13.5.11

Αιμιλία Σαλβάνου: Οι εναλλακτικοί λόγοι μιας μεταναστευτικής κοινότητας στη σύγχρονη Αθήνα

Συζητώντας τα τελευταία χρόνια για το «μεταναστευτικό πρόβλημα» στην Ελλάδα, έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε συλλήβδην τους μετανάστες –και ιδιαίτερα όσους προέρχονται από τις χώρες της κεντρικής και Ν.Α Ασίας– ως ανειδίκευτο φτηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο έχει ή δεν έχει θέση (αναλόγως της προσέγγισης) στην οικονομική σκηνή της χώρας. Θεωρείται επίσης αυτονόητο ότι το βασικό κίνητρο για την μετανάστευσή τους ήταν οικονομικό – ότι δηλαδή επέλεξαν να φύγουν από την πατρίδα τους προκειμένου να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση, εκμεταλλευόμενοι τις ευνοϊκές εργασιακές συνθήκες που επικρατούν στον δυτικό κόσμο και να κερδίσουν τόσα χρήματα όσα επαρκούν για να συντηρηθούν και να στείλουν πίσω το απαραίτητο έμβασμα.
 Αντιμετωπίζονται από την κοινωνία υποδοχής ως άνθρωποι που ανήκουν στο κατώτερο κοινωνικό στρώμα της χώρας προέλευσής τους, όπου επιπλέον δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν λόγω των μειωμένων προσόντων και δεξιοτήτων τους. Αναζήτησαν έτσι μια καλύτερη τύχη εκεί που τα πράγματα θα ήταν ευκολότερα. Έτσι, στις κοινωνίες υποδοχής στηρίζουμε τον τρόπο που τους αντιμετωπίζουμε στην βεβαιότητα ότι ούτως ή άλλως είναι αποτυχημένοι. Προδιαγράφουμε τη σημερινή και μελλοντική τους θέση θεωρώντας ότι το να έχουν απασχόληση και μόνο θα έπρεπε να τους επαρκεί και να αντισταθμίζει τις όποιες αντιξοότητες στις συνθήκες εργασίας τους. Οι μετανάστες είναι, για την κοινωνία υποδοχής, ένα συλλογικό υποκείμενο χωρίς πρόσωπο, είναι απόλυτα εναλλάξιμοι, χωρίς διαφορές μεταξύ τους, ικανοί μονάχα να καλύπτουν τις πιο ανεπιθύμητες από τις εργατικές θέσεις. Πόσο όμως αντιστοιχεί η αντίληψη αυτή με τον τρόπο που οι ίδιοι βλέπουν τον εαυτό τους; Τι συζητάνε τις ώρες που δεν είναι στη δουλειά και κάνουν τον απολογισμό της ημέρας τους;
Βασικό επιχείρημα αυτής της εργασίας είναι ότι ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι μετανάστες από την κοινωνία υποδοχής βρίσκεται σε αναντιστοιχία με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι ίδιοι τον εαυτό τους, με τα όνειρα και τις προσδοκίες τους. Με βάση στοιχεία που συλλέχθηκαν στη διάρκεια συμμετοχικής παρατήρησης που πραγματοποιήθηκε το διάστημα 2007-2009 στην κοινότητα πακιστανών μεταναστών στην Ν. Ιωνία, θα υποστηρίξει ότι στο πλαίσιό της οι μετανάστες αναπτύσσουν έναν εναλλακτικό λόγο, στηριγμένοι στον οποίο αντιπαραβάλλουν στην εικόνα που τους έχει επιβληθεί από την κοινωνία υποδοχής μια εικόνα που αντλεί τόσο από τις προηγούμενες εμπειρίες τους όσο και από τις προσδοκίες τους για το μέλλον. Θα υποστηρίξει ακόμη ότι είναι με βάση αυτόν τον εναλλακτικό λόγο που οργανώνουν τις ζωές τους, αφού τους επιτρέπει να ονειρεύονται, υπερβαίνοντας τις καθημερινές τους αντιξοότητες.
Η συζήτηση για τη δυνατότητα των υποκειμένων να ξεπερνούν τον κοινωνικό ντετερμινισμό και να συμβάλλουν οι ίδιοι στη διαμόρφωση των όρων της ζωής τους με όρους ελευθερίας και επιλογής –δικαίωμα που βασίζεται στην a priori παραδεδεγμένη ισότητα της ανθρώπινης φύσης, έξω από τους κοινωνικούς περιορισμούς– έχει ξεκινήσει ήδη από τη δεκαετία του 1970. Στις συζητήσεις αυτές οι «αποκλεισμένοι» της κοινωνίας, μέσα από τους εναλλακτικούς λόγους που αναπτύσσουν, διαπραγματεύονται καλύτερους όρους για την ένταξή τους σ’ αυτήν. Ο R. Rosenzweig στη μελέτη του για την εργατική τάξη στη Μασσαχουσέτη στο τέλος του 19ου αιώνα έδειξε με ποιούς τρόπους ο ελεύθερος χρόνος των εργατών, μέσα από τη συμμετοχή σε αθλήματα και δραστηριότητες μη εγκεκριμένες από τις μεσαίες τάξεις (που στο μεταξύ είχαν αναδειχθεί σε κοινωνική ελίτ και είχαν αποστερήσει τους εργάτες από τον έλεγχο του εργασιακού τους περιβάλλοντος), συγκρότησε το πεδίο αμφισβήτησης και αντίστασης στις πρακτικές πειθαρχίας που οι τελευταίες θέλησαν να τους επιβάλουν. Με άλλα λόγια, κατά τον ελεύθερό τους χρόνο διαμόρφωσαν απέναντι στην ηγεμονική κουλτούρα μια άλλη, εναλλακτική, διεκδικώντας την ελευθερία και την αυτονομία που τους έλειπε στις οκτώ ώρες της εργασίας τους.1 Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο J. Ranciere είχε καταπιαστεί με τον τρόπο που η εργατική τάξη της Γαλλίας αναπαριστούσε την ύπαρξή της στα μέσα του 19ου αι. Το βασικό του επιχείρημα ήταν ότι οι άνθρωποι αυτοί, μη θέλοντας να συμβιβαστούν με την μοίρα του εργάτη-μηχανή, του ανθρώπου που αποξενώνεται από την εργασία του, περνούσαν τις νύχτες τους συζητώντας, γράφοντας και προτείνοντας εναλλακτικούς σενάρια για το μέλλον τους. Αυτή λοιπόν η ομάδα των εργατών-διανοουμένων ακροβατούσε και διαμεσολαβούσε ταυτόχρονα ανάμεσα στην εργατική και την αστική τάξη, θέτοντας υπόψη της δεύτερης τις αγωνίες τους για τη διαδικασία της αλλοτρίωσης και διεκδικώντας την πραγμάτωση του εναλλακτικού τρόπου με τον οποίο οραματιζόταν το μέλλον. Τα οράματά τους για το μέλλον αντλούσαν από το παρελθόν και εμπεριείχαν εργαστήρια που λειτουργούσαν αρμονικά, την επανασύνδεση του εργάτη με το προϊόν της εργασίας τους και εξειδικευμένους τεχνίτες.2
Και οι δύο εν λόγω εργασίες αναφέρονται σε περιόδους μεταβατικές –εν προκειμένω στο πέρασμα από την προνεωτερική κοινωνία σ’ αυτήν της μοντερνικότητας. Καταδεικνούουν μέσα από τον αντιφατικό τρόπο που βιώνουν αυτό το περάσμα τα μέλη των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων (όχι απαραίτητα με ομοιόμορφο τρόπο μεταξύ τους), αφενός την πολλαπλότητα των προσφερόμενων τρόπων ένταξης στην νέα κατάσταση και αφετέρου, και κυριότερα ίσως, την καθοριστικότητα της δράσης και των επιλογών του υποκειμένου (human agency). Με άλλα λόγια, διαπραγματεύονται τη διαδικασία διαμόρφωσης ενός νέου κοινωνικού φαντασιακού σε καταστάσεις μετάβασης, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη συμβολή των υποκειμένων σ’ αυτό.
Το χαρακτηριστικό της μεταβατικότητας μπορεί αναμφισβήτητα να αναγνωριστεί στην πραγματικότητα που βιώνουν οι σύγχρονες μεταναστευτικές κοινότητες.3 Η μετάβαση με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι είναι διπλή: αφορά αφενός τον εγγενώς μεταβατικό χαρακτήρα της δικής του κατάστασης ως μετανάστων και αφετέρου την μεταβατικότητα της κοινωνίας υποδοχής που για πρώτη φορά αναμετριέται με την πρόκληση της υποδοχής και ενσωμάτωσης μαζικού μεταναστευτικού ρεύματος στο έδαφός της πληθυσμών που δεν θεωρεί ομογενείς. Η πρόκληση κερδίζει σε ένταση, αν συνυπολογιστεί η παράμετρος του μεταναστευτικού παρελθόντος της χώρας, το μνημονικό αφήγημα του οποίου έχει να διαπραγματευτεί με αφορμή την παρουσία των σύγχρονων μεταναστών και τις αναλογίες που αναπόφευκτα φέρνουν στο προσκήνιο. Στο πλαίσιο αυτό, οι σύγχρονοι μετανάστες, και ιδίως οι μουσουλμάνοι, ενδύονται με χαρακτηριστικά εγγενούς πολιτισμικής κατωτερότητας, προκειμένου αφενός να δικαιολογηθεί η περιοθωριοποίησή τους και αφετέρου να διαφοροποιηθούν από τους έλληνες μετανάστες του παρελθόντος, για τους οποίους η συλλογική μνήμη έχει διαμορφώσει διαφορετική αναπαράσταση.
Η κοινότητα των Πακιστανών στη Ν. Ιωνία είναι σχετικά αμιγής και η παρουσία τους σταθερή για τα τελευταία τουλάχιστον είκοσι χρόνια. Αν και δεν είναι σταθερά τα πρόσωπα της κοινότητας, ωστόσο υπάρχουν κάποιοι που είναι εγκατεστημένοι στην περιοχή από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και που τώρα πια έχουν οικογένειες και παιδιά. Τα υπόλοιπα πρόσωπα εναλλάσσονται, ωστόσο έχει διαμορφωθεί ένα δίκτυο που επιτρέπει την κινητικότητα των μεταναστών και την ενσωμάτωση των νεοφερμένων.4 Έτσι, συνήθως οι νεοφερμένοι έχουν από πριν κάποια σχέση με όσους ήδη βρίσκονται στην περιοχή (είναι συγγενείς, για παράδειγμα, ή συντοπίτες) και πλαισιώνουν με τον τρόπο αυτό την εικόνα μιας πολύ ζωντανής κοινότητας, που συνεχώς κινείται ανάμεσα στην εργασία και την ανεργία, την νομιμότητα και την παρανομία των μελών της. Το αποτέλεσμα αυτού του τρόπου διαμόρφωσης του πληθυσμού είναι οι παρέες να είναι συνήθως μικτές, πάντα με κάποιο μέλος από τους παλιούς κανονικά ενταγμένο στην εργασιακή διαδικασία, κάποιους που απασχολούνται με συμβάσεις που θα πρέπει να ανανεωθούν προκειμένουν να εξασφαλιστεί και η ανανέωση της άδειας παραμονής και μερικούς νεοφερμένους που προσπαθούν να βρουν κάποια δουλειά, προκειμένου να σταματήσουν να τους συντηρούν οι παλαιότεροι. Είναι φανερό λοιπόν ότι τα μέλη της κοινότητας συνδέονται μεταξύ τους με πολλαπλούς δεσμούς: αλληλεγγύης, εντοπιότητας, εργασιακούς, μεταναστευτικής ταυτότητας κλπ.5
Στην ρευστότητα της πραγματικότητας των κοινοτήτων αυτών, σταθερό σημείο αναφοράς είναι η επεξεργασία των καθημερινών εμπειριών στο πλαίσιο διευρυμένων ομάδων που καθορίζονται από σχέσεις φιλίας και γειτονίας. Περισσότερο από την οικογένεια –που συνήθως δεν υπάρχει, μια και οι περισσότεροι έχουν αφήσει τις οικογένειές τους πίσω στην χώρα προέλευσης– και από τη φαντασιακή κοινότητα του συνόλου των Πακιστανών ή μουσουλμάνων μεταναστών στην Αθήνα (όπως ορίζεται από τους αντίστοιχους συλλόγους), η καθημερινότητα των μεταναστατών αυτών δοκιμάζεται και επεξεργάζεται σε τοπικό επίπεδο, στις τακτικές συναναστροφές μεταξύ τους στον χρόνο της ξεκούρασης.6 Είναι μέσα στον χρόνο αυτό, που απέχει από το να είναι «ελεύθερος» –με την έννοια του κενού χρόνου– που οι μετανάστες διαπραγματεύονται τον τρόπο που βιώνουν τη ζωή τους στην Αθήνα, επεξεργαζόμενοι τις εμπειρίες τους και ανασυγκροτώντας το μνημονικό μεταναστευτικό τους αφήγημα. 7
Ο κύκλος εργασίας και ανεργίας, τα δίκτυα που χρησιμοποιούν προκειμένου να βρουν δουλειά, οι συνθήκες υπό τις οποίες διατηρούν την εργασιακή τους απασχόληση και κυρίως το ιδιαίτερο βάρος που αποκτά γι’ αυτούς η παραμονή στην αγορά εργασίας, αφού από αυτήν εξαρτάται και η παραμονή τους στη χώρα, καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο που οι μετανάστες διαμορφώνουν τις ταυτότητές τους και βιώνουν τον χώρο στον οποίο ζουν. Οι αναγκαιότητες αυτές καθορίζουν τόσο το πλαίσιο απασχόλησης των μεταναστών όσο και τον τρόπο που χρωματίζουν συναισθηματικά την είσοδό τους στην αγορά εργασίας. Η εργασία, και πολύ περισσότερο η εργασία με ασφαλιστικές παροχές, δεν αντιμετωπίζεται ως δικαίωμα αλλά ως παραχώρηση εκ μέρους του εργοδότη. Σε ένα περιβάλλον που αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι οι μετανάστες δεν είναι αυτοί που υφίστανται τις συνέπειες της μη-κανονικότητας των εργασιακών σχέσεων αλλά αυτοί που προκαλούν αυτού του είδους την αποσταθεροποίηση, και μόνο η διατήρηση της απασχόλησής τους φαντάζει γι’ αυτούς ως το μείζον αίτημα και επίτευγμα – θέτοντας στο περιθώριο, ως περιττή πολυτέλεια, το αίτημα να αντιμετωπίσουν την εργασία τους ως τρόπο να συγκροτήσουν την υποκειμενικότητά τους. Έτσι, το είδος της εργασίας τους σχεδόν ποτέ δεν ανταποκρίνεται στο επίπεδο μόρφωσης ή εξειδίκευσής τους: ακόμη κι αυτοί που είναι πτυχιούχοι δεν έχουν πρόσβαση σε εργασίες που θα τους επέτρεπαν κάποιου είδους ανόδο του κοινωνικό τους status. Περισσότερο επιτυχημένοι θεωρούνται όσοι έχουν βγάλει άδεια ταξί ή έχουν ανοίξει μικρά μαγαζιά – αλλά αυτοί αποτελούν εξαιρέσεις: Στην πλειονότητά τους εργάζονται είτε ως τεχνίτες είτε ως ανειδίκευτοι εργάτες, στην ευρύτερη περιοχή της Ν. Ιωνίας ή και μερικοί μετακινούμενοι καθημερινά εκτός Αττικής.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, παγιδεύονται σ’ έναν φαύλο κύκλο που κινείται μεταξύ της ανάγκης τους να εργαστούν και της επιθυμίας τους να εκπληρώσουν τις προσδοκίες για «μια καλύτερη ζωή». Με άλλα λόγια, η πραγματικότητα την οποία αντιμετωπίζουν έρχεται σε αντίφαση και ακυρώνει σε μεγάλο βαθμό τις προσδοκίες με βάση τις οποίες προέβησαν στην επιλογή της μετανάστευσης. Ο τρόπος με τον οποίο εντάσσονται στην κοινωνία υποδοχής και ο ρόλος που τους επιφυλάσσεται είναι σε μεγάλο βαθμό προκαθορισμένος. Στις σύγχρονες κοινωνίες του ώριμου νεοφιλελευθερισμού οι μετανάστες αντιπροσωπεύουν την αμφισβήτηση της θεμελιώδους αξίας της ασφαλούς πρόβλεψης για την πορεία της ζωής και χρησιμεύουν ως «αποδιοπομπαίοι τράγοι», ως οι άνθρωποι εκείνοι στους οποίους αντανακλώνται οι δομικές ανωμαλίες του συστήματος.8 Με το να εντάσσονται σ’ ένα πλαίσιο που τους καθηλώνει στο δομικό ρόλο του «διαφορετικού», ικανοποιούν την ανάγκη της κοινωνίας υποδοχής για αίσθηση κυριαρχίας και συνεκτικότητα. Συγκροτούν τον πόλο του «επικίνδυνου άλλου», απέναντι στον οποίο συσπειρώνονται οι «οικείοι» και αντιπαραβαλλόμενοι μαζί του συγκροτούν τη δική τους αίσθηση ελευθερίας.9 Αποτελούν, με άλλα λόγια, τον αντεστραμμένο καθρέφτη μέσα στον οποίο η κοινωνία υποδοχής επιβεβαιώνει το είδωλό της και πάνω στον οποίο χαράζει τις δυσμορφίες της.
Με βάση αυτόν τους το ρόλο, η παρουσία τους είναι τόσο κομβική για την διαιώνιση του συστήματος της κοινωνίας υποδοχής, που η ίδια φροντίζει για την αναπαραγωγή της κοινωνικής τους θέσης. 10 Με άλλα λόγια, όντας ταυτόχρονα «ξένοι» και «φτωχοί» -όπου οι δύο κατηγοριοποιήσεις αλληλοτροφοδούνται συνεχώς- αποκλείονται εξ ορισμού από την πιθανότητα να βελτιώσουν το κοινωνικό τους status, αναγκάζοντάς τους έτσι να θέσουν υπό αμφισβήτηση τόσο τις κοινωνικές ταυτότητες που είχαν διαμορφωθεί με βάση το κοινωνικό status που είχαν στην χώρα τους πριν μεταναστεύσουν όσο και τις προσδοκίες για βελτίωσή του μέσω της μεταναστευτικής επιλογής. Καθηλωμένοι σε προδιαγεγραμένους κοινωνικούς ρόλους, υποβαθμίζονται σε υποκείμενα που δραστηριοποιούνται στα όρια προκαθορισμένων σχέσων εξουσίας. Με άλλα λόγια, αν και η πρόσβαση στην, περιστασιακή τουλάχιστον, απασχόληση ήταν σχετικά εύκολη (τουλάχιστον πριν την οικονομική κρίση), αυτό από το οποίο ήταν αποστερημένοι ήταν η ευκαιρία να αντιμετωπίσουν την εργασία τους ως προέκταση και ολοκλήρωση της προσωπικότητάς τους. Πρόκειται για έναν πληθυσμό που αναπαράγει στο εσωτερικό του όρους αποκλεισμού: «Εμείς δεν πάμε σε καφετέρειες – είμαστε μετανάστες, δεν έχουμε λεφτά».
Το σταθερότερο είδους αποκλεισμού που αναπαράγουν με τον λόγο και τη στάση τους οι ίδιοι οι μετανάστες σχετίζεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με την κοινωνική σφαίρα και κυρίως με την κατανάλωση. Οι Πακιστανοί δεν συμμετέχουν τους τόπους της Ν. Ιωνίας όπου η καταναλωτικότητα διαμορφώνει το διακύβευμα της κοινωνικής επιφάνειας. Απουσιάζουν από τις καφετέρειες, τα καφενεία, τα εστιατόρια, τους κινηματογράφους, από όλους γενικότερα τους χώρους όπου η κατανάλωση συνδέεται με την προβολή και την επικύρωση της επιτυχημενης ένταξης στο κοινωνικό σύστημα αξιών. Αντίθετα, φαίνεται ότι περνούν τον ελεύθερό τους χρόνο σε άλλους χώρους και διαδρομές της πόλης, όπου ο ελεύθερος χρόνος είναι αποσυνδεδεμένος από την επιτελεστικότητα της κατανάλωσης. Διοχετεύουν τον χρόνο της σχόλης τους στις σχολικές αυλές, που μετατρέπουν σε γήπεδα το απόγευμα παίζοντας μεταξύ τους μπάσκετ, βόλεϋ ή κρίκετ, σε φιλικά σπίτια, στις πλατείες και στα τζαμιά, όχι αναγκαστικά για θρησκευτικούς, αλλά και για κοινωνικούς λόγους. Τι σημαίνει όμως η απουσία τους από την κατανάλωση; Μπορεί να ερμηνευτεί μονάχα με οικονομικούς όρους ή αποτελεί ένδειξη μιας εναλλακτικής τοποθέτησης απέναντι στους περιορισμούς που τους επιβάλλει η κοινωνία υποδοχής; Επιλέγοντας να διαχειριστούν διαφορετικά τον ελεύθερό τους χρόνο, αρνούνται στην πραγματικότητα να επικυρώσουν το αξιακό σύστημα του νεοφιλελευθερισμού, όπως αυτό εκφαίνεται μέσα από την ανακυκλούμενη επιδεικτική κατανάλωση. Ταυτόχρονα, στον χρόνο που θα χρησίμευε για την επιβεβαίωση αυτού του μοντέλου ζωής, επιλέγουν να οικοδομήσουν τα όρια της ελευθερίας τους.
Μέχρι τώρα αναφερθήκαμε στις αναγκαιότητες που καθηλώνουν την υλικότητα της ένταξης των μεταναστών εκ προοιμίου και δομικά στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, επιτελείται στις κοινότητές τους η έμπρακτη αμφισβήτησης του αναπόφευκτου της πρόσληψης της ένταξης αυτής ως δίκαιας ή μόνιμης – με άλλα λόγια ως ανταποκρινόμενης σε προσδοκίες της μεταναστευτικής τους επιλογής από τις οποίες είναι πρόθυμοι να παραιτηθούν. Η συμμετοχή στην επιτελεστικότητα της κατανάλωσης αποτελεί ταυτόχρονα αποδοχή του δομικού πλαισίου που την παράγει. Με άλλα λόγια, απέχοντας από αυτήν και επιλέγοντας διαφορετικούς τρόπους κατασκευής συμβόλων κοινωνικού status, στην ουσία οι μετανάστες θέτουν σε αμφισβήτηση το πλαίσιο που τους υποβιβάζει στον ρόλο του αντίπαλου δέους της κοινωνίας υποδοχής, αφαιρώντας τους το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που δεν είναι η οικονομική δυσπραγία αυτή που επιβάλλει την αποχή (περιπτώσεις που δεν αποτελούν εξαίρεση, αφού μάλλον η πλειοψηφία αυτών των επί μακρόν εγκατεστημένων μεταναστών συμμετέχει στην παραγωγική διαδικασία με όρους παραπλήσιους με τους όρους που εντάσσονται σ’ αυτήν και έλληνες πολίτες που βρίσκονται κοντά στο όριο του αφορολόγητου), αλλά η αποχή αυτή είναι αποτέλεσμα του τρόπου που αντιλαμβάνονται οι μετανάστες τον τρόπο ένταξής στους στην κοινωνία, είναι εμφανές ότι αυτοί οι εναλλακτικοί τρόποι διάθεσης της σχόλης συγκροτούν το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι μετανάστες επαναδιαπραγματεύονται τους κοινωνικούς τους ρόλους και ταυτότητες.11 Στον ελεύθερό τους χρόνο, στη διάρκεια των φιλικών τους συναρθροίσεων, πλάθουν μια διαφορετική συλλογικότητα, όπου κάθε μέλος της προσλαμβάνει την κοινωνική θέση που η μεταναστευτική κοινότητα θεωρεί ότι του αρμόζει. Οι εναλλακτικοί λόγοι που αναπτύσσονται στο πλαίσιό της συγκροτούν μια ουτοπία που λειτουργεί αντισταθμιστικά στην καθημερινότητα της εξαναγκαστικής λειτουργίας τους ως απόκληρων των κοινωνιών στις οποίες έχουν ενταχθεί.
Οι νύχτες των Πακιστανών περνούν με την διαμόρφωση και καλλιέργεια εναλλακτικών ταυτοτήτων και σεναρίων ζωής. Στις φιλικές τους συγκεντρώσεις οι προσφωνήσεις που χρησιμοποιούν μεταξύ τους αντλούν από τις επαγγελματικές τους ιδιότητες. Όχι όμως αυτές τις τωρινές, αυτές που ανταποκρίνονται στην μεταναστευτική τους κατάσταση. Οι επαγγελματικές ιδιότητες που χρησιμοποιούνται στις προσφωνήσεις, συνδέοντας απευθείας και κατ’ αποκλειστικό τρόπο το υποκείμενο με την επαγγελματική του ταυτότητα, δεν αντιστοιχούν στην παροντικότητα, αλλά στη μνήμη ή την προσδοκία – με άλλα λόγια σε μια ενδεχόμενη πραγματικότητα. Τις νύχτες οι Πακιστανοί έχουν εκπροσώπους από όλα τα επαγγέλματα των μεσαίας τάξης... διαθέτουν δηλαδή στο δυναμικό τους επαγγελματικές ταυτότητες που βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με την «αντικειμενική» πραγματικότητα. Οι ταυτότητες δεν χρησιμοποιούνται συνεχώς, ώστε να οριοθετούν την απόσταση μεταξύ μιας πραγματικότητας που βιώνεται και μιας άλλης φαντασιακής. Χρησιμοποιούναι αυστηρά στον χώρο του ελεύθερου χρόνου, της σχόλης. Διαμορφώνουν με τον τρόπο αυτό νέου τύπου υποκειμενικότητες, με εναλλακτικές εκφάνσεις στις ώρες της δουλειάς και σ’ αυτές του ελεύθερου χρόνου. Στο πλαίσιο αυτού του λόγου, το επάγγελμα κατέχει θέση ασφαλιστικής δικλείδας για την οικοδόμηση μιας κοινωνικότητας ένταξης αντί για αποκλεισμού. Η χρήση εναλλακτικών επαγγελματικών ιδιοτήτων, επαγγελματικών ιδιοτήτων που ενισχύουν το κοινωνικό κύρος και που αντιστοιχούν στο δυνάμει –στις προσδοκίες του ατόμου για κοινωνική καταξίωση– λειτουργεί συνδέοντας το παρελθόν με το προσδοκώμενο μέλλον, την μνήμη μιας κοινότητας ένταξης με την προσδοκία επανασύνθεσής της στα καινούργια πλαίσια διαβίωσής τους. Ομάδες μεικτές –νεοφερμένοι, περαστικοί και μόνιμα εγκατεστημένοι μετανάστες– συγκροτούν τις νύχτες καινούργιες κοινότητες επανοικείωσης με ένα παρελθόν που έχει χαθεί, στην προσπάθεια διαμόρφωσης νέων ταυτοτήτων.12
Η επιλογή των μεταναστών να αρθρώσουν έναν εναλλακτικό της βιωμένης πραγματικότητας λόγο δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την επώδυνη πρόσληψη της καθημερινότητας και την ματαίωση των προσδοκιών που οδήγησαν στην μετανάστευση. Στις αφηγήσεις των μεταναστών για τις ιστορίες ζωής τους διαγράφονται καθαρά τόσο οι δυσκολίες που τους συνόδευσαν στο ταξίδι αποχώρησης από τους τόπους τους και μέχρι την βίωση μιας σχετικής ασφάλειας στην Αθήνα, όσο και η απόσταση που χωρίζει την αναμενόμενη κατάσταση από αυτήν που συνάντησαν. Έτσι, στο τραύμα της αποκοπής από το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ήταν ενταγμένοι έρχεται να προστεθεί αυτό της δυσκολίας να συναντήσουν δεκτικές κοινωνίες αποδοχής. 13 Πολλές φορές η απόσταση περιγράφεται ως τόσο αγεφύρωτη, που αναρωτιέται κανείς για την ανατροφοδότηση που παίρνουν οι υποψήφιοι μετανάστες από όσους έχουν ήδη πραγματοποιήσει το ταξίδι. Σε αυτή τη βάση, η προσπάθεια άρθρωσης ενός αφηγήματος που θα γεφυρώνει το παρελθόν με το παρόν καθίσταται επιτακτική για τη επανάκτηση της συνεκτικότητας της ταυτότητάς τους, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.14 Από την άλλη μεριά, ωστόσο, η κατάσταση που θα αντιστοιχούσε στο αφηγημένο παρελθόν τους έχει για πάντα χαθεί – τόσο εξαιτίας της μετακίνησής τους όσο και επειδή στην αφήγηση εμπεριέχονται στοιχεία εξιδανίκευσης, που μετακινούν την απόσταση από αυτή που θα αντιστοιχούσε στην παροντική και παρελθοντική κατάσταση σε απόσταση που περιγράφει το βιωμένο από το αφηγημένο παρελθόν. Οι άνθρωποι αυτοί, οι περισσότεροι τουλάχιστον, ούτε στις πατρίδες τους είχαν ενταχθεί, όχι αυτοδύναμα τουλάχιστον, στη μεσαία τάξη. Η ηλικία αναχώρησής τους δεν θα το επέτρεπε άλλωστε. Είχαν ενδεχομένως εκπληρώσει τους όρους που θα τους το επέτρεπε, αλλά δεν είχαν ολοκληρώσει την πορεία. Με άλλα λόγια, στις νυχτερινές συναντήσεις τους οι μετανάστες μεταφέρουν ένα ενδεχόμενο παρόν στηριγμένοι σε ένα ενδεχόμενο παρελθόν. Μιλούν όχι για την πραγματικότητα που έχασαν, αλλά για το όνειρο που στερήθηκαν – στο παρελθόν τους και στο παρόν τους.
Αδυναμία ή και άρνηση πρόσληψης της πραγματικότητας λοιπόν; Κάθε άλλο. Οι μετανάστες δεν απαντούν μονάχα στη διαδικασία περιορισμού τους σε επαγγελματικές ενασχολήσεις απαγορευτικές για την απόκτηση κοινωνικού status με το να φτιάχνουν δικές τους ιεραρχημένες ομάδες και να συγκροτούν εναλλακτικούς λόγους για τη ζωή τους στο πλαίσιο των κοινωνιών υποδοχής. Απαντούν κυρίως στην συλλογική απαξίωση του πολιτισμού τους ως προ-νεοτερικού, στηλιτεύοντας την ακαμψία των πολιτικών και πολιτιστικών δομών της κοινωνίας υποδοχής. Ενσωματώνοντας την επιτέλεση των εναλλακτικών αφηγήσεών τους για την πραγματικότητα που βιώνουν στην καθημερινή τους πρακτική, διαμορφώνουν μια εναλλακτική μνήμη, που ανασκευάζει την μεταναστευτική τους ιστορία και αμφισβτηεί ευθέως το αντίστοιχο αφήγημα της κοινωνίας υποδοχής.
Πιο συγκεκριμένα, συγκροτώντας τέτοιου είδους κοινότητες οικειότητας, αυτό που πετυχαίνουν είναι να αμφισβητούν στην πράξη το αφήγημα που τους θέλει επικίνδυνους εισβολείς, που απειλούν την καθαρότητα του δυτικού πολιτισμού εξαιτίας της πολιτισμικής τους κατωτερότητας. Προκειμένου να το πετύχουν, επαναδιαπραγματεύονται τις μνήμες τους που αφορούν την μεταναστευτική τους εμπειρία και αντικαθιστούν τις σιωπές αναφορικά με τις εμπειρίες τους στο Πακιστάν με την ανάπτυξη ενός λόγου που αναφέρεται στις θετικές εμπειρίες που ανέμεναν να έχουν πίσω στην πατρίδα τους. Στον ελεύθερό τους χρόνο οι Πακιστανοί έχουν γιατρούς, δικηγόρους, δασκάλους, ιερωμένους κλπ όχι μόνο κατ’ όνομα – οι άνθρωποι αυτοί εξασκούν το επάγγελμά τους ανεπίσημα, στο πλαίσιο της μεταναστευτικής κοινότητας. Μέσα από αυτού του είδους την κοινωνικότητα έχουν αναδειχθεί και αυτοί που «διαφυλλάσσουν» την μνήμη της κοινότητας, επικοινωνώντας την με τους εκπροσώπους της κοινωνίας υποδοχής. Αυτή η επιτέλεση των εναλλακτικών τους επαγγελματικών ρόλων αποκτά τόσο μεγάλη σημασία για τους ίδιους και την κοινότητά τους, που πολλές φορές αντικαθιστά στο συλλογικό τους φαντασιακό την αμοιβόμενη απασχόλησή τους, υποβαθμίζοντάς την σε αδιάφορη αλλά απαραίτητη διεκπεραιωτική εργασία, αναγκαία για τη εξασφάλιση των απαραίτητων υλικών αγαθών και τη διασφάλιση της παραμονής τους στη χώρα. Τα μέλη της κοινότητας αντισταθμίζουν τον αποκλεισμό τους στην κατηγορία των επικίνδυνων τάξεων, αυτών που είναι προορισμένοι να λειτουργούν εξισορροπητικά στις δομικές αντιφάσεις της ύστερης νεοτερικότητας με τίμημα τον αποκλεισμό τους από την πολιτειακότητα –και άρα από το εθνικό φαντασιακό- με ιστορίες ζωής και ταυτότητες που θέτουν υπό αμφισβήτηση το αφήγημα με βάση το οποίο αποκλείονται. Στο πλαίσιο αυτό, είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα ενός μετανάστη που στην πατρίδα του, το Λαχώρι, είχε σπουδάσει γιατρός και μόλις είχε αρχίσει να ασκεί το επάγγελμά του, αποκτώντας με τον τρόπο αυτό αυξημένο κοινωνικό γόητρο στην κοινότητα του. Έφτασε στην Ελλάδα το 2006, εξαιτίας απειλών που δέχτηκε αυτός και η οικογενειά του από αυτούς που ο ίδιος ονόμασε παρακρατικούς. Ακολουθώντας τον δρόμο μέσω Αφγανιστάν, Τουρκίας, συνόρων του Έβρου, έφτασε στην Αθήνα, όπου σύντομα φιλοξενήθηκε σε συγχωριανούς του, που ήταν ήδη εγκατεστημένοι στην Ν. Ιωνία. Το ότι δεν είχε χαρτιά σε συνδυασμό με το ότι δεν γνώριζε ούτε ελληνικά ούτε αγγλικά δεν του επέτρεψαν να βρει εύκολα δουλειά. Έτσι, απασχόληθηκε στο τζαμί, αποκτώντας το παρατσούκλι «παπάς» (η χρήση στα ελληνικά). Οικονομικά, τον συντηρούσε η κοινότητα, εντός της οποίας έχαιρε διπλή αναγνώριση (ως γιατρός και ως παππάς). Ο ίδιος είχε επιδοθεί στη συγγραφή των αναμνήσεων του ταξιδιού του και όταν μιλούσε για τα όνειρά του, περιέγραφε πως ήθελε να ανοίξει φαρμακείο (χρησιμοποιώντας την άδεια κάποιου Έλληνα) και ταυτόχρονα να εξασκεί την ιατρική στο πίσω δωμάτιο του φαρμακείου. Αυτή η συζήτηση απασχολούσε σταθερά τους μετανάστες στις βραδυνές τους συγκεντρώσεις, στις οποίες έκαναν σχέδια για μια καλύτερη ζωή, όπου θα τους είχε αναγνωριστεί το κεφάλαιο που κουβαλούσαν από την πατρίδα τους και το δικαίωμα να ενταχθούν ως πολιτικά υποκείμενα στην κοινωνία υποδοχής σε διαφορετικές διαβαθμίσεις της κοινωνικής κλίμακας. Ένας άλλος γιατρός είχε προχωρήσει περισσότερο τα σχέδιά του, αποκτώντας τη φήμη του αποκλειστικού γιατρού της κοινότητας και εφαρμόζοντας πρακτικές που συνδύαζαν την ιατρική επιστήμη με υπερβατικές πεποιθήσεις. Μετατρέποντας τον εαυτό του σε ενός είδους γιατρού-μάγου, οι θεραπευτικές ικανότητες του οποίου προϋπέθεταν την πίστη στο παραδοσιακό υπόβαθρο του οποίου ήταν φορές, ενσάρκωνε το γεφύρωμα ανάμεσα στις δύο πραγματικότητες που μεταξύ των οποίων κινούνται οι μετανάστες.
Στην μετανεωτερική κοινωνία στην οποία ήρθαν να ενταχθούν οι μετανάστες, η γνώση είναι αναγνωρίσιμη μονάχα όταν αξιοποιείται παραγωγικά – όταν είναι χρηστική.15 Σ’ αυτό το αφήγημα, απαντούν με εναλλακτικούς λόγους που αμφιταλαντεύονται μεταξύ μνημονικής ουτοπίας για την «ζωή που θα μπορούσαν να είχαν ζήσει, αν...» και αφηγήσεων μαγικού ρεαλισμού, που με την ακροβασία τους μεταξύ του εμπειρικά αποδεκτού και του μεταφυσικού διαρρηγνύουν τις βεβαιότητες της γραμμικής συνέχειας του χρόνου, επιζητώντας να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ της νεοτερικής και προνεοτερικής αντίληψης του κόσμου, να χρησιμοποιήσουν το παρελθόν για να «θυμηθούν» το μέλλον.16 Τέτοιες πρακτικές βίωσης του κόσμου στο πλαίσιο του μαγικού ρεαλισμού είναι χαρακτηριστικές κοινοτήτων που δεν έχουν βρει σταθερά τη θέση τους στο ευρύτερο πλαίσιο όπου εντάσσονται. Η κοινότητά τους δεν στερείται γνωσιακού συμβολικού κεφαλαίου και θα μπορούσε σε άλλες συνθήκες να αποκτήσει και χρηστική αξία. Άλλωστε, το κεφάλαιο αυτό αξιοποιείται στο εσωτερικό της, αφού είναι από εκεί που αντλούν τα μέλη της τις εξειδικευμένες υπηρεσίες που τυχόν χρειάζονται. Και ακόμη περισσότερο, το δικό τους γνωσιακό κεφάλαιο είναι πιο ολοκληρωμένο: γεφυρώνει το χάσμα της τεχνολογικοποίησης που επιβάλλει ο ορθολογισμός της νεοτερικής κοινωνίας με πρακτικές που στηρίζονται σε εποχές πριν την απομάγευση του κόσμου. Οι γιατροί τους δεν εξασκούν απλά την δυτική ιατρική – μπορούν με ειδικά γιατρικά που έχουν και την κατάλληλη προσευχή να θεραπεύσουν αρρώστειες δύσκολες για τους υπόλοιπους. Το μόνο που στερείται η κοινότητά τους είναι οι κατάλληλοι όροι για να ενταχθεί εποικοδομητικά στο νέο της πλαίσιο. Όροι που τελικά ορίζονται από τα πολιτικά δικαιώματα, την αναγνώριση και αποδοχή της ετερότητας, την εξοικείωση με τις εναλλακτικές πορείες νεοτερικότητας.
Η πρόσληψη του παρελθόντος και των εμπειριών που απορρέουν από αυτό με όρους νοσταλγίας δεν ανταποκρίνεται στην επιθυμία επιστροφής σ’ αυτό. Είναι μάλλον μνήμη επενδεδυμένη με χροιά ουτοπικότητας, ελπίδα που απορρέει από το παρελθόν και επαναπροσδιορίζεται με βάση τον προσανατολισμό της προς το μέλλον. Με άλλα λόγια, πρόκειται μάλλον για την επανανάγνωση τμημάτων του παρελθόντος με όρους που κινούνται μεταξύ της προσδοκίας, της ματαίωσης και της ελπίδας. Αποτελεί τη σκιαγράφηση της επιθυμίας ενός κόσμου όπως θα ήθελαν να είναι με επιχειρήματα που στηρίζονται στο παρελθόν. Με τον τρόπο αυτό οικοδομείται ένα αφήγημα για το κεφάλαιο γνωστικών ικανοτήτων που υπάρχει στην κοινότητα και που έχει χρηστική –αλλά όχι αμοιβόμενη- αξία. Συγκροτούν έτσι και επιτελούν καθημερινά έναν εναλλακτικό λόγο προκειμένου να απαντήσουν στο κυρίαρχο λόγο του αποκλεισμού τους από την παραγωγική αξιοποίηση της γνώσης, χωρίς ωστόσο να τον αναιρέσουν πλήρως. Με άλλα λόγια, μέσα από αυτού του είδους την πρακτική, συγκροτούν τις ταυτότητές τους προσανατολισμένες στο μέλλον τους στις κοινωνίες υποδοχής τους και διεκδικώντας για τους εαυτούς τους μια θέση διαφορετική από αυτή του εκ προοιμίου αποκλεισμένου στο περιθώριο. Με αυτήν την έννοια, ο τρόπος που χρησιμοποιούν οι μετανάστες τον ελεύθερο χρόνο τους δεν διαφέρει δομικά από τον τρόπο με τον οποίο τον χρησιμοποιούν οι υπόλοιποι κάτοικοι της Ν. Ιωνίας: αν οι δεύτεροι επιδίδονται σε επιτελεστική κατανάλωση προκειμένου να εξασφαλίσουν τα σύμβολα εκείνα που θα τους εξασφαλίσουν κοινωνικό κύρος, και οι μετανάστες επιδίδονται στον ίδιο ακριβώς στόχο – την βελτίωση της κοινωνικής τους θέσης και στη διεκδίκηση του δικαιώματος να ονειρεύονται.
Αυτή η εργασία δεν είναι δυνατόν να κλείσει χωρίς να εγερθούν ερωτήματα για το κατά πόσο διαφέρει η αυτή η καθημερινή πραγματικότητα των μεταναστών από την πραγματικότητα που βιώνουν χιλιάδες νέοι στην Ελλάδα και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που είναι αποκλεισμένοι από μια αγορά εργασίας που θα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες και την ειδίκευσή τους, συνεχίζουν ωστόσο να υπηρετούν τα όνειρά τους στο περιθώριο που αφήνει η κάθε είδους εργασιακή τους απασχόληση. Η περίπτωση των μεταναστών ήταν μονάχα ένα παράδειγμα –ίσως πρόσφορο λόγω της οριοθέτησής του– προκειμένου να φανούν δομικά προβλήματα των σύγχρονων οικονομιών, των τρόπων αποκλεισμού και περιθωριοποίησης και των αντίστοιχων πρακτικών αντίστασης και ανάτασης απέναντι στις πρακτικές αυτές.

Αιμιλία Σαλβάνου
1 Roy Rosenzweig, Eight Hours for What We Will: Workers and Leisure in an Industrial City, 1870-1920, Cambridge University Press, 1983.
2 Jacques Ranciere, The Nights of Labor: The Worker's Dream in Nineteenth-Century France, Philadelphia: Temple University Press. 1989.
3 Για τη μεταβατική κατάσταση των μεταναστών στη σύχρονη ελληνική πραγματικότητα βλ. Antonia Noussia; Michal Lyons, «Inhabiting Spaces of Liminality: Migrants in Omonia, Athens», Journal of Ethnic and Migration Studies, Volume 35, Issue 4, 2009, σσ. 601 - 624

4 Για το ρόλο των δικτύων στη μεταναστευτική διαδικασία βλ. Maritsa Poros, Modern Migrations: Gujarati Indian Networks in New York and London, Stanford University Press, 2010

5 Για μια ανάλυση παρόμοιας περίπτωσης ανάπτυξης πολλαπλών δεσμών σύνδεσης μεταξύ των μελών της μεταναστευτικής κοινότητας των Τούρκων στο Λονδίνο βλ. Aykan Erdemir and Ellie Vasta, « Differentiating irregularity and solidarity: Turkish Immigrants at work in London», ESRC Centre on Migration, Policy and Society, Working Paper No. 42, University of Oxford, 2007

6 Για τον ρόλο της τοπικότητας στη διαμόρφωση της ταυτότητας των μεταναστών και για τη λειτουργία της ως αφετηρίας ένταξης στην κοινότητα υποδοχής βλ. McNevin, Anne, «Doing What Citizens Do: Migrant Struggles at the Edges of Political Belonging», Local-Global: Identity, Security, Community, Vol. 6, 2009: 67-77

7 Για την έννοια του ελεύθερου χρόνου ως χρόνου κατά τον οποίο οι άνθρωποι κατασκευάζουν και εκθέτουν τα σύμβολα της κοινωνικής τους κατάστασης βλ. Jean Baudrillard, The Consumer Society. Myths and Structures, Sage: London 1998, pp. 155-159
8 J.X. Inda , Targetting Immigrants. Government, Technology and Ethics, Oxford 2006
9 Ζ. Bauman , Postmodernity and its discontents, Polity Press,1997 , σσ. 25-34
10 Ζ. Bauman, Work, consumerism and the new poor, McGraw-Hill International, 2005, σ. 28
11 Για τη σύνδεση και αλληλοτροφοδότηση εργασίας και κατανάλωσης βλ. Paul du Gay, Consumption and Identity at work, London 1996
12 Για την έννοια της επανοικείωσης, Α. Λιάκος, Πώς το παρελθόν γίνεται Ιστορία, Αθήνα 2007

13 Για την μετανάστευση ως τραυματική εμπειρία βλ. το έργο των Leon Grinberg, Rebeca Grinberg, Psychoanalytic Perspectives on Migration and Exile, Yale University Press, 2004

14 Για την έννοια του τραύματος και τη λειτουργία του αφηγήματος στη διαπραγμάτευση του κενού που παράγει βλ. F. Ankersmit, Sublime Historical Experience, Stanford University Press, 2005, σσ. 321-340
15 Jean-Franc̨ois Lyotard, The Post-Modern Condition, University of Minnesota Press,1984, σ. 5
16 Faris W., Ordinary Enchantments. Magical Realism and the Remystification of Narrative, Nashville: Vanderbilt University Press 2004, p.80

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου