15.5.11

Παυλίνα Κοντογεωργοπούλου: Παρέμβαση σε στρογγυλό τραπέζι του συνεδρίου


Στην παρουσίαση της προβληματικής του παρόντος συνεδρίου διατυπώνεται μία ισχυρή μεθοδολογική επιλογή. Η εργασία είναι διαρκές ζήτημα, αλλά η επιστημονική της προσέγγιση δεν είναι εφικτή χωρίς την ανάλυση του επιστημονικού πρωτοκόλλου μέσα από το οποίο δομείται. Αντικείμενο λοιπόν της επιστημονικής προσέγγισης δεν είναι το άχρονο αντικείμενο «εργασία», αλλά η χρονολογημένη διαμόρφωσή της μέσα σε από συγκεκριμένες και ιστορικά ορισμένες πρακτικές. Εν προκειμένω αντικείμενο δεν είναι η εργασία γενικά, αλλά το ιστορικό παράδειγμα της μισθωτής εργασίας όπως αυτό διαφοροποιήθηκε και αποκρυσταλλώθηκε με οικονομικούς αλλά και νομικούς όρους στον καπιταλισμό.


Αυτό το ιστορικό παράδειγμα, όπως ειδικότερα αποτυπώθηκε σε νομικούς κανόνες στις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης και θεσμίσθηκε από αυτούς, επηρεάζοντας και καθορίζοντας σε μεγάλο βαθμό και τους κανόνες του ευρωπαϊκού – ενωσιακού δικαίου αμφισβητείται έντονα τα τελευταία 25 χρόνια. Ωστόσο, η τελευταία οικονομική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη από το 2008, δεν θέτει απλώς ζήτημα τροποποίησης του παραδείγματος στην κατεύθυνση της ελαστικοποίησής του, αλλά στοχεύει στην εκ βάθρων ανατροπή του.

Ι. Τρεις αναστροφές στα θεμέλια του ιστορικού παραδείγματος του εργατικού δικαίου… και μία αποσιώπηση
Η ανατροπή αυτή στηρίζεται στην αναστροφή τριών συλλογισμών, οι οποίοι στήριξαν το παράδειγμα της μισθωτής εργασίας με τις προστασίες που συνδέθηκαν με αυτήν σταδιακά τον τελευταίο αιώνα.
1. Η πρώτη αναστροφή συνίσταται στην άρνηση της ιδιαιτερότητας της εργασίας ως αντικειμένου των συναλλαγών και των συμβάσεων που τις οργανώνουν. Η παραδοχή ότι η εργασία δεν είναι εμπόρευμα, βασική αρχή που καταγράφηκε και στην Διακήρυξη της Φιλαδέλφειας, το 1944, βρίσκεται στο θεμέλιο της διαφοροποίησης του εργατικού δικαίου σε σχέση με το κοινό δίκαιο των συμβάσεων. «Η εργασία δεν μπορεί να διαχωρισθεί από τον παραγωγό της, δεν μπορεί να αποθηκευθεί ή να μετακινηθεί ανεξάρτητα από αυτόν» Κ. Polanyi, σ. 73). Η θέση αυτή δεν οδηγεί απλώς στην προστασία του σώματος των εργαζομένων από την εργατική νομοθεσία του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα, ώστε να εξασφαλισθεί η φυσική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Επειδή η εργασία δεν είναι τίποτε άλλο από τους ίδιους τους ανθρώπους που την παρέχουν, «η καθυπόταξη της εργασίας στο μηχανισμό της αγοράς είναι καθυπόταξη ενός κεντρικού στοιχείου της ίδιας της υπόστασης της κοινωνίας σε αυτήν. Ως στοιχείο της ίδιας της κοινωνικής υπόστασης, αναγνωρίζεται και μέσω των κανόνων του εργατικού δικαίου όχι απλώς ως παραγωγικός πόρος, αλλά ως κεντρικό στοιχείο κοινωνικής ενσωμάτωσης. Έτσι, η ιδιαιτερότητα της εργασίας ως συμβατικού αντικειμένου δικαιολογεί όχι μόνο την υιοθέτηση νομοθεσίας που προστατεύει το σώμα του φορέα της, αλλά τη διαμόρφωση της έννομης σχέσης των δύο συμβαλλομένων κατ’ απόκλιση από τους κανόνες του αστικού δικαίου που διέπουν τις στιγμιαίες αμφοτεροβαρείς συμβάσεις. Η σταθεροποίηση της διαρκούς συμβατικής σχέσης, εξασφαλίζει ταυτόχρονα την τροφοδότηση της παραγωγής με εργατικό δυναμικό και την συμμετοχή του κόσμου της εργασίας στην βιομηχανική κοινωνία
Η ανατροπή του εργατικού δικαίου που στηρίζεται στην άρνηση της ιδιαιτερότητας της εργασίας οδηγεί στην επιστροφή στο κοινό δίκαιο των συμβάσεων συνοδευόμενο από ελάχιστους κανόνες υγιεινής και ασφάλειας, αφού το μόνο στοιχείο που δικαιολογεί την ιδιαίτερη μεταχείριση του συμβατικού αντικειμένου της εργασίας είναι το γεγονός ότι εμπλέκει το ίδιο το σώμα του φορέα της. Η εργασία είναι εμπόρευμα που διατίθεται στην αγορά (υπό την επιφύλαξη της φυσικής επιβίωσης του φορέα-πωλητή της). Η διάσταση της κοινωνικής ενσωμάτωσης είναι αδιάφορη.
2. Η δεύτερη αναστροφή συνίσταται στην υιοθέτηση της άποψης ότι η συμβατική σχέση μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου θα πρέπει να είναι σχέση νομικής ισότητας, εντός της οποίας οι συμβαλλόμενοι αναπτύσσουν την συμβατική τους ελευθερία. Η πραγματική ανισότητα, την οποία ήθελαν να κάμψουν οι κανόνες του εργατικού δικαίου, δεν αποκρούεται από όσους υιοθετούν την θέση της νομικής ισότητας. Είναι νομικά και κοινωνικά αδιάφορη και, ακόμη περισσότερο, η διατήρησή της είναι αποδεκτή ως φυσιολογικός όρος εντός της «Μεγάλης Κοινωνίας» κατά τον Χάγιεκ (Droit, législation et liberté. T. 2, Le mirage de la justice sociale, p. 84 ss.). Και όταν το δίκαιο παρεμβαίνει για να εξισορροπήσει τη σχέση πραγματικής ανισότητας με τους κανόνες του δεν μπορεί παρά να διαταράσσει με πολύ αρνητικό τρόπο την αυθόρμητη τάξη της αγοράς, παραβιάζοντας την ελευθερία των συμβαλλομένων. Η ισότητα διά του νόμου είναι παραλογισμός που εισήγαγαν στα νομικά συστήματα οι σοσιαλίαζουσες ομάδες πίεσης. Η σύμβαση εργασίας πρέπει να είναι σχέση νομικής ισότητας. Η αναστροφή αυτή οδηγεί όμως σε αντιφάσεις, γιατί το διευθυντικό δικαίωμα και η σχέση εξάρτησης δεν αμφισβητούνται, αλλά επανέρχονται ως κεντρική εκδήλωση της επιχειρηματικής ελευθερίας. Η γαλλική ορολογία, πιο κοντά στην λειτουργία της σύμβασης εργασίας, αναφέρεται σε διευθυντική εξουσία (pouvoir de direction) και σε σχέση υπόταξης (rapport de subordination). Και τα δύο παραπέμπουν σε σχέση ανισότητας, πραγματικής, αλλά και νομικής, η οποία επιχειρείται να εξισορροπηθεί εν μέρει, μέσω των θεσμών του εργατικού δικαίου.
3. Η τρίτη αναστροφή αφορά την σχέση μέσων και σκοπών. Στα συστήματα οικονομίας της αγοράς που εντάσσουν στις συνταγματικές βάσεις των εννόμων τάξεών τους τις θεμελιώδεις ελευθερίες της αγοράς και στο πλαίσιο του ιστορικού παραδείγματος του εργατικού δικαίου, οι οικονομικές ελευθερίες και ο ελεύθερος ανταγωνισμός αντιμετωπίσθηκαν ως τα μέσα για να επιτευχθεί η ευημερία των λαών, με ελευθερία και αξιοπρέπεια. Οι οικονομικές ελευθερίες και ο ανταγωνισμός δεν αποτελούν αυτοσκοπό, αλλά το μέσο για να επιτευχθεί ο στόχος της ευημερίας με ελευθερία και αξιοπρέπεια. Στις καταστατικές διατάξεις της Δ.Ο.Ε. η ευημερία των λαών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την οικονομική ασφάλεια των εργαζομένων. Η ιεράρχιση αυτή μεταξύ ελευθεριών της αγοράς και κοινωνικών δικαιωμάτων, ανατρέπεται πλήρως, αφού η επικράτηση του ελεύθερου ανταγωνισμού, η απρόσκοπτη κυκλοφορία των κεφαλαίων και η απεριόριστη ελευθερία εγκατάστασης γίνονται οι στόχοι, τους οποίους πρέπει να υπηρετήσουν και να σε κάθε περίπτωση να μην ανακόψουν οι κανόνες δικαίου και στους οποίους θα πρέπει να προσαρμοσθούν οι εργαζόμενοι (και τα εισοδήματα τους).
Τέλος, η ανατροπή του ιστορικού παραδείγματος παραλείπει να σχολιάσει μία από τις ιδρυτικές συνθήκες της μισθωτής εργασίας, δηλαδή την ιδέα ότι η κατανομή του οικονομικού κινδύνου μεταξύ εργοδότη και μισθωτού πραγματοποιείται με άξονα την αποξένωση του εργαζομένου από το προϊόν της εργασίας και την ιδιοποίηση του κέρδους από τον εργοδότη, πράγμα που δικαιολογεί την απαλλαγή του εργαζομένου από τους κινδύνους της εκμετάλλευσης. Όσον αφορά λοιπόν τη λειτουργία της σύμβασης εργασίας, οι κίνδυνοι της αγοράς αφορούν τον εργοδότη, ο οποίος δεν μπορεί να τους μετακυλήσει στους εργαζομένους, παρά περιορισμένα. Η ιδρυτική αυτή συνθήκη εξακολουθεί να ισχύει, όσο υφίσταται και το σύστημα της μισθωτής εργασίας και απέχουμε αρκετά από την επικράτηση ενός «καπιταλισμού χωρίς εργασία» (U. Beck, Τι είναι η παγκοσμιοποίηση, Βλ και Ζizek, σχετικά με τον καπιταλισμό που στηρίζεται στη γνώση και όχι στην εργασία)

ΙΙ. Η «επιστημολογική» επικράτηση της λογικής της αγοράς
Και οι τρεις αναστροφές τείνουν στην καθολική επικράτηση της λογικής της αγοράς στις σχέσεις εργασίας. Αυτή η πολύ γενική παρατήρηση δεν αφορά όμως μόνο το περιεχόμενο των κανόνων δικαίου που διέπουν τις σχέσεις εργασίας, αλλά, μέσα στο περιβάλλον παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, και τα ίδια τα εθνικά ή και υπερεθνικά (όπως στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης) δικαιϊκά συστήματα. Η αποτελεσματικότητα των δικαιϊκών συστημάτων ως προς την επίτευξη των στόχων (σκοπών;) της ελεύθερης κυκλοφορίας κεφαλαίων και υπηρεσιών, της ελευθερίας εγκατάστασης και του ανταγωνισμού ανάγεται σε αποκλειστικό κριτήριο αξιολόγησής τους.
Τη συγκριτική αξιολόγηση των χωρών (ή κατά την ορολογία των σχετικών εκθέσεων των «οικονομιών») την πραγματοποιούν φορείς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, εξαρτώντας από την κατάταξη στη λίστα (και από τις προσπάθειες σύγκλισης με το υποκείμενο στην αξιολόγηση πρότυπο) την παροχή οικονομικής βοήθειας. Οι εκθέσεις αυτές λειτουργούν εξάλλου ως οδηγός των επιχειρήσεων ως προς το πόσο θετικά αξιολογείται το εθνικό κανονιστικό πλαίσιο για την επιχειρηματικότητα. Από το 2004, η Παγκόσμια Τράπεζα εκδίδει κάθε χρόνο την Έκθεση Doing Business, η οποία μεταξύ των 10 δεικτών περιελάμβανε, μέχρι το 2010, και ένα δείκτη αξιολόγησης του εργατικού δικαίου. Ο δείκτης αυτός δομείται γύρω από τρεις θεματικές: όροι πρόσληψης, όροι και κόστος απόλυσης, ρυθμίσεις σχετικά με τον χρόνο εργασίας. Η αξιολόγηση του περιεχομένου των κανόνων πραγματοποιείται με βάση το χρηματικό κόστος που οι κανόνες αυτοί συνεπάγονται εφαρμοζόμενοι στις έννομες σχέσεις που διέπουν. Υπ’ αυτό το πρίσμα, οι εγγυήσεις του εργατικού δικαίου αντιμετωπίζονται αποκλειστικά ως παράγων αύξησης του κόστους εργασίας και, ενοχοποιούνται ως παράμετρος που επηρεάζει αρνητικά την επιχειρηματικότητα. Η βαθμολόγηση είναι τόσο ευνοϊκότερη όσο μικρότερες είναι οι εγγυήσεις που συνοδεύουν τα στοιχεία αυτά της σχέσης εργασίας. Με βάση τον δείκτη αυτό, για το 2010 (στοιχεία 2009) επί 178 οικονομιών, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 147η θέση, η Γαλλία στην 156η, η κραταιά γερμανική οικονομία στην 158η, πίσω από το Νεπάλ και τον Ισημερινό, ενώ το Λουξεμβούργο κατρακυλάει στην 170η εξαιτίας ενός νόμου που ενοποίησε το καθεστώς των εργατών και των υπαλλήλων (προφανώς προς τα πάνω για τους εργάτες) όσον αφορά τις απολύσεις.
Οι εκθέσεις Doing Business αποτελούν χαρακτηριστικό εργαλείο για τον ανταγωνισμό όχι πλέον των επιχειρήσεων, αλλά των δικαιϊκών συστημάτων. Ειδικότερα όσον αφορά το εργατικό δίκαιο, μέσα σε ένα περιβάλλον παγκοσμιοποιημένης οικονομίας στην οποία τα κεφάλαια είναι απείρως πιο κινητικά από ό,τι η εργασία, οι ίδιοι οι κανόνες δικαίου αντιμετωπίζονται ως προϊόντα και συγκροτείται έτσι μία παγκόσμια αγορά εθνικών κανονιστικών συστημάτων, εντός της οποίας οι επιχειρήσεις επιλέγουν την εγκατάστασή τους εκεί που οι κανόνες του εργατικού δικαίου είναι λιγότερο προστατευτικοί ή ανύπαρκτοι (law shopping), τα δε κράτη επιδίδονται ή καλούνται να συμμετάσχουν σε έναν μειοδοτικό διαγωνισμό ως προς τους κανόνες του εργατικού δικαίου (social dumping). Πρόκειται για μία κούρσα προς την κατάργηση των εγγυήσεων, της οποίας δεν γνωρίζουμε το καταληκτικό σημείο. (Ενδεικτική είναι η μεταφορά επιχειρήσεων υφαντουργίας από το Μαρόκο στην Κίνα).
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο ανταγωνισμός των εθνικών δικαιϊκών συστημάτων αναδύθηκε ως κεντρικής σημασίας παράμετρος στο νομικό γίγνεσθαι, μετά την διεύρυνση της Ε.Ε. στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Έτσι, περίπου μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 80, η κατοχύρωση των βασικών ελευθεριών της αγοράς και το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν έθεταν σε αμφισβήτηση την επιδίωξη του συντονισμού των εθνικών νομοθεσιών στους τομείς της εργασίας και της κοινωνικής ασφάλισης. Αντίθετα, το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο κατοχύρωσε ελάχιστες εγγυήσεις κυρίως διαδικαστικού χαρακτήρα, όπως αυτές που περιέχονται στις οδηγίες για τις ομαδικές απολύσεις, για τη μεταβίβαση επιχειρήσεων ή για τα συμβούλια εργαζομένων, η επίδραση των οποίων στα εθνικά δίκαια ήταν διαφοροποιημένη, αλλά οι οποίες έτειναν σε μία σχετική εξίσωση των όρων του ανταγωνισμού σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι κανόνες αυτοί είχαν ως στόχο να περιορίσουν τον ανταγωνισμό των εθνικών δικαιϊκών συστημάτων ως προς την εργασία, να εμποδίσουν δηλαδή την άντληση συγκριτικού πλεονεκτήματος εκ μέρους ενός κράτους μέλους από την μείωση των εγγυήσεων που συνοδεύουν την εργασία, όπως αντίστοιχα από την απουσία η την παραβίαση κανόνων σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος. Με την είσοδο των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, οι θεμελιώδεις ελευθερίες της αγοράς όπως διαγράφονται στη Συνθήκη χρησιμοποιήθηκαν, κυρίως από την νομολογία του Δ.Ε.Κ. ως όχημα για την υποταγή των κοινωνικών δικαιωμάτων στην λογική της αγοράς. Σχηματικά, τα κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα θα πρέπει να δικαιολογήσουν την άσκησή τους όταν συναντώνται με την ελευθερία εγκατάστασης ή την ελευθερία παροχής υπηρεσιών. Η λογική του ανταγωνισμού κερδίζει έδαφος και στο εσωτερικό της Ε.Ε., χωρίς αυτό να ανακόπτεται από την ευρωπαϊκή νομοθεσία συντονισμού των εθνικών κοινωνικών δικαίων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, η πίεση που ασκείται στο δικαιϊκό της σύστημα όσον αφορά το εργατικό δίκαιο και το δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης είναι διπλή και συγκλίνει, με εργαλείο την εξασφάλιση του δανεισμού της από τον μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ, στην αποσάρθρωση των εγγυήσεων που συνοδεύουν την παροχή εργασίας. Η άμεση πίεση για άσκηση μιας πολιτικής social dumping στο εσωτερικό της Ε.Ε. θα ηχούσε παράξενα πριν από μερικά χρόνια. Η Ελλάδα αποτελεί αυτή τη στιγμή το εργαστήριο, στο οποίο δοκιμάζεται, με ευθείες παρεμβάσεις στο νομοθετικό έργο μέσω των δεσμεύσεων του Μνημονίου, η επέκταση ζωνών όπου οι επιχειρήσεις θα μπορούν να επιδοθούν στο προαναφερόμενο law shopping, χωρίς να χρειασθεί να εγκαταλείψουν το ευρωπαϊκό έδαφος.

ΙΙΙ. Παγκοσμιοποίηση και χρηματιστηριοποίηση δεν ανέτρεψαν την ιδρυτική συνθήκη του εργατικού δικαίου και δεν νομιμοποιούν την ανατροπή του
Η θεωρία της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου, εμπεριέχει μία ισχυρή θέση όσον αφορά την σχέση δικαίου – οικονομίας, αυτήν της υπαγωγής του πρώτου στις επιταγές της δεύτερης, απομειώνοντας το δίκαιο σε εργαλείο της οικονομίας. Η επικαλούμενη ανάγκη προσαρμογής του δικαίου στις ανάγκες της οικονομίας εμπεριέχει επίσης μια ισχυρή παρότρυνση, αν όχι επιταγή, για τη διαμόρφωση κανόνων δικαίου οι οποίοι δεν θα προβαίνουν σε συγκερασμό και - πάντα προσωρινό- συμβιβασμό διαφορετικών τάξεων προταγμάτων, αλλά θα διατυπώνονται με αποκλειστικό μέλημα την οικονομική αποτελεσματικότητα του δικαίου, και μάλιστα υπό τη στενή έννοια της μείωσης του χρηματικού κόστους που αποδίδεται στην εφαρμογή των κανόνων δικαίου. Τυποποιεί με τον τρόπο αυτό θεωρητικά την αναστροφή μέσων και σκοπών στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή. Εκτός του ότι η αναστροφή αυτή είναι κατά την άποψή μας αποκρουστέα, η επίκληση της προσαρμογής του δικαίου στις ανάγκες της οικονομίας, μέσω του επιχειρήματος της αλλαγής στις οικονομικές σχέσεις, παραγνωρίζει την διατήρηση κεντρικών στοιχείων του οικονομικού συστήματος ως προς την παροχή της εργασίας, τα οποία νομιμοποίησαν το ιστορικό παράδειγμα του εργατικού δικαίου. Ποια είναι αυτά τα στοιχεία και πώς επέδρασε στις εργασιακές σχέσεις η παγκοσμιοποίηση και η χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας;
Το ιστορικό παράδειγμα του εργατικού δικαίου δομήθηκε σε άμεση σύνδεση με την οικονομία οργανωμένη ως πληθυσμό επιχειρήσεων, οι έννομες σχέσεις των οποίων διέπονταν από κανόνες με σαφή εδαφική αναφορά, αυτήν των δικαίων των κρατών εντός των οποίων οι επιχειρήσεις ανέπτυσσαν την δραστηριότητά τους. Στο σχήμα αυτό του βιομηχανικού μη παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, το εργατικό δίκαιο διέπει έννομες σχέσεις οι οποίες αναπτύσσονται στο πλαίσιο οργανώσεων (στην ελληνική βιβλιογραφία, «η έννομος τάξις της εκμεταλλεύσεως» του Α. Καρακατσάνη αποτυπώνει καλά αυτή τη διάσταση των κανόνων) και η εδαφικότητα των κανόνων του δεν αμφισβητείται μαζικά, αλλά οι αποκλίσεις διευθετούνται μέσω των κανόνων του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Η παγκοσμιοποίηση είναι κατ’ αρχήν παγκοσμιοποίηση των κεφαλαίων, τα οποία επιδιώκουν και απολαμβάνουν μεγάλης κινητικότητας, και όχι της εργασίας, η οποία διατηρεί, λίγο ως πολύ, την σταθερή πρόσδεσή της με τα εθνικά εδάφη. Η απελευθέρωση της κινητικότητας των κεφαλαίων, ενώ η εργασία παραμένει εδαφικά τοποθετημένη προσδίδει έτσι ισχυρό πλεονέκτημα στις επιχειρήσεις να αυξήσουν τα κέρδη τους, μεταφέροντας την παραγωγή στις χώρες όπου η εργασία είναι φθηνότερη. Σταδιακά, οι παγκοσμιοποιημένες επιχειρήσεις κατέστησαν κεντρικός παράγοντας της παγκόσμιας παραγωγής κανόνων δικαίου, ωθώντας τους εθνικούς νομοθέτες σε έναν μειοδοτικό ανταγωνισμό των κανόνων προς την κατάργηση ή την μη υιοθέτηση ρυθμίσεων που απέτρεπαν την υποβάθμιση της εργασίας σε κοινό εμπόρευμα. Σε συνδυασμό με την επανεισαγωγή των παραγόμενων προϊόντων στις πλούσιες χώρες, το αποτέλεσμα αυτών των (τελέσφορων για το κεφάλαιο) στρατηγικών ήταν η ερήμωση των αγορών εργασίας των πλούσιων χωρών, η στασιμότητα ή η περαιτέρω υποβάθμιση της κατάστασης των εργαζομένων των χωρών των οποίων οι νομοθέτες επιδόθηκαν σε social dumping, χωρίς ταυτόχρονα οι οικονομίες των φτωχών χωρών να ευημερούν. Η κινητικότητα των κεφαλαίων αποδίδει έτσι κέρδη στον εαυτό της και μόνο, χωρίς οι χώρες που κινήθηκαν στην κατεύθυνση της μείωσης των εγγυήσεων να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των πληθυσμών τους. Η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας τους από τις «αγκυλώσεις», αναδιένειμε την φτώχεια στο εσωτερικό τους.
Η χρηματιστηριοποίηση της οικονομίας προσέθεσε ακόμη μία παράμετρο, που οδηγεί μόνο σε επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων. Η παγκοσμιοποίηση της παραγωγής δημιούργησε ρωγμές λόγω του ανταγωνισμού προς τα κάτω των εθνικών νομοθεσιών, δεν κατέστησε όμως εντελώς αόρατους νομικά τους πόλους αποφάσεων και συνεπώς τους πόλους απόδοσης ευθυνών. Π.χ. το δίκαιο κατάφερε συχνά «να σηκώσει το πέπλο» (piercing the veil) της εταιρικής ταυτότητας και να ανασυστήσει τις οικονομικές σχέσεις στο εσωτερικό των ομίλων επιχειρήσεων. Με την χρηματιστηριοποίηση, η αξία της επιχείρησης δεν καθορίζεται από τα κέρδη που προκύπτουν από την παραγωγή, αλλά από την τιμή που θα πωληθεί στην αγορά τίτλων. Έτσι όμως τροποποιούνται ριζικά οι όροι του επιχειρείν, αφού μια μερίδα τουλάχιστον των μετόχων δεν ενδιαφέρεται για την διατήρηση της επιχείρησης ως μονάδας παραγωγής, αλλά υιοθετεί βραχυπρόθεσμες συμπεριφορές που τείνουν στη μεγιστοποίηση του κέρδους μέσω των μεταβιβάσεων. Και επειδή η αξία ενόψει της μεταβίβασης ανεβαίνει όσο η επιχείρηση μειώνει το κόστος λειτουργίας της, χωρίς ωστόσο η έμφαση να δίνεται στη βελτίωση και διατήρηση του εργαλείου παραγωγής, τα κέρδη από τις χρηματιστηριακές συναλλαγές συνεπάγονται κόστος για τους εργαζομένους, μέσω της μείωσης του κόστους εργασίας. Παράλληλα διαβρώνεται και καθίσταται ασαφέστερος ο εργοδοτικός πόλος, ενώ η οικονομία δεν λειτουργεί μόνον ως πληθυσμός επιχειρήσεων – οργανώσεων, αλλά σε μεγάλο βαθμό ως σύνολο συναλλαγών. Την αβεβαιότητα από την ρευστότητα των συναλλαγών επιδιώκει η οικονομική ανάλυση του δικαίου να εισάγει στην επιχείρηση – οργάνωση, ρευστοποιώντας έτσι και τις εργασιακές σχέσεις με την αποσύνδεσή τους από τη λογική της οργανωτικής δομής (εξατομίκευση), την μετακύληση του οικονομικού κινδύνου των χρηματιστηριακών συναλλαγών στους εργαζομένους και την αντιμετώπιση των ίδιων των εργασιακών σχέσεων ως κοινών συναλλαγών μεταξύ ίσων συναλλασσόμενων (σε ατομική βάση και «ελεύθερα»).
Με το επιχείρημα του δυισμού της αγοράς εργασίας, όπου υπερ-προστατεύονται οι insiders οι οποίοι αδιαφορούν για την τύχη των outsiders, η οικονομική κριτική του εργατικού δικαίου καλεί σε μία αναδιανομή των «αποτελεσμάτων» της οικονομικής κρίσης από τους εργαζόμενους. Αποσιωπά όμως το γεγονός ότι από την άλλη πλευρά των οικονομικών σχέσεων, η παγκοσμιοποιημένη και ρευστοποιημένη σε άυλους τίτλους επιχείρηση επιδιώκει και συχνά επιτυγχάνει την αύξηση ή έστω την διατήρηση των κερδών της ασκώντας πολιτική ανταγωνισμού με άξονα τη συμπίεση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Το νέο παράδειγμα της οικονομικής ανάλυσης του δικαίου αδιαφορεί επίσης, για την ενσωματωτική λειτουργία των κανόνων του εργατικού δικαίου. A fortiori, την αποκρούει, θεωρώντας ότι η παρέμβαση του δικαίου με τον τρόπο αυτό καταστρέφει την ελεύθερη τάξη πραγμάτων, μόνη άξια διατήρησης. Οδηγεί σε μία «απεριόριστη δημοκρατία», στην οποία η πολιτική επικρατεί επί της οικονομίας, αφήνοντας σύμφωνα με τον Χάγεκ, «τους αδαείς πληθυσμούς να ανακατεύονται στους νόμους της οικονομίας, οδηγούμενοι από έναν αταβισμό που βασίζεται στις παρορμήσεις» (Droit, législation et liberté. T. 3, σ. 197-198).
Η αποκατάσταση της ελεύθερης τάξης της αγοράς, η οποία τόσο έχει διαταραχθεί από το κοινωνικό Κράτος, θα οδηγήσει στην απόλυτη καπιταλιστική ουτοπία, όπου το αόρατο χέρι αδιατάρακτο από ένα δίκαιο το οποίο απλώς «μιμείται» τις κινήσεις του (Χάγεκ, t.2, passim), θα οδηγεί στην ελεύθερη και, για αυτόν τον λόγο, δίκαιη διευθέτηση. Ακόμα και αν δεν έχουν πραγματώσει την καπιταλιστική ουτοπία, οι ευρέως απελευθερωμένες αγορές έχουν δώσει αρκετά στοιχεία σχετικά με τη διευθέτηση που επιτυγχάνεται μέσω των αρχών της αγοράς. Είναι αυτή των «ελεύθερων αλεπούδων, μέσα σε ελεύθερους αχυρώνες» (φράση του Lacordaire που συχνά αποδίδεται στον Marx).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου