14.5.11

Ζιζή Σαλίμπα: Η επίδραση των oικονομικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών της απασχόλησης στις συλλογικές διαπραγματεύσεις στην Ελλάδα


Κατά το διάστημα που μεσολάβησε από τον Απρίλιο του 2010, που εστάλη η πρόσκληση ενδιαφέροντος για τούτο δω το συνέδριο, μέχρι σήμερα που βρισκόμαστε μέσα στη δίνη της κρίσης –ή για τους περισσότερο απαισιόδοξους ακόμα στο κατώφλι της– μια σειρά από αλλεπάλληλες νομοθετικές παρεμβάσεις που αφορούν το σύστημα των συλλογικών εργασιακών σχέσεων και τη συλλογική διαπραγμάτευση, έχουν φέρει στην επιφάνεια νοοτροπίες, συμπεριφορές των συλλογικών υποκειμένων (εργοδοτών και εργαζομένων) που μετέχουν στη διαδικασία αυτή και έχουν καταστήσει περισσότερο ξεκάθαρες τις τάσεις για το «νέο τοπίο» της απασχόλησης στην Ελλάδα. Χρησιμοποιώ τον όρο «απασχόληση» και όχι «ανεργία», κυρίως γιατί θα ήθελα να συμπεριλάβω και το φαινόμενο της ανεργίας. 


Τον καθοριστικό ρόλο στην απασχόληση τον διαδραματίζουν οι εργασιακές σχέσεις, καθώς καθορίζουν τους κανόνες και τις συνθήκες εργασίας, και τον τρόπο λήψης αποφάσεων που αφορούν την κατανομή των καρπών της παραγωγής μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Κεντρικό σημείο των εργασιακών σχέσεων είναι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις για την υπογραφή Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, στις οποίες συμμετέχουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων και των εργοδοτών. Οι εργασιακές σχέσεις εντάσσονται και διαμορφώνονται από το γενικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον. Οι εργασιακές σχέσεις αφορούν αποκλειστικά το σύνολο των μισθωτών, αυτούς που εκτελούν εξαρτώμενη εργασία έναντι αμοιβής για κάποιο άλλο άτομο ή επιχείρηση.
Το εθνικό πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων στηρίζεται στη νομοθεσία, στους κανόνες του εργατικού δικαίου. Η εργατική νομοθεσία είναι επακόλουθο της βενιζελικής περιόδου και του οράματος για οικονομικό και κοινωνικό μετασχηματισμό. Η εργατική νομοθεσία δεν μπορούμε να υποθέσουμε ότι προέκυψε από τους εργατικούς αγώνες ενός ισχυρού συνδικαλιστικού κινήματος ούτε από τα αιτήματα μιας κοινωνίας που διαπνέεται από συλλογικότητα και συμμετοχικότητα. Είναι αποδεκτό νομίζω από όλους ότι οι νομοθετικοί κανόνες δεν μπορούν από μόνοι τους να θέσουν σε λειτουργία μια διαδικασία όπως είναι οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, όταν οι οργανωμένες κοινωνικές δυνάμεις δεν πιστεύουν πραγματικά σε αυτή και η συγκρουσιακή κουλτούρα επικρατεί ανάμεσα στους αποκαλούμενους «κοινωνικούς εταίρους». Η σχέση εργατικής νομοθεσίας και οικονομίας, θα έλεγα ότι από την ίδρυση του Σώματος Επιθεωρήσεως Εργασίας μέσα στο ίδιο το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, το 1912, μέχρι σήμερα η ακολούθησε μια αποκλίνουσα πορεία.
Το πρώτο ιδιότυπο χαρακτηριστικό για την Ελλάδα είναι ότι το ποσοστό της μισθωτής εργασίας είναι χαμηλό, φθάνει στο 63%, (με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΣΥΕ 2006), ενώ ο μέσος όρος στην Ευρώπη είναι πολύ υψηλότερος, 84%. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι 4 στους 10 Έλληνες είναι ιδιοκτήτες των παραγωγικών μέσων. Άρα ένα μεγάλο ποσοστό των απασχολούμενων στην Ελλάδα με βάση αυτά τα στοιχεία δεν υπόκειται στις συλλογικές ρυθμίσεις.
Στην Ελλάδα η νομική κατοχύρωση της συνδικαλιστικής ελευθερίας αργοπορεί σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, συντελείται το 1914 (Ν 281/1914). Ο ρόλος των μερών –κράτους, εργοδοσίας, συνδικάτων- είναι συνακόλουθος των πολιτικών εξελίξεων.
Στις εργασιακές σχέσεις από το 1914 μέχρι και το 1990 κυριαρχούσε ο κρατικός παρεμβατισμός. Στη σχέση απασχόλησης επικρατούσε η «μονιστική» αντίληψη, θεωρώντας ότι το κράτος έχει το νόμιμο δικαίωμα να διευθύνει να ελέγχει και εκεί όπου θεωρεί απαραίτητο να υποτάσσει. Η ρητορεία που αναπτύσσεται μέσα από τον τύπο εκείνης της εποχής, ως προς τη φύση των συγκρούσεων και των διαφορών ανάμεσα στο κράτος, τους εργοδότες και τους εργαζόμενους, θεωρεί τις συγκρούσεις συγκυριακές, και ότι αυτές δημιουργούνται εσκεμμένα και από υπονομευτές της εκάστοτε κυβέρνησης. Η σύγκρουση, που είναι έμφυτη με το καπιταλιστικό σύστημα και αναδύεται λόγω των διαφορών ανάμεσα στα συμφέροντα των ομάδων στο πλαίσιο των μονιστικών σχέσεων, στην Ελλάδα θεωρείται παράλογη και παθογενής. Ο αυταρχισμός του κράτους, κατά την περίοδο του μεσοπολέμου και την μεταξική δικτατορία έχει ως στόχο την πλήρη χειραγώγηση των συνδικαλιστικών ενώσεων. Οι εργασιακές σχέσεις ήταν κυβερνητικά ελεγχόμενες, τόσο ως προς τη διαδικασία της μεσολάβησης και διαιτησίας όσο και ως προς το περιεχόμενο των συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Το φαινόμενο της ανάπτυξης πελατειακών σχέσεων με την εκάστοτε κυβέρνηση και της ανάληψης από τους εκπροσώπους εργοδοτών και εργαζομένων θέσεων ήταν απόρροια του κορπορατισμού που αποτελούσε κυρίαρχο χαρακτηριστικό των συλλογικών εργασιακών σχέσεων. Ο έλεγχος για τη διεκπεραίωση της παραγωγής από τους υπεργολάβους του 19ου αιώνα, με την ίδρυση των Εργατικών Κέντρων περνάει αποκλειστικά σε αυτά, τα οποία με τη σειρά τους διατελούσαν κατά το περισσότερο χρονικό διάστημα υπό κυβερνητικό έλεγχο. Τα γραφεία ανεύρεσης εργασίας λειτουργούσαν υπό την αιγίδα των Εργατικών Κέντρων, τα οποία ρύθμιζαν μέσω της δημιουργίας «κλειστών επαγγελμάτων», την προσφορά και τη ζήτηση εργασίας.
Το κύριο συστατικό στοιχείο της λειτουργίας του μεταπολεμικού εθνικού συστήματος εργασιακών σχέσεων ήταν η πρωτοκαθεδρία της υποχρεωτικής διαιτησίας του ν. 3239/1955. Με βάση τον νόμο αυτό το ελληνικό σύστημα συλλογικών διαπραγματεύσεων ήταν υβριδικό, ενώ ο κρατικός παρεμβατισμός ήταν τεράστιος. Όπως εύλογα υποστηρίζει ο οικονομολόγος Χρ. Ιωάννου, παρά το γεγονός ότι η υποχρεωτική διαιτησία του ν. 3239/55 κατακρίθηκε από τα συνδικαλιστικά κινήματα για έλλειψη ανεξαρτησίας˙ σε αυτήν κατέφευγαν σχεδόν αποκλειστικά οι συνδικαλιστικές οργανώσεις, γιατί επέτρεπε την επιβίωση και την αναπαραγωγή συνδικαλιστικών οργανώσεων και ηγεσιών που χωρίς αυτήν στερούνταν την διαπραγματευτική δυνατότητα και ικανοποιητική εκπροσωπευτικότητα στην αγορά εργασίας. Η άσκηση του δικαιώματος προσφυγής στην υποχρεωτική διαιτησία ήταν γι’ αυτές το μοναδικό μέσο διεξαγωγής ή συνέχισης των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διμερούς διαπραγματευτικής σχέσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες οι εργασιακές σχέσεις από τη γέννησή τους δημιούργησαν παθογένειες στην απασχόληση, με αυξημένα ποσοστά ανεργίας επιβραδύνοντας τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης με ανταγωνιστικούς όρους.
Ο δυϊσμός στο παραγωγικό σύστημα στη χώρα μας με τις μεγάλες επιχειρήσεις και τις μυριάδες μικρές, συνήθως, οικογενειακές επιχειρήσεις οδηγεί στην κατάτμηση της αγοράς εργασίας. Το ποσοστό της μισθωτής εργασίας στη σύνθεση του εργατικού δυναμικού (εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι, μισθωτοί, συμβοηθούντα μέλη) αναπτύσσεται με πολύ αργούς ρυθμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του αργού οικονομικού μετασχηματισμού αποτελούν οι ομοιοεπαγγελματικές οργανώσεις που παραπέμπουν στις συντεχνίες και στον βιοτεχνικό και οικοτεχνικό χαρακτήρα της οικονομίας.
  • Η απασχόληση στη βιομηχανία, που αποτελεί το κύτταρο της ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος σημειώνει χαμηλά ποσοστά, σε σχέση με τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Η αλλαγή της σύνθεσης του εργατικού δυναμικού με τη μαζική εισροή των γυναικών στους τομείς της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, ο θεσμός της μαθητείας και η άφθονη προσφορά ανειδίκευτης εργασίας, αποτελούσαν μια πραγματικότητα που έπρεπε να τεθεί μέσα στο πλαίσιο των εργασιακών σχέσεων. Οι στρατηγικές ενίσχυσης της ελληνικής βιομηχανίας που ακολουθεί το κράτος με τη δημιουργία μονοπωλιακών επιχειρήσεων, ενδιαφερόντων αλλοδαπού κεφαλαίου, ο περιορισμένος αριθμός των προσώπων που εμφανίζονται στα διοικητικά συμβούλια των Α.Ε. και ταυτοχρόνως και ως εκπρόσωποι των εργοδοτικών οργανώσεων και ως κυβερνητικοί παράγοντες, έχει ως επακόλουθο οι εργασιακές σχέσεις μέχρι το 1990 να περιορίζονται κατά ένα μεγάλο μέρος στην εφαρμογή της «εισοδηματικής πολιτικής» με στόχο τον έλεγχο του επιπέδου των ημερομισθίων και την αντιμετώπιση των απεργιακών κινητοποιήσεων. Οι αδυναμίες της οικονομίας και της απασχόλησης αντανακλούν και στον εργοδοτικό συνδικαλισμό με την έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας και εργοδοτικής συνείδησης στους χώρους του εμπορίου και των βιοτεχνιών. Επισημαίνεται ότι ο ΣΕΒ (Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών), που μέχρι πριν από δύο χρόνια ήταν η αντιπροσωπευτική οργάνωση των μόνο των βιομηχανιών και σήμερα είναι και των μεγάλων επιχειρήσεων, ήταν και είναι και σήμερα η πιο δραστήρια και αντιπροσωπευτική εργοδοτική οργάνωση στον τομέα των εργασιακών σχέσεων. Από τη στάση που τήρησαν οι κοινωνικοί εταίροι στη σημερινή οικονομική κρίση έγινε φανερό ότι δεν έχει ακόμα διαμορφωθεί στην Ελλάδα ένα ενιαίο σχήμα patronat, το οποίο μπορεί να παίξει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των σχέσεων απασχόλησης στη χώρα μας.
Το 1990 με την ψήφιση του νόμου 1876 «για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις», σημειώνεται μια τομή στο σύστημα εργασιακών σχέσεων, γιατί παρατηρούνται οι εξής αλλαγές:
  • Ιδρύεται ο Οργανισμός Μεσολάβησης και Διαιτησίας (Ο.ΜΕ.Δ.) και συγκροτείται σώμα μεσολαβητών διαιτητών για την επίλυση των συλλογικών διαφορών εργασίας. Πρακτικές και θεσμοί για την προώθηση του Κοινωνικού Διαλόγου, υπό την επιρροή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδρύονται μέσα στη δεκαετία του 1990. Εκτός από τον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας λειτουργεί και η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.
  • το βάρος των εργασιακών σχέσεων μετατίθεται από το κράτος στους κοινωνικούς εταίρους (εργοδοτικές και εργατικές ενώσεις). Για πρώτη φορά επιχειρείται να διαδοθεί μια «διαπραγματευτική» κουλτούρα, γιατί ο νομοθέτης εισάγει τη διαδικασία της μεσολάβησης και απωθεί τη διαιτησία σε ύστερο επικουρικό ρόλο.
  • Με το νόμο 1876/1990 καταργήθηκαν οι «ειδικές» συλλογικές συμβάσεις εργασίας και εισάχθηκαν δύο νέα είδη: οι ΣΣΕ Κλάδου της Οικονομίας και οι Επιχειρησιακές. Οι νέες αυτές συμβάσεις «προκρίθηκαν» έναντι των ομοιοεπαγγελματικών, που αποτελούσαν τα απομεινάρια των παλαιών συντεχνιών. Είναι φανερό ότι με την αναγνώριση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων, λαμβάνεται για πρώτη φορά υπόψη η επιχείρηση ως αυτόνομη οικονομική μονάδα, ικανή να ρυθμίζει τις εργασιακές σχέσεις μέσα στο περιβάλλον της. Έτσι για πρώτη φορά τα οικονομοτεχνικά χαρακτηριστικά και οι ιδιαιτερότητες στο επίπεδο της επιχείρησης εισάγονται στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων και του κοινωνικού διαλόγου. Πριν από το 1990 οι Επιχειρησιακές ΣΣΕ κατατάσσονταν είτε στις «ειδικές» είτε είχαν τη μορφή «Πρακτικού Συμφωνίας».

Το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων κατά το 2010 άλλαξε με μια σειρά από νομοθετικές παρεμβάσεις, που ξεκίνησαν στο πλαίσιο της εφαρμογής του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη μέλη της Ζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείου (ν. 3845/2010, 3863/2010, 3871/2010, 3899/2010).
Με τις νέες νομοθετικές παρεμβάσεις (ν.3899/2010) στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων καταργήθηκε η μονομερής προσφυγή στη διαδικασία της διαιτησίας από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων. Ο νέος νόμος δίνει τη δυνατότητα και στους εργοδότες να κάνουν προσφυγή στη διαιτησία. Επίσης δημιουργήθηκε μια νέα μορφή επιχειρησιακής ΣΣΕ, η «Ειδική Επιχειρησιακή», στο πλαίσιο της οποίας είναι δυνατόν οι μισθοί να αποκλίνουν από την αντίστοιχη κλαδική ΣΣΕ μέχρι το κατώφλι της Εθνικής Γενικής ΣΣΕ. Αυτό σημαίνει ότι στις επιχειρήσεις που ισχύει η Ειδική Επιχειρησιακή ΣΣΕ η αρχή της «ευνοϊκότερης ρύθμισης», βάση της οποίας εφαρμόζεται η πιο ευνοϊκή συλλογική σύμβαση εργασίας για τον εργαζόμενο σταματά να ισχύει, αφού μπορούν οι αποδοχές να αποκλίνουν από την αντίστοιχη κλαδική σύμβαση εργασίας.
Ακόμα με τις πρόσφατες νομοθετικές παρεμβάσεις η Νομοθεσία Προστασίας της Απασχόλησης για τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία, προσωρινή απασχόληση, διαθεσιμότητα, διευθέτηση χρόνου εργασίας, τηλεργασία) παραμένει ανάμεσα στις πιο αυστηρές των χωρών μελών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Αν ληφθούν υπόψη τα υψηλά ποσοστά ανεργίας στους νέους και σε συνδυασμό με τις δυσκολίες εισόδου στην αγορά εργασίας, η Νομοθεσία Προστασίας της Απασχόλησης πρέπει να μειωθεί ακόμα περισσότερο και να ενισχυθούν οι ενεργητικές πολιτικές στην αγορά εργασίας. Σε μια συνεχώς μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας, η εργατική νομοθεσία αποδείχθηκε ότι είναι ετεροχρονισμένη σε σχέση με τους ρυθμούς της οικονομίας και φαίνεται ότι έχει χάσει το στόχο της, που είναι η προστασία της απασχόλησης, δηλαδή, η προστασία αυτών που βρίσκονται εντός και εκτός αγοράς εργασίας.
Όσον αφορά τα συνδικάτα, στο δημόσιο τομέα, που αποτελεί τον πυλώνα του ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος αποδείχθηκε ότι είναι γερασμένα και κουρασμένα, ότι πληρώνουν τη σχέση που είχαν με τον κρατικό μηχανισμό. Οι χρηματικές επιχορηγήσεις στα συνδικάτα καθιστούν αδύνατη την ανάπτυξη ενός υγιούς συνδικαλιστικού κινήματος. Με κανένα τρόπο η υποχρεωτική εισφορά των μελών προς το συνδικάτο που ισχύει στο δημόσιο, αλλά και στις επιχειρήσεις του ευρύτερου δημόσιου τομέα δεν συμβαδίζει με τις βασικές αρχές του συνδικαλιστικού κινήματος. Η κοινή γνώμη σήμερα αντιμετωπίζει απαξιωτικά και με τον ίδιο τρόπο πολιτικούς και συνδικαλιστές. Και είναι φυσικό, γιατί από το 1981 και ύστερα η υποταγή του συνδικαλισμού στα πολιτικά κόμματα είναι ο κανόνας Εξαίρεση αποτελούν ορισμένα σωματεία όπως αυτά στην κινητή τηλεφωνία, στις ταχυμεταφορές και στις εκδόσεις που πραγματοποιούν την υπέρβαση με δημιουργικότητα ως προς τις διεκδικήσεις και τις μορφές των κινητοποιήσεων. Οι συνδικαλιστές πρέπει να έχουν ανοιχτά τα μάτια και τα αυτιά τους και να έχουν επαφή με τα προβλήματα που απασχολούν τη βάση τους.
Ολοκληρώνοντας θα ήθελα να σχολιάσω το φαινόμενο της ανεργίας:
Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΣΥΕ, τον Φεβρουάριο του 2011 η ανεργία ανήλθε σε ποσοστό 15,9%. Είναι το υψηλότερο ποσοστό από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Το μεγαλύτερο ποσοστό της ανεργίας παρατηρείται στη Δυτική Μακεδονία 23,9% εξαιτίας της αποβιομηχάνισης. Δύο στους πέντε νέους ηλικίας 15 έως 24 ετών είναι άνεργοι, ενώ το ποσοστό ανεργίας στις γυναίκες αγγίζει το 19% έναντι 13,5%στους άνδρες. Κατά ένα μεγάλο μέρος τα μεγάλα ποσοστά που σημειώνει η ανεργία οφείλονται στο εξής παράδοξο: η απασχόληση μειώνεται ενώ παράλληλα αυξάνεται το εργατικό δυναμικό καθώς εισέρχεται στην αγορά εργασίας το εφεδρικό εργατικό δυναμικό, που αποτελείται από γυναίκες στον τομέα της μερικής απασχόλησης. Από το 2005 έως και το 2008, τα νοικοκυριά κατανάλωναν περισσότερο από το τρέχοντα μισθό, λόγω νέων καταναλωτικών προτύπων. Το κενό ανάμεσα στον τρέχοντα μισθό, που ρυθμίζει την αγοραστική δύναμη και στον αναγκαίο μισθό για την ικανοποίηση των ολοένα και περισσότερο καταναλωτικών αναγκών (ακριβά αυτοκίνητα, ακριβές διακοπές και ρούχα, φροντιστήρια, μαθήματα χορού και πιάνου) καλυπτόταν από τα κάθε λογής δάνεια: αυτοκινητο-δάνεια, καταναλωτικά, κάρτες, διακοπο-δάνεια, εορτοδάνεια. Αυτό το κενό σήμερα έχει γίνει χάσμα γιατί αντιστοιχεί στην πληρωμή των δόσεων από προηγούμενα δάνεια, σε καταναλωτικές απαιτήσεις που δύσκολα μπορεί να μειωθούν, και σε μειωμένες αμοιβές. Η γεφύρωση του χάσματος μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν εισέλθει στην αγορά εργασίας το εφεδρικό εργατικό δυναμικό και η Νομοθεσία Προστασίας της Εργασίας ακολουθήσει την τροχιά της οικονομίας.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου