11.5.11

Μαρία Παπαθανασίου: Εργασία και μετανάστευση: Περιπλανώμενοι έμμισθοι τεχνίτες στην Ευρώπη του 19ου αιώνα.

Κατά τη διάρκεια, ή τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος του «μακρού» 19ου αιώνα, η αγορά εργασίας στις πόλεις του κεντροευρωπαϊκού (κατά κύριο λόγο γερμανόφωνου) χώρου λειτουργεί μεταξύ άλλων με βάση μία μακραίωνη πρακτική: την πρακτική της περιπλάνησης των έμμισθων τεχνιτών (“Gesellenwanderung”).




 Η πρακτική αυτή έχει εδραιωθεί, έχει αποκτήσει θεσμικά χαρακτηριστικά στο σύνολο της κεντρικής, βόρειας, δυτικής Ευρώπης ήδη τον ύστερο μεσαίωνα, σε συνάρτηση με την οργάνωση των συντεχνιών και βεβαίως με την οργάνωση της παραγωγής στο πλαίσιό τους. Χαρακτηρίζει όμως με ιδιαίτερο τρόπο το γερμανόφωνο χώρο και ευρύτερα την κεντρική Ευρώπη γιατί σε αυτήν την περιοχή επιβιώνει και διατηρεί μια (φθίνουσα αλλά υπαρκτή) οικονομική και κοινωνική σημασία επί μακρόν.1
Οι κεντροευρωπαίοι (γερμανόφωνοι ως επί το πλείστον) τεχνίτες του «μακρού» 19ου αιώνα που αποτελούν το αντικείμενο και συγχρόνως το υποκείμενο της ανακοίνωσής μου ζουν σε μία εποχή έντονων μετασχηματισμών στο οικονομικό και το κοινωνικό πεδίο, βιώνουν συνέπειες των μετασχηματισμών αυτών στις επαγγελματικές τους προοπτικές, στην εργασιακή τους καθημερινότητα και συνολικά στην καθημερινότητά τους, η οποία άλλωστε είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την εργασιακή - οπωσδήποτε κατά κλάδο και κατά περίπτωση, επομένως όχι όλοι στον ίδιο βαθμό, ούτε με τον ίδιο τρόπο. Ταυτόχρονα όμως κινούνται εντός σχετικά σταθερών και εν μέρει μακραίωνων θεσμικών/εθιμικών πλαισίων που συγκροτήθηκαν αρχικά κατά τον ύστερο μεσαίωνα και την πρώιμη νεότερη περίοδο και εξελίχθηκαν την εποχή που μας απασχολεί.
Στη συνέχεια επιχειρώ να διερευνήσω την περιπλάνηση ως βασική μορφή αναζήτησης και εύρεσης εργασίας στο γερμανόφωνο αστικό χώρο του 19ου αιώνα υποστηρίζοντας ότι χαρακτηρίζεται συνολικά από μία ιδιότυπη σταθερότητα, ιδιότυπη επειδή μία βασική της συνιστώσα είναι τελικά η αβεβαιότητα, εγγενής στην ίδια την πρακτική της διαρκούς μετακίνησης από τον ένα στον άλλον τόπο. Οι περιπλανώμενοι τεχνίτες κινούνται στο μεταίχμιο μεταξύ του κόσμου των νομοκατεστημένων τάξεων και των συντεχνιών αφενός και του εν πολλοίς νέου κόσμου (του κόσμου της απελευθέρωσης των επαγγελμάτων, της κρατικής/γραφειοκρατικής οργάνωσης, της εκβιομηχάνισης) που συγκροτείται εν μέρει τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου, προπάντων όμως στη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Ξεκινώ με μία σύντομη (κατά βάση ιδεοτυπική) περιγραφή της πρακτικής: Μετά την ολοκλήρωση της μαθητείας τους σε ένα εργαστήρι οι νεαροί τεχνίτες ξεκινούν το ταξίδι τους, την περιπλάνησή τους, κατά κανόνα και θεωρητικά πεζή (αλλά κατά καιρούς ή κατά περίπτωση με ταχυδρομικές άμαξες, πλοία ή, το 19ο αιώνα, με τον σιδηρόδρομο), από πόλη σε πόλη, αναζητώντας εργασία – όταν βρίσκουν μία θέση εργασίας εγκαθίστανται προσωρινά στην πόλη (κατά κανόνα για ένα διάστημα μερικών μηνών) καλύπτοντας συνήθως συγκυριακές ανάγκες που προκύπτουν σε περιόδους αιχμής στους διαφόρους κλάδους και στα διάφορα εργαστήρια.. Η περιπλάνησή τους έχει (ιδεοτυπικά πάντοτε) κυκλικό χαρακτήρα: Ταξιδεύουν (για ορισμένα, προκαθορισμένα ανάλογα με τον κλάδο, χρόνια - συνήθως τρία έως πέντε) με σκοπό να επιστρέψουν κάποια στιγμή στην αφετηρία, στην πόλη από την οποία ξεκίνησαν και όπου συχνά έχουν επαγγελματικά δικαιώματα που συνδέονται με την εντοπιότητα.
Ταξιδεύουν - ανάλογα με την περίπτωση, τον κλάδο, τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούν - τόσο στο εσωτερικό του κράτους του οποίου είναι υπήκοοι (που μπορεί να είναι μία πολυεθνική αυτοκρατορία όπως η Αψβουργική Μοναρχία ή, μέχρι το 1870 και τη συγκρότηση του γερμανικού εθνικού κράτους, ένα από τα πολλά γερμανικά κράτη και κρατίδια) όσο και πέρα από τα σύνορά του: Οι έμμισθοι κεντροευρωπαίοι τεχνίτες (υφαντουργοί, ράφτες, υποδηματοποιοί, σιδηρουργοί, μαραγκοί, βαρελάδες, βυρσοδέψες, χαράκτες, βιβλιοδέτες, τυπογράφοι, αρτοποιοί κ.α.) διασχίζουν προπάντων τα σύνορα των γερμανικών κρατών αλλά αρκετοί από αυτούς και τα σύνορα του γερμανικού χώρου, για να ταξιδέψουν συνήθως (όχι ωστόσο αποκλειστικά) στη δυτική και βόρεια Ευρώπη φθάνοντας μέχρι την Κοπεγχάγη, το Παρίσι και το Λονδίνο.2 Οι αριθμοί τους καθώς εισέρχονται στις διάφορες πόλεις και εγγράφονται στους καταλόγους των επαγγελματικών συσσωματώσεων κυμαίνονται ανάλογα με τον κλάδο και την εποχή: Έτσι στη Βιέννη, μητρόπολη του γερμανόφωνου χώρου, κατά την υπό εξέταση περίοδο, εγγράφονται στο διάστημα από το 1837 ως το 1849 κάθε χρόνο περί τους δέκα με έντεκα χιλιάδες ράφτες, στο διάστημα από το 1849 ως το 1855 κάθε χρόνο από πενήντα ως εκατό κατασκευαστές μεταξωτών ειδών.3

Από νωρίς οι ιστορικοί έχουν αναρωτηθεί και συζητήσει για τις αιτίες της πρακτικής, τους σκοπούς τους οποίους εξυπηρετεί. Συνοψίζοντας μία μάλλον ήπιων τόνων επιστημονική συζήτηση, με διαφωνίες αλλά χωρίς διαμάχες, θα λέγαμε ότι η περιπλάνηση εξαρχής εξυπηρετεί δύο στόχους: 1.Ρυθμίζει την αγορά εργασίας προς όφελος των μαστόρων καθιστώντας την περισσότερο ελαστική και απαλλάσσοντάς την για κάποιο χρονικό διάστημα από όσους μπορούν εν δυνάμει να διεκδικήσουν την ανέλιξή τους σε ανεξάρτητους επαγγελματίες, σε αρχιτεχνίτες – για ορισμένους ιστορικούς αυτός είναι και ο κύριος στόχος του θεσμού. 2. Δίνει στους τεχνίτες την ευκαιρία να διευρύνουν τους ορίζοντές τους και μάλιστα τους επαγγελματικούς, καθώς έρχονται σε επαφή με νέες τεχνικές και πρακτικές – η περιπλάνηση συντελεί έτσι στην ανάπτυξη των διαφόρων κλάδων στον τομέα της μεταποίησης.4 Τη διάσταση αυτή, τη λειτουργία του θεσμού ως «πανεπιστημίου των τεχνιτών», 5 τονίζουν ρομαντικοί νοσταλγοί ενός εξωραϊσμένου, φαντασιακού εν πολλοίς, προβιομηχανικού παρελθόντος, που γράφουν στις αρχές του 20ού αιώνα.

Οι περιπλανώμενοι τεχνίτες και μαζί με αυτούς η αγορά ή οι αγορές εργασίας τις οποίες συγκροτούν και ανασυγκροτούν καθώς μετακινούνται, ελέγχονται, επιτηρούνται από διαφορετικές, άλλοτε αντίπαλες (ίσως καταρχήν αντίπαλες), άλλοτε συνεργαζόμενες πλευρές: Αφενός από τις συντεχνίες, ή τις επαγγελματικές συσσωματώσεις που τις διαδέχονται, σε μια εποχή κατά την οποία στα διάφορα γερμανικά/κεντροευρωπαϊκά κράτη τα επαγγέλματα απελευθερώνονται και οι συντεχνίες αποδυναμώνονται – ωστόσο σταδιακά και με αξιοσημείωτες παλινδρομήσεις μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα (παρά μια τάση να ταυτίζεται γενικευτικά το ξεκίνημα του 19ου αιώνα ή/και το πρώτο μισό του με την απελευθέρωση των επαγγελμάτων – «Gewerbefreiheit»). Αφετέρου, σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό, από τα μέσα του αιώνα και μετά πρωτίστως, από τις κρατικές αρχές, προπάντων τις αστυνομικές αρχές των πόλεων. Ελέγχονται/επιτηρούνται από τη στιγμή που είναι υποχρεωμένοι να επιδεικνύουν τα πιστοποιητικά εργασίας και τα ταξιδιωτικά τους έγγραφα, να τα επικυρώνουν, να εγγράφονται στους καταλόγους των νεοαφιχθέντων «ξένων» της κάθε πόλης (εξασφαλίζοντας εν αγνοία τους αρχειακό υλικό στους ιστορικούς!). Σε σχέση με τις τις επαγγελματικές συσσωματώσεις ο ελεγκτικός/επιτηρητικός ρόλος των κρατικών αρχών ενισχύεται σταδιακά –άλλωστε οι συντεχνίες ή οι πρώην συντεχνίες υπόκεινται με τη σειρά τους στον έλεγχο των κρατικών αρχών: Για παράδειγμα, μετά το 1830 περίπου, κάθε περιπλανώμενος τεχνίτης στο γερμανόφωνο χώρο είναι υποχρεωμένος να φέρει μαζί του ατομικό βιβλιάριο περιπλάνησης («Wanderbuch») το οποίο θεωρούν οι αστυνομικές αρχές κάθε πόλης.
Ταυτόχρονα οι περιπλανώμενοι υποστηρίζονται υλικά με τρόπο συνολικά συστηματικό και οργανωμένο – έτσι διευκολύνονται στην αναζήτηση και εύρεση εργασίας, διευκολύνοντας ταυτόχρονα την επιτήρηση: Διανυκτερεύουν λ.χ. σε πανδοχεία («Herberge») τα οποία προορίζονται για τεχνίτες ή γενικότερα για περιπλανώμενους που αναζητούν εργασία και όπου λειτουργούν κατά κανόνα δίκτυα εύρεσης εργασίας ή, όταν συναντούν δυσκολίες κατά την αναζήτηση εργασίας και εφόσον έχουν ακόμη αυτή τη δυνατότητα στον κλάδο τους το 19ο αιώνα,6 ζητούν από τους αρχιτεχνίτες και λαμβάνουν το θεσμικά κατοχυρωμένο «δώρο» («Geschenk»), συνήθως ένα χρηματικό ποσό που τους επιτρέπει να επιβιώσουν και να συνεχίσουν την περιπλάνησή τους μέχρι να βρουν δουλειά.
Οι κανόνες συγκροτούν συνολικά ένα σταθερό πλαίσιο αναφοράς για τους ανθρώπους αυτούς, εξασφαλίζουν την ιδιότυπη σταθερότητα στην οποία προαναφέρθηκα. Οι (πρώην) συντεχνίες και προπάντων οι κρατικές αρχές επιδιώκουν όμως να ελέγξουν και να πειθαρχήσουν τους περιπλανώμενους τεχνίτες ώστε η περιπλάνηση να λειτουργήσει υπέρ τους και κυρίως να μην στραφεί εναντίον τους: Γιατί περιπλάνηση μπορεί να σημαίνει διεύρυνση των οριζόντων και ενθάρρυνση της οικονομικο-κοινωνικής ανάπτυξης.. Αλλά περιπλάνηση μπορεί να σημαίνει επίσης «ύποπτες» γνωριμίες και διάδοση «επικίνδυνων» πολιτικών ιδεών, μετεγκατάσταση και συνεπώς μείωση του πληθυσμού και ειδικότερα του αριθμού των στρατευμένων, μπορεί να σημαίνει «καταχρήσεις» („Missbräuche“), εγκατάλειψη των επαγγελματικών σχεδίων, αλητεία, επαιτεία και κατά συνέπεια εγκληματικότητα.. Εξ’ ού και η συζήτηση που διεξάγεται στο δημόσιο χώρο του γερμανικού κόσμου προπάντων κατά τον ύστερο 18ο και τον πρώιμο 19ο αιώνα (εποχή αύξησης του πληθυσμού, μαζικής εξαθλίωσης και αύξησης των περιπλανώμενων φτωχών/επαιτών), συζήτηση την οποία θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε στους τίτλους συγγραμμάτων της εποχής: «Με ποιο τρόπο είναι δυνατό να ενθαρρυνθούν τα πλεονεκτήματα, τα οποία μπορούν να προκύψουν από την περιπλάνηση των έμμισθων τεχνιτών και να εκλείψουν τα μειονεκτήματα;» ή «Σχετικά με την περιπλάνηση των νεαρών τεχνιτών, και τους κινδύνους που συνεπάγεται».7

Οι ανησυχίες αυτές βεβαίως υποδεικνύουν αυτό που προβάλλει ανάγλυφα σε όσα αυτοβιογραφικά κείμενα και ημερολόγια τεχνιτών έχουν (με πολύ κόπο) εντοπίσει οι ιστορικοί (διακόσια περίπου φαίνεται να αφορούν τεχνίτες του 19ου αιώνα),8 ότι δηλαδή οι περιπλανώμενοι τεχνίτες είναι δρώντα υποκείμενα, ότι δεν ακολουθούν όλοι ούτε ακολουθούν πάντοτε τους κανόνες, ότι στο διάστημα της περιπλάνησής τους, συγκυριακά ή και οριστικά βιώνουν την οικονομική εξαθλίωση και την κοινωνική πτώση, ότι δεν επιλέγουν ή δεν μπορούν όλοι να κλείσουν τον κύκλο της μετακίνησής τους επιστρέφοντας στην πόλη από την οποία ξεκίνησαν το ταξίδι τους.
Στην πορεία του 19ου αιώνα η περιπλάνηση αποτελεί, θεωρητικά, επιλογή και όχι υποχρέωση για όλο και περισσότερους νεαρούς τεχνίτες – στην Αψβουργική Μοναρχία η περιπλάνηση χάνει τον υποχρεωτικό της χαρακτήρα το 1791, στην Πρωσία το 1811, στη Βαυαρία το 1853.9 Αλλά – παρά την έλλειψη ποσοτικών ερευνών- τα κείμενα που διαθέτουμε (προερχόμενα «εκ των άνω» ή «από τα κάτω») δείχνουν ότι, σε μία εποχή κατά την οποία οι νέες αστικές τάξεις και οι φιλελεύθεροι πολιτικοί ζητούν την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, η περιπλάνηση αποτελεί βασική συνιστώσα του έθους των νεαρών τεχνιτών,10 ότι πολλοί νεαροί τεχνίτες επιλέγουν να περιπλανηθούν, ότι στην πράξη η περιπλάνηση (ιδίως σε κλάδους που απαιτούσαν ιδιαίτερη ειδίκευση και απευθύνονταν σε σχετικά περιορισμένο αγοραστικό κοινό, κλάδους όπως οι βιβλιοδέτες, οι γουναράδες ή οι ζαχαροπλάστες) εξακολουθούσε εν πολλοίς να λειτουργεί ως προϋπόθεση για την οικονομική και κοινωνική ανέλιξη.
Στη διάρκεια του ταξιδιού, της περιπλάνησης, της (πραγματικής ή προσχηματικής) αναζήτησης εργασίας οι, παραμελημένες από την ιστορική έρευνα, ταυτότητες των νεαρών τεχνιτών ενισχύονται ανασυγκροτούνται, μετασχηματίζονται, σε διάφορα πεδία, στο πεδίο του έθνους, του θρησκεύματος, του φύλου, του κοινωνικού στρώματος, του επαγγέλματος.11 Το αίσθημα της γερμανικότητας σε συνάρτηση με την εντοπιότητα και το μη γερμανικό, η επαφή με το διαφορετικό χριστιανικό δόγμα στον μακρινό απόηχο των θρησκευτικών πολέμων, το περιεχόμενο του ανδρισμού (αφού οι νεαροί τεχνίτες είναι άνδρες και κινούνται κατά βάση σε ομόφυλα περιβάλλοντα), είναι ζητήματα που ανακύπτουν καθώς μελετά κανείς τα (αναμφισβήτητα διαμεσολαβημένα, διαθλασμένα, τεθλασμένα κλπ.) αυτοβιογραφικά κείμενα δείχνοντας ότι ο συγκεκριμένος τρόπος αναζήτησης εργασίας, η ιδιαίτερη (καταρχήν γεωγραφική) κινητικότητα που τον διακρίνει επιδρούν καθοριστικά στην προσωπικότητα των ιστορικών υποκειμένων.
Εδώ θα σταθώ ωστόσο ιδιαίτερα στο επαγγελματικό, το εργασιακό και το στενά συνυφασμένο με αυτά κοινωνικό/ταξικό πεδίο:
Καθώς περνούν τις πύλες των τειχισμένων (κατά τα πρώτα δύο τρίτα του 19ου αιώνα) πόλεων και διασχίζουν σύνορα, οι νεαροί τεχνίτες κινούνται μέσα ένα πλέγμα ενδογενών εθιμικών κανόνων που διέπουν τη λειτουργία των δικτύων εύρεσης εργασίας. Πολλοί από αυτούς θεσπίζονται ή/και συντηρούνται από ομάδες των ίδιων τους έμμισθων τεχνιτών, οργανωμένες σε αδελφότητες. Λόγω του μυστικού, εσωστρεφούς χαρακτήρα τους οι κανόνες αυτοί προκαλούν συνολικά έντονη ανησυχία στην κρατική εξουσία και βρίσκονται στο στόχαστρό της. Έχουν συνήθως τις ρίζες τους στο μεσαιωνικό παρελθόν, αναβιώνουν όμως ή μετεξελίσσονται για να εξυπηρετήσουν ανάγκες που προκύπτουν σε συγκεκριμένους χωρόχρονους. Στους κανόνες αυτούς εντάσσεται ακόμη και το «δώρο» στο οποίο προαναφερθήκαμε, αλλά και ο τελετουργικός χαιρετισμός των νεοαφιχθέντων έμμισθων τεχνιτών από τους τεχνίτες-επικεφαλής των πανδοχείων (“Handwerkgruß”), οι συνθηματικές προσφωνήσεις μεταξύ «περιπλανώμενων αδελφών» (“Walzbrüder”), η τελετουργική υποδοχή των ξένων τεχνιτών από τις (παράνομες πλέον το 19ο αιώνα) αδελφότητες των έμμισθων τεχνιτών στις πόλεις, η επιλογή από τις διάφορες συντεχνίες στις διαφορετικές πόλεις συγκεκριμένων συμβόλων (“Wahrzeichen”) η αναφορά στα οποία θα αποτελούσε απόδειξη ότι ο νεαρός Geselle επισκέφθηκε πραγματικά αυτές τις πόλεις.. Στους αμφισβητούμενους αυτούς κανόνες εντάσσεται και η επαιτεία («Fechten» στη γλώσσα των τεχνιτών) που (μαζί με το «δώρο» και την οικονομική στήριξη της οικογένειας) εξασφάλιζε συχνά στους περιπλανώμενους τα προς το ζην μέχρι να βρουν δουλειά και να εγκατασταθούν σε μία πόλη.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο, σχεδόν αδύνατο, να παρακολουθήσει κανείς την πορεία των εθιμικών αυτών κανόνων και του συγκεκριμένου περιεχομένου τους μέσα στο χρόνο. Στην ιστοριογραφία υποστηρίζεται ότι αποδυναμώνονται στη διάρκεια του 19ου αιώνα κι αυτό είναι λογικό, παρότι σπάνια μπορεί να τεκμηριωθεί πειστικά. Οπωσδήποτε, με ακούσιο σύμμαχό τους τις κρατικές αρχές, οι τεχνίτες του 19ου αιώνα δεν είναι πάντοτε πρόθυμοι να τους αποδεχθούν (κατά πόσο όμως, διερωτώμαι, τους αποδέχονταν ολόψυχα οι προηγούμενες γενιές;). Στα αυτοβιογραφικά κείμενα εμφανίζεται συχνά μια αποστροφή απέναντι σε τελετουργίες όπου η αποδοχή του ξένου προϋπέθετε την ταπείνωσή του – φαίνεται ότι το 19ο αιώνα αρκετοί νεαροί τεχνίτες καταδικάζουν τέτοιου είδους πρακτικές ως κατάλοιπα ενός παρελθόντος που εμποδίζουν την ομαλή και ασφαλή ένταξή τους στη βιομηχανική εποχή.
Από την άλλη πλευρά ειδικά η επαιτεία σε περιόδους μετακίνησης και αναζήτησης εργασίας εμφανίζεται εθιμικά και ηθικά κατοχυρωμένη στις συνειδήσεις του συνόλου των νεαρών τεχνιτών (συμπεριλαμβανομένων όσων πραγματοποιούσαν έναν «εύτακτο, καθωσπρέπει γύρο» - «ordentliche Tour», μία περιπλάνηση δηλαδή σύμφωνη με τους επίσημους όρους) – η στάση αυτή προφανώς συνδέεται και με την αποδυνάμωση των επαγγελματικών συσσωματώσεων, τις σταδιακά περιοριζόμενες δυνατότητές τους να στηρίξουν οικονομικά το ταξίδι των «Gesellen».
Εν πάση περιπτώσει για πολλούς (προφανώς όλο και περισσότερους) νεαρούς τεχνίτες) η επαγγελματική τους ταυτότητα συγκροτείται όλο και λιγότερο στη βάση μυστικών τελετουργιών, κωδικοποιημένων λόγων και πρακτικών.
Ως προς την εργασιακή εμπειρία καθεαυτήν: Το 19ο αιώνα, κυρίως μετά τα μέσα του αλλά και πριν, οι νεαροί τεχνίτες εργάζονται σε πόλεις στις οποίες ανθεί η βιομηχανία, λειτουργούν εργοστάσια ή εν πάση περιπτώσει εργαστήρια στα οποία οι μηχανές παίζουν πρωτεύοντα ρόλο, εργαστήρια των οποίων οι επικεφαλής είναι καταγεγραμμένοι ως επιχειρηματίες και δεν ανήκουν σε συντεχνίες ή σε συσσωματώσεις που διαδέχθηκαν τις συντεχνίες. Συχνά (συχνότερα ίσως στο πρώτο από ό,τι στο δεύτερο μισό του αιώνα) ζουν και εργάζονται, σύμφωνα με το ιδεοτυπικό πρότυπο, στο νοικοκυριό του αρχιτεχνίτη, αποτελώντας για το διάστημα κατά το οποίο παραμένουν σε μία πόλη, μέλη αυτού του νοικοκυριού: Το 1818 στο Βερολίνο, όπου η απελευθέρωση των επαγγελμάτων έχει προχωρήσει, η διαμονή στο σπίτι του μάστορα ισχύει περίπου για τους μισούς επαγγελματικούς κλάδους της πόλης (κλάδους όπως οι αρτοποιοί, οι αμαξοποιοί, οι γουναράδες, οι ιμαντοποιοί, οι υαλουργοί, οι καπνοδοχοκαθαροστές κ.α.).12 Την ίδια εποχή στο Αμβούργο και τη Λειψία τιμωρούνται όσοι έμμισθοι τεχνίτες δεν κατοικούν στο σπίτι του εργοδότη τους.13 Στέγη και τροφή αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της αμοιβής των έμμισθων αυτών τεχνιτών (μάλιστα συνήθως γευματίζουν μαζί με τον αρχιτεχνίτη και την οικογένειά του, τελετουργία που εκφράζει τους δεσμούς των μελών μιας οικιακής και ταυτόχρονα εργασιακής ομάδας).
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό κείμενο του βιβλιοδέτη, Πάουλ Άνταμ, ο οποίος περιπλανήθηκε για τρία χρόνια, από το 1867 ως το 1870 και καταθέτει την εμπειρία του στην σαξονική πόλη Άισλέμπεν (Eisleben):
«Όλο το προσωπικό στου Κλέπελ – ήμασταν επτά βοηθοί (ο όρος χρησιμοποιείται για να δηλώσει τους μισθωτούς τεχνίτες, Μ.Π.)– ζούσε στο σπίτι με πλήρη διατροφή, ποιοτική και πλούσια, αφού άλλωστε το σπιτικό αυτό το χαρακτήριζαν από όλες τις πλευρές νοικοκυροσύνη και ευμάρεια. Ωστόσο κοιμόμασταν στριμωγμένοι μέσα στον ίδιο χώρο, δεν υπήρχαν χωριστά δωμάτια ή χωρίσματα. Αλλά ήταν καθαρά και υπήρχε ευπρέπεια»14
Όμως οι περιπλανώμενοι δε βρίσκουν πάντοτε θέσεις εργασίας σε παραδοσιακά εργαστήρια. Πολλές ή ορισμένες (ανάλογα με τον κλάδο) φορές απασχολούνται σε «Fabriken»,15 σε εκμηχανισμένα μεγάλα εργαστήρια ή σε εργοστάσια, μαζί με δεκάδες άλλους. Κατοικούν εκτός των χώρων εργασίας τους, σε δωμάτια τα οποία νοικιάζουν συνήθως μαζί με συναδέλφους ή συνοδοιπόρους. Τόσο στα παραδοσιακά εργαστήρια όσο και στις “Fabriken” οι νεαροί τεχνίτες εργάζονται νυχθημερόν – αλλά στα παραδοσιακά εργαστήρια τα διαλείμματα από την εντατική εργασία, οι ελεύθερες μέρες, είναι συχνότερες και οι προσωπικές σχέσεις με τους εργοδότες και την οικογένειά τους συχνά λειτουργούν ως δικλείδες ασφαλείας. Στις βιομηχανικές μονάδες οι νεαροί τεχνίτες που ακολουθούν υποχρεωτικά τους ρυθμούς των μηχανών ή διεκπεραιώνουν μια εντελώς αποσπασματική εργασία, βιώνουν συχνά ένα αίσθημα ριζικής αλλοτρίωσης και κοινωνικού υποβιβασμού, αίσθημα το οποίο βεβαίως μπορεί να βιώνουν και στα εργαστήρια σε περιόδους αιχμής με μικρότερη ωστόσο, θα έλεγε κανείς, ένταση και διάρκεια.
Παραθέτω ενδεικτικά αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία του Γιόχαν Έμπερχαρντ Ντέβαλντ (Johann Eberhard Dewald), βυρσοδέψη και γιο βυρσοδέψη, ο οποίος στη διάρκεια της περιπλάνησής του εργάζεται για πρώτη φορά σε εργοστάσιο το 1837 στην Πράγα:
«Ήταν για μένα κάτι πρωτόγνωρο, κάτι που δε μου είχε τύχει μέχρι τότε, να μην μένω στο σπίτι του αρχιτεχνίτη. Θα ήταν όμως πράγματι δύσκολο να μένουν μαζί τόσοι έμμισθοι τεχνίτες (καλφάδες) που εργάζονταν στο εργοστάσιο του Πόλλακ., μια και αρκετοί ήταν παντρεμένοι και είχαν παιδιά. Άλλωστε σε ένα εργοστάσιο όπως αυτό τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά από ό,τι στο σπίτι ενός αρχιτεχνίτη και οι τεχνίτες δεν ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους. Ο καθένας ακολουθεί το δρόμο του και δεν ασχολείται πολύ με τον άλλον. Οι συνάδελφοι δε φέρονται σύμφωνα με τις επιταγές της συντεχνίας, ούτε συναναστρέφονται ο ένας τον άλλον όπως οι κανονικοί καλφάδες.»… «Επιπλέον δε μου αρέσει η δουλειά, μια και ο καθένας πρέπει όλη τη μέρα να κάνει την ίδια δουλειά κι έτσι δεν έχει μια συνολική εικόνα.. Ομολογουμένως έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα σε ένα εργοστάσιο , αλλά εγώ δε μπορώ να συνηθίσω και νομίζω πάντα ότι κάνω μισή δουλειά»16
Στα περισσότερα αυτοβιογραφικά κείμενα είναι σαφές ότι οι νεαροί τεχνίτες αποστασιοποιούνται από τους βιομηχανικούς εργάτες και ταυτίζονται μάλλον με τα αστικά (τα παλαιά) αστικά στρώματα των πόλεων (στο βαθμό μάλιστα που το ταξίδι τους λειτουργεί και ως ταξίδι παιδείας, καλλιέργειας, στο πλαίσιο του οποίου επισκέπτονται μουσεία και παρακολουθούν συστηματικά θεατρικές παραστάσεις). Οπωσδήποτε η ιδιότητα του νεαρού τεχνίτη αποτελεί το πρωταρχικό αίτιο και ταυτόχρονα το σταθερό πρόσχημα του ταξιδιού. Αποτελεί καταρχήν μια ιδιότητα παροδική η οποία, ιδεοτυπικά, παραπέμπει σε ένα σταθερό επαγγελματικό μέλλον, στην απόκτηση της θεωρητικά σταθερής ιδιότητας του ανεξάρτητου επαγγελματία, του αρχιτεχνίτη (Meister), η οποία θεσμικά ήταν άρρηκτα συνδεμένη στις πόλεις με τα πλήρη δικαιώματα ενός αστού-πολίτη. Αλλά βεβαίως τα γνωστά αυτοβιογραφικά κείμενα, τα οποία μάλιστα αφηγούνται κατεξοχήν ή αποκλειστικά τα χρόνια της περιπλάνησης, είναι συνταγμένα κατά το μεγαλύτερο μέρος από ανθρώπους που για διαφόρους λόγους (συχνά ήταν γιοι αρχιτεχνιτών) διατήρησαν μια βαθειά πίστη στην ξεχωριστή ιδιότητα και κοινωνική θέση του τεχνίτη.
Υπάρχουν ωστόσο ισχυρές ενδείξεις ότι, παρά την αδιαφορία έναντι των βιομηχανικών εργατών, τη ρητή ή υπόρρητη διαφοροποίηση από εκείνους, που απαντά τόσο συχνά στα αυτοβιογραφικά κείμενα, κατά το 19ο αιώνα τα εργοστάσια στο γερμανόφωνο χώρο καλύπτουν ευρέως τις ανάγκες τους σε ειδικευμένους τεχνίτες με ανθρώπους που προήλθαν από τις τάξεις των παλαιών τεχνιτών –μέχρι το 1890 περίπου οπότε οι ίδιες οι βιομηχανικές μονάδες αρχίζουν να εκπαιδεύουν τους μελλοντικούς ειδικευμένους εργάτες.17 Γνωρίζουμε άλλωστε ότι στη διάρκεια της περιπλάνησής τους ορισμένοι τεχνίτες έρχονται σε επαφή με τα νεαρά εργατικά κινήματα και εντάσσονται σε αυτά– όχι μόνο όσοι, όπως οι ράφτες και οι υφαντουργοί, ανήκουν στους λεγόμενους «μαζικούς κλάδους» (Massenhandwerke), όπου η εκμηχάνιση προχωρεί με ταχείς ρυθμούς, αλλά και άλλοι, τεχνίτες όπως λ.χ. ο νεαρός τυπογράφος Χέρμαν Σμάλιαν (Hermann Smalian) που ταξιδεύει στα μέσα της δεκαετίας του 1860.18

Το νέο και το παλιό, η σταθερότητα και η αβεβαιότητα συνυπάρχουν καθώς οι νεαροί έμμισθοι τεχνίτες «τριγυρίζουν» (“auf die Walz gehen”), για να χρησιμοποιήσω μία έκφραση της εποχής. Αν δεν περιπλανηθούν για ορισμένα χρόνια πολλοί (ίσως οι περισσότεροι) νεαροί τεχνίτες του 19ου αιώνα δε θα μπορέσουν να εργαστούν, να επιβιώσουν, να ανελιχθούν κοινωνικά. Από αυτή την άποψη «συγγενεύουν» με όσους/όσες σήμερα (νέους και μη) έχουν πιστοποιημένες δεξιότητες, τις οποίες όλο και περισσότερο δεν μπορούν να αξιοποιήσουν χωρίς να μετακινούνται συνεχώς στον εργασιακό και το γεωγραφικό χώρο. Αλλά οι περιπλανώμενοι έμμισθοι τεχνίτες, του 19ου αιώνα ειδικά, «συγγενεύουν», νομίζω, τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, με το σύνολο των μισθωτών του δυτικού κόσμου σήμερα για έναν άλλο λόγο: Επειδή παρακολουθώντας κανείς την περιπλάνησή τους έχει την εντύπωση ότι η πρακτική χάνει σταθερά τον δομημένο χαρακτήρα της κι ότι το (μεσαιωνικών καταβολών) δίχτυ ασφαλείας που την περιβάλλει λεπταίνει συνεχώς - ίσως όμως, κι αυτό δε φαίνεται να ισχύει σήμερα ή μέχρι τώρα, για να αντικατασταθεί εν μέρει από άλλα δίχτυα ασφαλείας, εκείνα που κατά την υπό εξέταση περίοδο υφαίνουν τα εργατικά κινήματα και που λειτουργούν με νέους κοινωνικούς όρους, χωρίς να στηρίζονται σε προσωπικούς, κοινωνικά/θεσμικά κατοχυρωμένους δεσμούς οι οποίοι τέμνουν την εργασιακή ιεραρχία, όπως ήταν οι δεσμοί των αρχιτεχνιτών με τους «βοηθούς» τους.


1 Χαρακτηριστική η παρατήρηση στο πολύ γνωστό, πάντοτε βασικό άρθρο του Χόμπσμπάουμ: Eric J. Hobsbawm, “The Tramping Artisan”, 34-63, στου ίδιου, Labouring Men. Studies in the History of Labour, Λονδίνο 1986 (πρώτη έκδοση 1964),36.
2 Για μία ευσύνοπτη διερεύνηση του θέματος στη μακρά διάρκεια με έμφαση σε ποσοτικά δεδομένα βλ. Rainer S. Elkar, «Schola Migrationis. Zur Geschichte der Gesellenwanderung», στου Klaus Roth (επιμ.), Handwerk in Mittel- und Südosteuropa. Mobilität, Vermittlung und Wandel im Handwerk des 18. bis 20. Jahrhunderts (Südosteuropa-Studien, 38), Im Selbstverlag der Südosteuropa-Gesellschaft, Μόναχο 1987, σελ. 87-148.
3 Annemarie Steidl. Auf nach Wien! Die Mobilität des mitteleuropäischen Handwerks im 18. und 19. Jahrhundert am Beispiel der Haupt- und Residenzstadt, (Sozial- und Wirtschaftshistorische Studien, 30), Βιέννη, Μόναχο 2003, σελ. 155 και 206.
4 Για μία εμπεριστατωμένη και ευσύνοπτη ερμηνεία που προβάλλει ιδιαίτερα τη λειτουργία της πρακτικής της περιπλάνησης ως εργαλείο ρύθμισης της αγοράς εργασίας και περιχαράκωσης των συντεχνιών βλ. το θεμελιώδες άρθρο του Μπάντε: Klaus J. Bade, “Altes Handwerk, Wanderzwang und Gute Policey: Gesellenwanderungen zwischen Zunftökonomie und Gewerbereform, στο Vierteljahrschrift für Sozial und Wirtschaftsgeschichte, 69 (1982), 1-37.
5 Rudolf Wissel, Des alten Handwerks Recht und Gewohnheit, τόμοι 1,2, Βερολίνο 1983 (2η έκδοση με επιμέλεια του Ernst Schaepler), 301.
6 Πβ. για τους υποδηματοποιούς του Βερολίνου Jürgen Bergmann, Das Berliner Handwerk in den Frühphasen der Industrialisierung, (Einzelveröffentlichungen der Historischen Kommission zu Berlin, τόμος 11), Βερολίνο 1973, σελ. 43.
7 F.A. Kinderling, „Ueber die Wanderschaft der Handwerksburschen, und die damit verknüpften Gefahren“, στο Journal von und für Teuschland, τ. 2 (1789), 123-130. Joseph Edler von Kurzbeck, “Über verschiedene Missbräuche bey den Handwerken und Zünften“, στο Realzeitung, Βιέννη 1781, 709-715.
8 Βλ. κυρίως: Anja Dörfer, Autobiographische Schriften Deutscher Handwerker im 19. Jahrhundert, Diss., Martin-Luther-Universität Halle-Wittenberg, Χάλε-Ζάαλε, 1998. Pavla Vošhahlíková (επιμ.), Auf der Walz. Erinnerungen böhmischer Handwerksgesellen, Βιέννη, Κολωνία, Βαϊμάρη 1994. Sigrid Wadauer, Die Tour der Gesellen. Mobilität und Biographie im Handwerk vom 18. bis zum 20. Jahrhundert, Studien zur Historischen Sozialwissenschaft, 30, Ludwig-Boltzmann-Institut für Historische Sozialwissenschaft, Φρανκφούρτη στο Μάιν, 2005.
9 Dörfer, Autobiographische Schriften,σελ. 160-161.
10 Πβ. το κείμενο του Έμερ: Josef Ehmer, “Gesellenmigration und handwerkliche Produktionsweise. Überlegungen zum Beitrag von Helmut Bräuer“, στων Gerhard Jaritz, Albert Müller (επιμ.), Migration in der Feudalgesellschaft, Campus Verlag, Φρανκφούρτη στο Μάιν 1988, 232-239. Ο όρος “habitus” αναφέρεται στη σελίδα 236.
11 Βλ. Μαρία Παπαθανασίου, Διαδρομές και Ταυτότητες Περιπλανώμενων Τεχνιτών. Δυο Ζαχαροπλάστες στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, 225 δακτυλόγραφες σελίδες, υπό έκδοση στις εκδόσεις Σμίλη εντός 2011.
12 Bergmann, Das Berliner Handwerk, σελ. 55.
13 Hans-Jörg Zerwas, Arbeit als Besitz. Das ehrbare Handwerk zwischen Bruderliebe und Klassenkampf 1848, Ράινμπεκ στο Αμβούργο, 1988, σελ. 69.
14 Paul Adam, Lebenserinnerungen eines alten Kunstbuchbinders, Στουτγάρδη 1951, σελ. 55 – μετάφραση παραθέματος Μ. Παπαθανασίου.
15 Για τον Κνίτλερ πρόκειται για εργαστήρια «πέρα κι έξω από τη λογική των συντεχνιών»: Herbert Knittler, “Handwerk und Gewerbe in Österreich (bis ins 19. Jahrhundert)“, 70-82, στου Erich Zöllner (επιμ.), Österreichs Sozialstrukturen in historischer Sicht, (Schriften des Institutes für Österreichkunde, 36), Βιέννη 1986, 79, 80
16 Johann E. Dewald, Biedermeier auf Walze. Aufzeichnungen und Briefe des Handwerksburschen J.E, Dewald 1836-1838. Hg. von Georg Maria Hoffman, στης Gisella Möller (επιμ.), Deutsche Selbstbiographien aus drei Jahrhunderten, Μόναχο 1967, σελ. 475 – μετάφραση παραθέματος Μ. Παπαθανασίου.
17 Karl Heinrich Kaufhold, “Die Entwicklung des Hws in 19. und frühen 20. Jhd“, 53-80, στου Paul Hugger (επιμ.), Handwerk zwischen Idealbild und Wirklichkeit, Βέρνη και Στουτγάρδη, 1991, σελ. 66.
18 Hermann Smalian, Mein Berufsleben, Βερολίνο 1901, σελ.9.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου