπαϊκή πολιτική απασχόλησης
«κοίταγαν προς τα μέσα». Τα περιεχόμενά
της πολιτικής αποτελούν προβολή στο
ευρωπαϊκό επίπεδο της εγχώριας ατζέντας
των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.
Παρά το γεγονός ότι η
σχέση της ΕΣΑ με τις μεταρρυθμίσεις
στην αγορά εργασίας δεν μπορεί με ευκολία
να διαπιστωθεί (Begg κ.α.
2010), φαίνεται ότι τελικά είναι πολύ
μεγαλύτερη απ’ ότι εκτιμάται σήμερα.
Η ΕΣΑ παρήγαγε μια συναίνεση σε ένα
πεδίο όπου η ύπαρξη της ήταν εξαιρετικά
δύσκολη. Μέσω αυτής της κίνησης κατάφερε
να διαμορφώσει μια κοινή πολιτική
συνισταμένη αλλά ταυτόχρονα κατάφερε
να επεκτείνει τη λογική που επικρατούσε
στην ενοποίηση των αγορών, στην αγορά
εργασίας (Streeck 1995: 395). Σε
αυτή τη λογική, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή
(2002: 2, 10) έχει δίκιο να υποστηρίζει ότι
η ΕΣΑ επηρέασε σημαντικά τις εθνικές
πολιτικές σε ό,τι αφορά την χάραξη και
στη στόχευσή τους, μετατοπίζοντας την
προτεραιότητα από «από τη διαχείριση
της ανεργίας στην αύξηση της απασχόλησης»,
κυρίως όμως παράγοντας μια πολιτική
δέσμευση που «έδωσε ώθηση στις
μακροχρόνιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
των αγορών εργασίας».
Καταληκτικά σχόλια: η ευρωπαϊκή πολιτική απασχόλησης δεκατέσσερα χρόνια μετά
Η ανάδυση της ευρωπαϊκής
πολιτικής απασχόλησης, ενδύθηκε αρχικά
ένα προοδευτικό μανδύα, λόγω του ότι
ιστορικά οι υποστηρικτές μιας τέτοιας
πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν τα
συνδικάτα, το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο
και τα κόμματα που κινούνταν στο
κέντρο-αριστερό φάσμα του πολιτικού
συστήματος. Αντίθετα, τόσο οι οργανώσεις
των εργοδοτών, όσο και τα συντηρητικά
κόμματα χαρακτηρίζονταν πάντα από
μεγαλύτερες αντιστάσεις στην ιδέα
(ενδεικτικά βλ. Streeck 1995,
Goetschy 1999, Stråth
2000).
Η βασική ιδέα των
συνδικάτων, ήταν ότι η ενσωμάτωση της
διάστασης της απασχόλησης στην πολιτική
στοχοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα
σήμαινε ταυτόχρονα και την ενίσχυση
της κοινωνικής διάστασης της ευρωπαϊκής
ενοποίησης, επομένως θα άμβλυνε την
απόλυτη κυριαρχία των κριτηρίων της
ενοποίησης των αγορών. Έτσι, πολλοί
ερευνητές έχουν περιγράψει την ΕΣΑ ως
μια αντιπαραθετική με την ΟΝΕ πολιτική,
ενώ η υιοθέτησή αντιμετωπίστηκε λίγο-πολύ
ως μια «παραδοξότητα», που προέκυψε
περίπου ως ατύχημα. Οι Riel
& Meer το διατυπώνουν
χαρακτηριστικά: «κατά μία έννοια η
συμπερίληψη του κεφαλαίου για την
Απασχόληση μπορεί να ειδωθεί ως μια
«διόρθωση» στο Μάαστριχτ, συνεπώς ως
αποκλίνουσα πράξη (deviant
case)» (van
Riel και van
der Meer 2002:
12).11
Τελικά, οι εξελίξεις δεν δικαίωσαν τους
αισιόδοξους.
Δεν είναι βέβαιο εάν ο
νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας της ΕΣΑ
συνιστά εκτροπή της αρχικής στοχοθεσίας
της, αλλά μάλλον είναι δύσκολο να
υποστηριχτεί κάτι τέτοιο. Η ΟΝΕ μπορεί
να μην προκάλεσε άμεσα την ΕΣΑ, αλλά
είναι σαφές ότι η τελευταία υποτάχθηκε
απόλυτα στην πρώτη και λειτούργησε
μάλλον συμπληρωματικά με αυτή, παρά
αντιπαραθετικά. Η απασχόληση
αντιμετωπίστηκε ως εξαρτημένη μεταβλητή
της οικονομικής πολιτικής (Pochet
1999: 272) και οι προσπάθειες να περιοριστεί
ο ακραία νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας
της μακροοικονομικής πολιτικής (π.χ.
μακροοικονομικός διάλογος της Κολονίας
μετά από πρωτοβουλία του Oscar
Lafontaine) έδειξαν γρήγορα
τα όριά τους και εγκαταλείφθηκαν
(Dufresne, 2001, Dyson
1999).
Τελικά, ως ειρωνεία της
τύχης, η διάσταση της απασχόλησης
ενσωματώθηκε οργανικά στην οικονομική
πολιτική: από το 2005 και μετά τα ΕΣΔΑ
καταργήθηκαν και ενσωματώθηκαν στα
Εθνικά Σχέδια Μεταρρυθμίσεων που αφορούν
το σύνολο της οικονομικής πολιτικής. Ο
τρόπος όμως με τον οποίο έγινε αυτό, και
το περιεχόμενο που είχε αποκτήσει η
πολιτική απασχόλησης, καθιστούσαν
εξαιρετικά δύσκολο για τα συνδικάτα να
θεμελιώσουν αιτήματα με αναφορά στην
ΕΣΑ.
Από την άλλη, για αρκετό
διάστημα, οι εργοδοτικές οργανώσεις
συνέχισαν να διατηρούν μια επιφυλακτικότητα,
όχι τόσο εξαιτίας των περιεχομένων που
απέκτησε η ΕΣΑ, όσο εξαιτίας της
πιθανότητας να μετασχηματιστεί σε
πολιτική με κανονιστικές ρυθμίσεις
υποχρεωτικές για όλους. Δημιουργήθηκε
έτσι το «παράδοξο» τα μεν συνδικάτα να
συμφωνούν με την ιδέα, αλλά να διαφωνούν
με το περιεχόμενο, οι δε εργοδότες να
διαφωνούν με την ιδέα, αλλά να συμφωνούν
με το περιεχόμενο.
Σήμερα, η δυναμική της
ευρωπαϊκής πολιτικής απασχόλησης έχει
υποχωρήσει σημαντικά. Οι διαδικασίες
παραμένουν αλλά η βαρύτητα που τους
αποδίδεται είναι σαφώς μικρότερη σε
σχέση με την αντίστοιχη της περιόδου
1997-2004. Το κατά πόσο στο άμεσο μέλλον θα
υπάρξει μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος
μένει να ειδωθεί, εάν όμως κρίνει κανείς
από τον προγραμματικό λόγο της σημερινής
σοσιαλδημοκρατίας όπως διαμορφώνεται
υπό την πίεση της οικονομικής κρίσης,
το ενδεχόμενο αυτό δεν μπορεί να
αποκλειστεί (ενδεικτικά βλ. PES
2010, 2011α, 2011β). Για τους υποστηρικτές της
σοσιαλδημοκρατίας, ένθερμους ή μη, το
στοίχημα είναι να βρεθεί ένα νέο όραμα,
ικανό να συνδέσει την πολιτική απασχόλησης,
την οικονομική πολιτική και την ανάπτυξη.
Η «πράσινη οικονομία» πιθανός να είναι
το νέο πεδίο (PES 2010), σίγουρα
περισσότερα υποσχόμενο από την κοινωνία
της γνώσης και με περισσότερα ζητήματα
ανοιχτά. Για τους υπόλοιπους, που
στέκονται περισσότερο κριτικά απέναντι
στη νέα σοσιαλδημοκρατική ατζέντα, η
οπτική θα παραμένει λίγο-πολύ η ίδια:
σημασία έχει το περιεχόμενο της πολιτικής.
Βιβλιογραφία
Adnett
Nick (2001), “Modernizing the European Social Model: Developing the
Guidelines”, Journal
of Common Market Studies,
Vol. 39, No. 2
Andersson
Jenny (2007), “Socializing Capital, Capitalizing the Social:
Contemporary Social Democracy and the Knowledge Economy”, Center
for European Studies Working Paper Series #145
Annesley
Claire (2007), “Lisbon and social Europe: towards a European “adult
worker model” welfare system”, Journal of European Social Policy
2007; 17; 195
Ardy
Brian και Umbach
Gaby (2004), “The European Employment Strategy and employment
policy in the UK and Germany”, Research Papers in International
Business, Paper Number 4-04
Arnold
U. Christine & Cameron
R. David (2001), “Why the EU Developed the European Employment
Strategy: Unemployment, Public Opinion and Member State Preferences”,
Paper presented to the Annual Meeting of the American Political
Science Association, San Francisco, 30 August-2 September
Ashiagbor
Diamond (2005), The European Employment
Strategy: Labour Market Regulation and New Governance, Oxford
University Press
Ballester
Ramon (2005), “European Employment Strategy and Spanish Labour
Market Policies”, Working Papers, Department of Economics,
University of Girona, Num. 14, ISSN 1579-475X
Barbier
Jean Claude (2004), “Research on Open Methods of coordination’
and national social policies: what sociological theories and
methods?”, Paper for the RC 19 international conference, Paris, 2-4
September, 2004
Bech
Ulrich (1992), Risk Society, Towards New
Modernity, SAGE
Begg
Iain, Christine Erhel
and Jørgen Mortensen
(2010), Medium-term Employment Challenges, http://www.ceps.eu
Biffl
Gudrum (2007), “The European Employment Strategy: A New Form of
Governance of Labour Markets in European Union”, WIFO Working Paper
301/2007.
Blair
Tony, Schroeder
Gerhard (1999), “Europe: The Third Way”, www.labour.org.uk
Büchs
Milena (2004), “Asymmetries of policy learning? The European
Employment Strategy and its role in labour market policy reform in
Germany and the UK”, Presentation for the ESPAnet Conference,
University of Oxford, 9-11 September 2004
Casey
H. Bernard (2004), «The OECD Jobs Strategy and the European
Employment Strategy: Two Views of the Labour Market and the Welfare
State», European Journal of Industrial
Relations, 10: 3.
Casey
H. Bernard και Gold
Michael (2004), “Peer Review of Labour Market Policies in the
European Union: what can countries really learn from one another?”,
seminars organized
by the ESRC, and held at the HIS in Vienna and the CEU in Budapest in
December 2003
Cole
Alistair (1999), “Europeanization, Social-democracy and the French
Polity: lessons from the Jospin Government”, paper presented to the
6th
ECSA Conference, Pittsburgh, June 2-5th,
1999
Crexpo
Eduardo και Serrano
Amparo (2004), “The EU’s concept of activation for young people:
towards a new social contract?” στο
Amparo Serrano Pascual (επιμ.) Are
Activation Policies Converging in Europe?,
ETUI, Bruxelles
De
la Porte Caroline, Pochet
Philipe και Room
J. Graham (2001), “Social benchmarking, policy making and new
governance in the EU”, Journal of
European Social Policy, 11: 4
Dyson
Kenneth (1999), “Benign or Malevolent Leviathan? Social Democratic
Goverments in a Neo-Liberal Euro Area”, The Political Quarterly,
Vol. 70, Issue 2.
Dufresne
Ame (2001), “Oscar Lafontaine’s Dream: an opportunity for
economic policy coordination?”, στο
Derfyse C., Pochet P. (eεπιμ.), Social
developments in the EU.
Eichhorst
Werner και Rhein
Thomas (2005), “The European Employment Strategy and Welfare State
Reform: The Case of Increased Labour Market Participation of Older
Workers”, Paper presented at the Ninth Biennial Conference of the
European Union Studies Association (EUSA), Austin / Texas, 31 March –
2 April 2005
Euromemorandum
labour market group (2003), “Problems in European Employment
Policy”, paper contributed to the 9th
Workshop on Alternative Economic Policy, Brussels 26th
– 28th
September 2003. Members of the group contributing to this paper:
Frank Brouwer, Anne Dufresne, John Grahl, Mahmoud Messkoub, Ingo
Schmidt, Andrew Watt.
European
Commission
(1993), White Paper on Growth,
Competitiveness, Employment – The challenges and ways forward into
the 21st
century, 5 December 1993,
COM(93) 700
European
Commission
(1997), Communication from the Commission, Community
Policies in Support of Employment,
Brussels, 12/11/1997, COM(97)
611 final.
Foucault
Michel (1987), Η Αρχαιολογία
της Γνώσης, (α΄ έκδοση στα γαλλικά
1969), εκδ. Εξάντας
Foucault
Michel (1991), “Politics and the study of discourse”, στο
Burchell Graham, Gordon Colin και Miller
Peter, The Foucault Effect, Studies in
Governmentality, The University of
Chicago Press.
Goetschy
Janine (1999), «The European Employment Strategy: Genesis and
Development» στο European
Journal of Industrial Relations, Volume
5 Number 2, SAGE
Goetschy
Janine (2001), “The European employment strategy from Amsterdam to
Stockholm: Has it reached its Cruising speed?”, Industrial
Relations Journal 32:5
Goetschy,
Janine (2004), ‘The European Employment Strategy, Multi-level
Governance, and Policy Coordination: Past, Present and Future” στο
Jonathan Zeitlin και David M. Trubek
(επιμ.), Governing
Work and Welfare in a New Economy: European and American Experiences,
Oxford University Press
Hyman
Richard (2004), «Εξευρωπαϊσμός
ή διάβρωση των εργασιακών σχέσεων;»,
στο Ανδρέας Μοσχονάς, Σωκράτης Μ.
Κονιόδρος (επιμ.) Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση
και Εργασιακές Σχέσεις. Προβληματισμοί
και αναζητήσεις σε εθνικό και διευρωπαϊκό
επίπεδο, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Κέντρο
Ευρωπαϊκών Σπουδών και Ερευνών, Gutenberg
Jackman
Richard (2001), “The pros and cons of a common European employment
policy”, Swedish Economic Policy
Review, 8, 201-234
Jacobson,
Kerstin και Schmid,
Herman (2002), “The European Employment Strategy at the Crossroads:
Contributions to the Evaluation”, Paper for the presentation at the
Nordic Sociology Conference, Reykavik 15-17 August 2002
Jacobsson,
Kerstin και Vifell,
Asa (2007), “New Governace Structures in Employment-Policy making?”
στο Meyer Wessels (επιμ.)
Economic Governance in the EU,
Macmillan
Jenson
Jane και Pochet
Philippe (2002), Employment and Social
Policy Since Maastricht: Standing up to the European Monetary Union,
Canada Research Chair in Citizenship
and Governance, Prepared for the Year of
Euro, Nanovic Institute for European
Studies, University of Norte Dame, December 5-8
Jessop
Bob (2002), The Future of the Capitalist
State, Polity editions
Johansson
KM (1999), “Tracing the employment title in the Amsterdam treaty:
uncovering transnational coalitions”, Journal
of European Public Policy, Vol. 6, Num.
1
Lèonard
Evelyne (2005), “Governance and Concerted Regulation of Employment
in Europe”, European Journal of
Industrial Relations, 11, 307
Lindsay
Colin (2004), “Employability Policies in the UK: Towards a “Quality
at Work” Agenda?”, στο Guy Palmer
και Surina Edwards (επιμ.)
Reflections on the European Employment
Strategy: How Relevant to the UK?, New
Policy Institute
Lister
Ruth (1998), “From equality to social inclusion: New Labour and the
welfare state”, Critical Social Policy; 118; 215
López-Santana
Maria (2009), “Having a Say and Acting: Assesing the effectiveness
of the European Employment Strategy as an intra-governmental
coordinate instrument”, European Integration online Papers (EIoP),
http://eiop.or.at/eiop/texte/2009-015a.htm
Mailand
Mikkel (2005), “The revision of the European Employment Strategy
and its further development at the EU level”, Second working paper
in the resaurch project “Danish employment policy in a European
perspective”, FAOS, September 2005
Mailand
Mikkel (2005b), “Implementing the revised European Employment
Strategy – North, South, East and West”, First working paper of
the research project “Danish employment policy in a European
perspective”, FAOS, No. 058, May 2005
Manow
Philip, Schäfer
Armin και Zorn
Hendric (2004), “European Social Policy and Europe’s
Party-Political Center of Gravity, 1957-2003”, Max Planck Institute
for the Study of Societies Discussion Paper 04/6.
McBride
Stephen, McNutt
Kathleen, Williams
Russell (2007), Tracking «Neo-Liberalism: Labour Market
Policies in the OECD Area», στο
Neo-Liberalism, State Power and Global
Governance, Springer Netherlands.
Merkel
Wolfgang, Alexander Petring,
Christian Henkes,
Christoph Egle
(2008), Social Democracy in Power. The
capacity to reform, Routledge
Milner
Susan (2004), “The European Employment Strategy: Time to take it
seriously?”, στο Guy Palmer και
Surina Edwards (επιμ.),
Reflections on the European Employment Strategy: How Relevant to the
UK?, New Policy Institute
Moschonas
Gerasimos (2005), “On the Verge of a Fresh Start: The Great
Ideological and Programmatic Change in Contemporary Social Democracy”
στο Pascal Delwit (επιμ.)
Social Democracy in Europe,
Ed. del’ Université Libre de Bruselles.
OECD
(1994), The OECD Jobs Study. Facts,
Analysis, Strategies, OECD
PES
(2010), “A European Employment and Social
Progress Pact for fair growth. Limiting and overcoming the employment
and social crisis”, PES Policy Paper adopted by the PES Council in
Warsaw on 2 December 2010, http://www.pes.org/
PES
(2011α), “Europe is in the wrong hands:
A progressive alternative strategy for jobs, social progress and fair
growth, Draft PES Background Paper, 25 February 2011,
http://www.pes.org/
PES
(2011β), “Europe is in the wrong hands:
Our alternative to a Conservative Europe: a strategy for jobs, fair
growth and social progress”, Adopted by the PES Leaders conference
in Athens 4 March 2011, http://www.pes.org/
Pochet
Philippe (1999), “The new employment chapter of the Amsterdam
Treaty”, Journal of European Social
Policy, τεύχος
9
Pochet
Phillipe (2004), “Some reflections around European Employment
Strategy”, Observatoire social europeén.
Pochet
Phillipe (2006), “Influence of European Employment Strategy on
National Social Policy Reforms”, paper prepared for the conference
“A long goodbye to Bismarck? The politics of welfare reforms in
continental Europe”, Minda de Gunzburg Centre for European Studies,
Harvard University, 16/17 June 2006
Raveaud
Gilles (1999), “The European Employment Strategy: from ends to
means?” στο S Salais & R.
Villeneuce (επιμ.)
Europe and the Politics of Capabilities, Cambridge
University Press,
Roden
Knut (2003), Social Democracy and Labour
Market Policy, Routledge.
Sloam
James (2007), “The Language of European Social Democracy”,
Politics and International Relation Working Paper, Center of European
Politics, http://cep.rhul.ac.uk
Stråth,
Bo (2000), “The Contours of a European Political Economy: From the
Werner Plan to the EMU” στο Bo Stråth
(επιμ.) After
Full Employment. European Discourses on Work and Flexibility,
Peter Lang, Brussels, 2000
Streeck Wolfang
(2004), «Η διεθνοποίηση των εργασιακών
σχέσεων στην Ευρώπη» στο Ανδρέας Μοσχονάς
και Σωκράτης Μ. Κονιόρδος (επιμ.), Ευρωπαϊκή
Ολοκλήρωση και Εργασιακές Σχέσεις –
Προβληματισμοί και αναζητήσεις σε
εθνικό και διευρωπαϊκό επίπεδο, εκδ.
Gutenberg
Streeck
Wolfgang (1995), “From Market Making to State Building” στο
Stephan Leibfried και Paul Pierson
(επιμ.), European
Social Policy. Between Fragmentation and Integration, The
Brookings Institute, Washington
Threlfall
Monica (2003), “Is there a feminist perspective on the European
Employment Strategy and Guidelines?”, Paper submitted to the
European Union Studies Association conference, 26-29 March 2003,
Nashville, USA
van
Riel Bart
and van der Meer
Marc (2002), “The advocacy coalition for European employment policy
– The European integration process after EMU” in Horst Hegmann en
Bernard Neumaerker (ed.), Die Europaische Union aus politӧkonomischer
Perspective, Metropolis Verlag
Vifell
Casula
Åsa (2004), “(Ex)Changing practices, Swedish employment policy and
European guidelines”, SCORE, Νο. 11
Vifell
Casula
Åsa (2009), “Speaking with forked tongues – Swedish public
administration and the European employment strategy”, European
Integration Online Papers (EIoP), Vol. 13, No 2
Visser
Jelle (2002), “Is the European Employment Strategy the Answer?”,
paper prepared for the NIG Workshop “Governability in
Post-industrial Societies: The European Experience”, Utrecht School
of Governance, 26-27 April 2003
Visser
Jelle (2000), “From Keynesianism to the Third Way: Labour Relations
and Social Policy in Postwar Western Europe”, Economic
and Industrial Democracy;
21; 421
Watt
Andrew (2004), “Reform of the European Employment Strategy after
Five Years: A Change of Course or Merely of Presentation?”,
European Journal of Industrial Relations, Vol 10, Num. 2.
Zeitlin
Jonathan (2002), “The Open Method of Coordination and the Future of
European Employment Strategy”, Presentation prepared for the
mini-hearing of the Employment and Social Affairs Committee of the
European Parliament on the first five year evaluation of the
Employment Guidelines, 8 July 2002
Zeitlin
Jonathan (2005), “Introduction: The Open Method of Coordination in
Question”, στο
Jonathan Zeitlin και
Philipe Pochet (eds.), The
Open Method of Coordination in Action: The European Employment and
Social Inclusion strategies, Brussels,
PIE-Peter Lang.
Zohlnöfer
Reimut και
Ostheim
Tobias (2005), “Paving the Way for Employment? The Impact of the
Luxembourg Process on German Labour Market Policies”, European
Integration Journal,
Vol. 27, No. 2, pp 147 – 167, June 2005
Γκίντενς
Άντονυ (1998), Ο Τρίτος Δρόμος. Η ανανέωση
της σοσιαλδημοκρατίας, Πόλις
Ευρωπαϊκή
Επιτροπή (2002), Ανακοίνωση της Επιτροπής
στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή
και στην Επιτροπή των Περιφερειών με
θέμα «Απολογισμός πέντε ετών Ευρωπαϊκής
Στρατηγικής για την Απασχόληση»,
Βρυξέλλες, 17.7.2002, COM(2002)
416 τελικό
Ευρωπαϊκό
Συμβούλιο (2000), Συμπεράσματα της Προεδρίας,
Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας,
24-24 Μαρτίου 2000
Ιωακείμογλου
Ηλίας (1994), «Οικονομική ανάπτυξη και
απασχόληση» στο Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν
κ.α., Το Λευκό Βιβλίο και το Εργατικό
Κίνημα, Ανάπτυξη, Ανταγωνιστικότητα,
Απασχόληση, εκδ. ΙΑΜΟΣ
Καραμεσίνη
Μαρία (2005), «Η πολιτική απασχόλησης ως
πεδίο σύζευξης της οικονομικής και της
κοινωνικής πολιτικής», Καραμεσίνη,
Γιάννης Κουζής (επιμ.), Πολιτική
απασχόλησης, πεδίο σύζευξης της
οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής,
ΚΕΚΜΟΚΟΠ
Μπαλαμπανίδης
Γιάννης (2007), «Για μια κοινωνία ισχυρή,
για μια ισχυρή Ελλάδα», Κριτική ανάγνωση
του εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος
(1996-2004), Πολιτική και Ιδεολογία,
Διπλωματική Εργασία που κατατέθηκε στο
Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Πολιτική
Επιστήμη και Ιστορία, του Τμήματος
Πολιτικών Επιστημών, του Παντείου
Πανεπιστημίου, αδημοσίευτο.
Σακελλαρόπουλος
Θεόδωρος (2001), Υπερεθνικές κοινωνικές
πολιτικές την εποχή της παγκοσμιοποίησης,
εκδ. Κριτική
1
Παρουσίαση στο «5ο Ιστορικό Συνέδριο:
Η ιστορία της εργασίας. Νέες προσεγγίσεις
σε ένα διαρκές ζήτημα» του Περιοδικού
Ιστορείν. Αθήνα 20-21 Μαΐου 2011
2
Αναφέρομαι στον επικεφαλής της
κυβέρνησης. Τα πέντε αυτά κράτη ήταν η
Γερμανία, η Ισπανία, το Λουξεμβούργο,
το Βέλγιο και η Γαλλία. Ωστόσο, στη
Γαλλία πρωθυπουργός λίγες εβδομάδες
πριν την έγκριση της Συνθήκης εκλέχτηκε
ο σοσιαλιστής Λιονέλ Ζοσπέν, και στο
Βέλγιο στην κυβέρνηση συμμετείχαν οι
σοσιαλδημοκράτες στα πλαίσια ενός
«μεγάλου συνασπισμού»
3
Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Γαλλία, Ισπανία
4
ενδεικτικά βλ. Ashiagbor 2005, Adnett
2001, Annesley 2007, Arnold και
Cameron 2001, Goetschy 1999 & 2001, Jenson και
Pochet 2002, Johansson 1999,
Mailand 2005, Manow
κ.α. 2004,
Pochet 1999.
5
Μέχρι και το 1996, Γαλλία, Βρετανία και
Γερμανία αντιτασσόταν στην εισαγωγή
ενός ειδικού κεφαλαίου για την απασχόληση
στη υπό αναθεώρηση Ιδρυτική Συνθήκη
της Ε.Ε. Ωστόσο, μετά τη νίκη των Εργατικών
στη Βρετανία απομακρύνθηκε το ενδεχόμενο
του βρετανικού βέτο, ενώ η νέα κυβέρνηση
των Σοσιαλιστών στη Γαλλία, αν και δεν
επηρέασε το περιεχόμενο του νέου
κεφαλαίου [«ούτε ένα γράμμα του
προσχεδίου άλλαξε» (van
Riel και van
der Meer 2002)],
απείλησε ότι προκειμένου να επικυρώσει
το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης,
έπρεπε να προστεθεί στη Συνθήκη το
κεφάλαιο για την απασχόληση και να
διοργανωθεί μια ειδική συνάντηση του
Ευρωπαϊκού Συμβουλίου με αποκλειστικό
θέμα την πολιτική απασχόλησης και
καταπολέμησης της ανεργίας (Jenson
και Pochet 2002: 8). Σε αυτό το
περιβάλλον, η κυβέρνηση της Γερμανίας
απομονώθηκε και στο τέλος υποχώρησε
μετά από διαβεβαιώσεις ότι το νέο
κεφάλαιο δεν θα σήμαινε επιβάρυνση του
προϋπολογισμού της Ένωσης.
Την
επόμενη χρονιά (1998) οι σοσιαλδημοκράτες
κερδίζουν τις εκλογές και στη Γερμανία
και σχηματίζουν κυβέρνηση συνεργασίας
με τους Πράσινους. Καγκελάριος γίνεται
ο Γιέρχαντ Σρέντερ (Gerhard Schröder) και
υπουργός Οικονομικών ο Όσκαρ Λαφοντέν
(Oskar Lafontaine). Μεταξύ άλλων, μία από τις
προεκλογικές εξαγγελίες του γερμανικού
σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, ήταν η
πρόθεση να εργαστεί για την επικύρωση
ενός Ευρωπαϊκού Σύμφωνου για την
Απασχόληση, για καλύτερο συντονισμό
ανάμεσα στην δημοσιονομική και την
νομισματική πολιτική και για ανάπτυξη
δεσμευτικών κανόνων σε ευρωπαϊκό
επίπεδο που θα αποτρέπουν το κοινωνικό
ντάμπιγκ και τον ανταγωνισμό βάσει του
κόστους εργασίας (Roden
2003: 143)
6
ενδεικτικά Casey 2004, Visser
2003, Raveaud 1999, McBride κ.α.,
2007, Jacobsson 2004
7
Χαρακτηριστικά, ο ΟΟΣΑ αναφέρει στην
εισαγωγή: «η διαρθρωτική ανεργία
αναπτύσσεται πάνω στο κενό που δημιουργεί
η πίεση στις οικονομίες να αλλάξουν
και στην δυνατότητά τους να αλλάξουν.
Η προσαρμογή είναι θεμελιώδης προκειμένου
να υπάρξει πρόοδος σε έναν κόσμο νέων
τεχνολογιών, παγκοσμιοποίησης και
έντονου ανταγωνισμού… Ωστόσο, οι
πολιτικές που έχουν ακολουθηθεί έχουν
επιδράσει αρνητικά στη δυνατότητα ή
ακόμα και στη θέληση αλλαγής» (OECD,
1994: 7), η μετάφραση δική μου.
Αντίστοιχα, στην εισαγωγή του
Λευκού Βιβλίου διαβάζουμε: «Πρέπει
να βρούμε μια νέα σύνθεση ανάμεσα στους
κοινωνικούς στόχους (η εργασία ως
παράγοντας κοινωνικής ενσωμάτωσης,
ισότητα ευκαιριών) και της απαιτήσεις
της οικονομίας (ανταγωνιστικότητα και
δημιουργία θέσεων εργασίας)… Τίποτα
δεν είναι πιο επικίνδυνο από τη διατήρηση
δομών και νοοτροπιών που καλλιεργούν
την παραίτηση, την άρνηση, την παθητικότητα…
Η συνεισφορά της Κοινότητας είναι να
βοηθήσει αυτή την κίνηση [της
αλλαγής] καταφέρνοντας να συνδυάσει
τις παραδοσιακές μας αξίες με την θέλησή
μας να πάρουμε την θέση που μας αξίζει
στο νέο κόσμο που αναδύεται» (European
Commission,
1997: 3), η μετάφραση δική μου.
8
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο «εκσυγχρονισμός»
του Κώστα Σημίτη, σήμαινε πολλά
περισσότερα από τον εξορθολογισμό της
Δημόσιας Διοίκησης, ενσωμάτωνε μέσα
στην ασάφεια του έντονες πολιτικές και
ιδεολογικές διαστάσεις και δεν
εξαντλούνταν σε τεχνοκρατικού-ουδέτερου
τύπου ρυθμίσεις για την λειτουργία των
πραγμάτων, όπως αρκετοί πίστεψαν.
Εξαιρετική για το θέμα παραμένει η
εργασία του Μπαλαμπανίδη (2007)
9
Ενδεικτικά για την προγραμματική
ατζέντα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων
της περιόδου βλ. Sloam 2007,
Anderson 2007, Cole
1999, Merkel κ.α. 2008,
Visser 2000
10
Σε αυτό υπάρχει σχεδόν ομοφωνία ανάμεσα
στου ερευνητές. Ενδεικτικά βλ. Ardy
και Umbach 2004, Ballester
2005, Büchs
2004, Casey & Gold
2004, De la
Porte & Pochet
2004, Eichhorst και Rhein:
2005, Euromemorandum labour
market group
2003, Jacobson & Schmid
2002, Jacobsson & Vifell
2007, Jacobsson 2004, Lindsay
2004, Mailand 2006b,
Milner 2004, Pochet
2006, Vifell 2004 & 2009, Watt
2004, Zeitlin
2002, Zohlnöfer
και Ostheim 2005
11
Παρόμοια επιχειρήματα έχουν διατυπωθεί
και από τις Goetschy 1999, Raveaud 1999 και Biffl
2007
Σωστή τοποθέτηση. Όλα αυτά που γίνονται είναι αλληλένδετα πάντως . Αν αναλογισθεί κανείς το πως έχουν αλλάξει τα πράγματα στην παγκόσμια οικονομία με όλα αυτά που γίνονται με τα νομισματικά ταμεία και τους λίπους νταβατζήδες ( επιτρέψτε μου τον όρο ), εαν δει κανείς την εξελικτική πορεία στην ισοτιμία νομισμάτων θα συμπεράνει ότι το τέλος είναι πάνω - κάτω προβλέψιμο.
ΑπάντησηΔιαγραφή