11.5.11

Ιωάννης Ληξουριώτης: Μεταμορφώσεις της εργασίας και η πορεία προς ένα "μεταπροστατευτικό" εργατικό δίκαιο


  1. Μια μικρή εισαγωγή
Ο Jean Léopold Duplαn, γάλλος βιομήχανος κλωστοϋφαντουργός, καινοτόμος επιχειρηματίας και διανοούμενος, το 1930, κλείνει το βιβλίο του με τίτλο “Sa Majesté la Machine” («Η αυτού Μεγαλειότης η Μηχανή»), με την εξής φράση που την αποδίδουμε με ελεύθερη μετάφραση: «Οι καιροί έχουν αλλάξει. Σε τίποτε δεν ωφελεί να λυπούμαστε για το παρελθόν. Πρέπει να ζήσουμε με το παρόν και να στραφούμε με αποφασιστικότητα προς το μέλλον […] Η βιομηχανία, η γεωργία, το εμπόριο και όλα τα επαγγέλματα παραπονούνται δικαίως για την έλλειψη προσωπικού. Αυτή η κατάσταση είναι προβληματική από πολλές πλευρές. Κατ’ αρχήν είναι ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Επί πλέον, όπως είναι φυσικό, θα φθάσουμε στο σημείο, οι εργαζόμενοι που έχουν γίνει περιζήτητοι, να ανεβάσουν τις απαιτήσεις τους σε απαγορευτικά ύψη […] Από την άλλη μεριά, οι εργαζόμενοι που θα απολυθούν λόγω της εγκατάστασης μοντέρνων μηχανών θα τακτοποιηθούν άμεσα σε άλλες θέσεις εργασίας»1.


Από την εποχή που γράφονταν οι γραμμές αυτές έχουν περάσει μόλις 80 χρόνια. Και τότε, το εργατικό δίκαιο δεν είχε κλείσει καλά-καλά εκατό χρόνια ζωής, ενώ σήμερα δεν έχει ακόμη κατορθώσει να μετρήσει δύο πλήρεις αιώνες ζωής. Ωστόσο, το μέλλον, το οποίο έβλεπε μπροστά του ο βιομήχανος-διανοούμενος Duplan, έρχεται και ξανάρχεται και όλο μπροστά μας βρίσκεται. Ας αφήσουμε όμως προς το παρόν το μέλλον, ας κρατήσουμε τον προβληματισμό του βιομήχανου Duplan και ας γυρίσουμε για λίγο στις αιτίες που οδήγησαν στη δημιουργία της εργατικής νομοθεσίας.
  1. Η διαμόρφωση της νέας ελεύθερης μισθωτής εργασιακής σχέσης
Για να δημιουργηθεί ως δικαιικός κλάδος το «εργατικό δίκαιο» έπρεπε να διαμορφωθούν οι αναγκαίες συνθήκες, ώστε να γίνει αντιληπτή πρώτα η έννοια της «εργασίας» ως ενός αγαθού ποσοτικοποιημένου και ανταλλάξιμου, όπως όλα τα υπόλοιπα αγαθά. Θα θυμίσουμε ότι είχαν ήδη διανυθεί οι πρώτες δεκαετίας του 19ου αιώνα όταν αποκρυσταλλώθηκαν τα βασικά χαρακτηριστικά της νέας «ελεύθερης» σχέση εργασίας, προϊόν της βιομηχανικής απογείωσης. Το νήπιο αυτό ζητούσε νομικό ένδυμα. Η ρωμαϊκής καταγωγής φορεσιά της «σύμβασης μίσθωσης έργου» (locatio operarum), που παρέπεμπε σε συνθήκες οικιακής οικονομίας και εξυπηρετούσε μέχρι ένα βαθμό τις συντεχνιακές δομές της οικονομίας, αδυνατούσε πλέον να εξυπηρετήσει αποτελεσματικά τις νέες παραγωγικές απαιτήσεις. Έτσι, οι νομικοί της εποχής άρχισαν να κεντάνε και δεν άργησαν να διαμορφώσουν μια νέα ενοχική σύμβαση, αυτή της «μισθωτής εργασίας»2. Αυτή που αργότερα, μετά από θεωρητική επεξεργασία, καθιερώθηκε να αποκαλείται «σύμβαση εξαρτημένης εργασίας».
Για να αναφερθούμε σε ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα της εποχής εκείνης, στο λυκόφως του 18ου αιώνα, ένα Διάταγμα (Décret dAllarde) της Συντακτικής Συνέλευσης της Γαλλικής Επανάστασης (2 Μαρτίου 1791) είχε ήδη απελευθερώσει την απασχόληση από τους συντεχνιακούς βρόγχους της πρότερης εποχής (ancien régime) και είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται οι συνθήκες της μετάβασης σε μια κατάσταση όπου τα πρόσωπα μπορούσαν πλέον ελεύθερα και ισότιμα να αναπτύσσουν επαγγελματική δραστηριότητα ή να αναζητούν στην αγορά οποιαδήποτε εργασία. Το διάταγμα αυτό ενισχύθηκε με ένα νόμο που ακολούθησε τον ίδιο χρόνο (Loi Le Chapelier) και απαγόρευσε κάθε επαγγελματική συσσωμάτωση3. Το δίδυμο της «επιχειρηματικής ελευθερίας» και της «ελευθερίας της εργασίας» είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους4.
Μέχρι τότε, η ανάπτυξη της προβιομηχανικών οικονομικών σχέσεων του 18ου αιώνα στέναζε κάτω από το προεπαναστατικό κορπορατίστικο καθεστώς. Σχεδόν όλα τα επαγγέλματα ήταν οργανωμένα σε συντεχνίες που συμπεριλάμβαναν αφεντικά και τεχνίτες. Εσωτερικοί κανονισμοί, διαμορφωμένοι με βάση τις ιδιαίτερες απαιτήσεις άσκησης του κάθε επαγγέλματος, διαμόρφωναν τους όρους εργασίας, οι περισσότεροι των οποίων προέκυπταν από μακροχρόνιες συνήθειες και την παράδοση5. Με την κατάργηση των συντεχνιακών συσσωματώσεων και κάθε μορφής συλλογικής οργάνωσης και δράσης και την πλήρη εξάλειψη των επαγγελματικών προνομίων και μονοπωλίων που επέφερε η επαναστατική νομοθεσία στο ancien régime, δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για να αναπτυχθεί σε απόλυτη ελευθερία η νέα μισθωτή εργασιακή σχέση.
Αφού όμως απαγορεύτηκαν οι συντεχνιακοί εσωτερικοί κανονισμοί και κάθε άλλη συνήθεια που επέβαλε περιορισμούς στην άσκηση των επαγγελμάτων, με ποιους νομικούς όρους και συνθήκες θα λειτουργούσε στο εξής η νέα ελεύθερη εργασιακή σχέση;
  1. Η εμφάνιση και η πρώτη σταδιοδρομία του εργατικού δικαίου
Το κενό αυτό το συμπλήρωσε για μια πρώτη περίοδο και σε ένα βαθμό το κοινό δίκαιο των αστικών κωδίκων που καταρτίστηκαν την εποχή εκείνη6. Ωστόσο, μολονότι ο πυρήνας της νέας σχέσης «μισθωτής εργασίας» βρισκόταν στο γενικό ενοχικό δίκαιο των αστικών κωδίκων7, η «σύμβαση εργασίας» του ελεύθερου εργαζόμενου, δεν αργεί να αυτονομηθεί και να πάρει μια αυτοτελή υπόσταση. Γύρω από τη σύμβαση αυτή αρχίζει να υφαίνεται ένας νέος δικαιικός κλάδος, αποτέλεσμα συσσωρευόμενων μέσα στο χρόνο στρωμάτων κρατικών ρυθμίσεων, που σταδιακά, όπως θα εξετάσουμε στη συνέχεια, θα απομακρύνουν τη μισθωτή εργασία από το πεδίο της αποκλειστικής επιρροής του αστικού δικαίου και, με το διάβα του χρόνου, θα την καταστήσουν, αν και πρωταρχικώς ιδιωτική συμβατική σχέση, μια αυστηρά «επιτηρούμενη» από το νόμο βιοτική σχέση.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά. Οι πρώτοι προβληματισμοί για τη θέσπιση προστατευτικών διατάξεων για την εργασία διαμορφώθηκαν υπό την ιδεολογική επήρεια της φιλελεύθερης σκέψης, του ουτοπικού σοσιαλισμού και της ευαγγελικής φιλανθρωπίας8. Αν και μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα ελάχιστες νομοθετικές εκδηλώσεις υπήρξαν, δεν άργησαν να θεσπιστούν ρυθμίσεις που έθεταν κάποιες προστατευτικά πλαίσια ασφαλείας γύρω από συγκεκριμένες ευαίσθητες ομάδες, όπως οι ανήλικοι9 και οι γυναίκες10 και σύντομα εισήχθησαν βασικές πρόνοιες σε θέματα υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας. Παράλληλα, άρχισαν να εμφανίζονται ρυθμίσεις που περιόριζαν τις υπερβολές στο χρόνο της ημερήσιας απασχόλησης και μπήκε στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα των εργατικών ατυχημάτων11, 12.
Λίγο αργότερα, τα χρόνια του περάσματος από τον 19ο στον 20ο αιώνα και μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου, στις παραπάνω νομοθετικές παρεμβάσεις προστέθηκαν διάφορες νέες προβλέψεις με τις οποίες θεσπίζονταν διάφορα εργασιακά standards, όπως η ετήσια άδεια ανάπαυσης, ο περιορισμός σε της ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας στο μέχρι και σήμερα ισχύον 8ωρο και 48ωρο13, η ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση του πεδίου της υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας καθώς και της ασφάλισης έναντι εργατικών ατυχημάτων, ενώ την ίδια περίοδο αναγνωρίστηκαν επίσημα τα συνδικάτα14 και τέθηκαν κάποιες γενικές νομοθετικές προδιαγραφές για την αναγνώριση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας15. Στα θέματα αυτά, η συμβολή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (Δ.Ο.Ε.) ήταν αποφασιστικής σημασίας.
Ωστόσο, μέχρι τα χρόνια εκείνα, η επίδραση της εργατικής νομοθεσίας που είχε σχηματισθεί στο χαρακτήρα της εργασιακής σχέσης, ως σχέσης ιδιωτικού δικαίου, ήταν επουσιώδης και λειτουργούσε απλώς ως μια ασφαλιστική δικλείδα που εξασφάλιζε την αναπαραγωγή της εργασιακής δύναμης. Κατά τα άλλα, οι σχέσεις μισθωτής εργασίας εξακολουθούσαν να λειτουργούν πρωτίστως με τους κανόνες της αγοράς και της ζήτησης. Ας θυμηθούμε πάλι τον βιομήχανο Duplαn στον οποίο αναφερθήκαμε στην εισαγωγή μας και τους φόβους του το 1930 για τον κίνδυνο αύξησης του εργατικού κόστους από τη μεγάλη ζήτηση εργατικών χεριών.
  1. Η γιγάντωση της εργατικής νομοθεσίας
Με τον καιρό, όμως, οι ρυθμίσεις εργασιακού ενδιαφέροντος έπαψαν να είναι μεμονωμένες και ειδικά στοχευμένες, όπως συνέβαινε κατά τη διάρκεια του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα. Πέραν της εύλογης προστασίας κάποιων ομάδων εργαζομένων (ανήλικοι, γυναίκες), άρχισαν να θεσπίζονται αναγκαστικές σχέσεις εργασίας και να δημιουργούνται «κλειστά» μισθωτά επαγγέλματα16, με αποτέλεσμα να στρεβλώνεται πλήρως η έννοια της ελεύθερης συμβατικής σχέσης και να δημιουργούνται μισθωτοί-πατρίκιοι. Από την εποχή που οι φιλελεύθεροι γάλλοι βουλευτές Théodore-Etienne-François Morin και Frédéric Bastiat εισηγούνταν τη νομιμοποίηση της απεργίας17 και την αναγνώριση του εργατικού συνδικαλισμού (1841) και από τότε που με την υποστήριξη μιας άλλης μεγάλης φιγούρας του φιλελευθερισμού, του γάλλου υπουργού εσωτερικών Pierre Waldeck-Rousseau, ψηφιζόταν, κάποιες δεκαετίες αργότερα (1884), ο πρώτος νόμος που νομιμοποιούσε το συνδικαλισμό18, περάσαμε σταδιακά στη μετατροπή της συνδικαλιστικής δράσης από ελευθερία σε καταναγκασμένη υποχρέωση και στη λειτουργία των συνδικάτων ως ακραιφνών cartels19. Τέλος, από την εποχή που ο επίσης γάλλος φιλελεύθερος βουλευτής Edouard Lockroy εισηγείτο τη θεσμοθέτηση της ελεύθερης σύναψης συλλογικών συμβάσεων εργασίας (1876), πράγμα που επαναλήφθηκε από τον φιλελεύθερο υπουργό Gaston Doumergue κάποια χρόνια αργότερα (1906), οδηγηθήκαμε στην αυτοματοποιημένη και ψευδοσυναινετική επιβολή όρων αμοιβής με συλλογικές συμβάσεις, που άλλοι τις υπογράφουν και σε άλλους εφαρμόζονται (π.χ. ο θεσμός της «επέκτασης» των σ.σ.ε.), που συνεχίζουν με βάση το νόμο και όχι με βάση τη βούληση των μερών την ενέργειά τους και μετά την καταγγελία τους (π.χ. μετενέργεια σ.σ.ε.) και με τη νομοθετική θέσπιση υποκατάστατων κατασκευασμάτων (όπως οι αποφάσεις της υποχρεωτικής διαιτησίας)20, που αδιαφορούν πλήρως για την πραγματική οικονομική θέση των επιχειρήσεων.
Όλα αυτά τας χρόνια, μια ισχυρή «αδράνεια» παρακινεί τα κράτη να συνεχίσουν να κινούνται παρεμβατικά, έτσι ώστε, από κάποιες αυτονόητες προστατευτικές νομοθετικές παρεμβάσεις να φθάσουμε στο σχηματισμό ενός ολοκληρωμένου σώματος «εργατικού δικαίου», που σωρεύτηκε καθ’ όλο το διάβα σχεδόν του 20ού αιώνα και στο τέλος αυτού κατέληξε στη δημιουργία ενός «κανονιστικού γίγαντα». Αυτού ακριβώς που σήμερα είναι εγκατεστημένος στα δικαιικά συστήματα των περισσοτέρων δυτικών κρατών και ενέχεται ως ένας από τους βασικούς υπευθύνους των ακαμψιών της αγοράς εργασίας με επιπτώσεις και στα προβλήματα της καθόλου οικονομίας.
Πολλοί παράγοντες συντέλεσαν κατά το διάβα του χρόνου στην εξέλιξη αυτή. Η αρχική ώθηση δόθηκε με βάση την επιχειρηματολογία ότι η συμβατική ελευθερία που βασιζόταν στην ιδέα της «νομικής ισότητας» δεν υφίστατο ουσιαστικά στην σχέση μεταξύ εργοδότη και μισθωτού γιατί η οικονομική δύναμη της εργοδοτικής πλευράς αποτρέπει τον μεμονωμένο μισθωτό να κάνει χρήση των νομικών όπλων που του προσφέρει ο αστικός κώδικας21. Για το λόγο αυτό, η επιρροή των γενικών κανόνων του αστικού δικαίου στη συγκεκριμένη σχέση έπρεπε να ελαχιστοποιηθεί με τη θέσπιση ειδικής προστατευτικής νομοθεσίας μονομερούς κατεύθυνσης, που θα εξασφαλίζει την εξισορρόπηση της εργατικής και της εργοδοτικής πλευράς. Αναφερόμαστε ουσιαστικά στην άποψη περί του αναγκαίου «μεροληπτικού» χαρακτήρα του εργατικού δικαίου22, με βάση τον οποίο θα πρέπει συνεχώς αυτό να διογκώνεται με αδιάκοπη επαύξηση της προστασίας των μισθωτών και με αντίστοιχο περιορισμού του διευθυντικού δικαιώματος. Προφανές αποτέλεσμα της άποψης αυτής, αποτέλεσε ο όγκος της εργατικής νομοθεσίας, που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό θεσπίστηκε σε όλα σχεδόν τα δυτικά κράτη, από την οποία προέκυψε ένα εργατικό δίκαιο-γαργαντούας, που καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, απομάκρυνε σταδιακά την εργασιακή σχέση από το πεδίο του αστικού δικαίου και την «δημοσιοποίησε» έντονα.
Ας σταθούμε όμως λίγο στις ιδεολογικές επιρροές, που συντέλεσαν στην πορεία αυτή. Είναι αλήθεια ότι το λεγόμενο «εργατικό ζήτημα» (“Social Question”) στην Ευρώπη ή «εργατικό πρόβλημα» (“Labor Question”) στις Ηνωμένες Πολιτείες, επηρεάστηκε από διάφορα κύματα φιλοσοφικών, ιδεολογικών και άλλων στάσεων, και εδώ θα περιλάβουμε ιδίως επιδράσεις από φιλελεύθερες αντιλήψεις, από τον ουτοπικό σοσιαλισμό, από χριστιανικής έμπνευσης «ηθικιστικές» επιρροές και παράλληλα από μαρξιστικές και αναρχοσυνδικαλιστικές ιδεολογίες. Ειδικότερα, οι σοσιαλιστικής επιρροής αντιλήψεις, που επί μακρόν κυριάρχησαν και σε ισχυρό βαθμό επιβιώνουν και σήμερα, διεκδίκησαν για το «εργατικό δίκαιο» ένα χαρακτήρα «ταξικής νομοθεσίας». Με βάση μάλιστα τις αντιλήψεις αυτές, το εργατικό δίκαιο προσλαμβάνεται μόνο ως παροδικό φαινόμενο που υποβοηθά στη χειραφέτηση του μισθωτού από την αποκαλούμενη «μπουρζουαζία» και λειτουργεί προσωρινά υποβοηθώντας απλώς το «πολιτικό ταξικό κίνημα» μέχρι την ανάληψη της εξουσίας από το προλεταριάτο, οπότε δεν θα υπάρχει κανένας λόγος να υπάρχει23.
Στην ώριμη μετα-συνδικαλιστική εποχή του εργατικού δικαίου (δηλαδή μετά την νομική αναγνώριση του δικαιώματος του συνδικαλίζεσθαι), επικρατεί πλέον κατά εκτεταμένο τρόπο και καθιερώνεται η αντιμετώπιση της εργατικής νομοθεσίας ως εργαλείο αναδιανομής του πλούτου και ως μέσο εγκαθίδρυσης της «κοινωνικής δικαιοσύνης». Η προσέγγιση αυτή προσδίδει πλέον στο εργατικό δίκαιο μια αποστολή λίγο-πολύ αντίστοιχη με την γενικώς επικρατούσα αντίληψη για τη λειτουργία της φορολογίας: Οφείλει να αφαιρεί χρήμα από τους πλούσιους για να το δίνει στους φτωχούς. Απλώς στην περίπτωση του εργατικού δικαίου το ρόλο του «φοροεισπράκτορα» τον παίζουν τα συνδικάτα, οι επιθεωρήσεις εργασίας και σε ένα βαθμό τα δικαστήρια, ερμηνεύοντας τις εργατικές διατάξεις «υπό το φως» της προστατευτικής αποστολής του.
Έτσι από τις αντιλήψεις για το «ταξικό» χαρακτήρα του εργατικού δικαίου, φθάσαμε στις αντιλήψεις που το θεωρούν ως «δίκαιο κοινωνικού συμβιβασμού», στο μέτρο που αποτελεί εργαλείο αναδιανομής του πλούτου. Η αντίληψη αυτή επεβλήθηκε κανονιστικά στηριζόμενος σε δύο πυλώνες: Σε ένα «κρατικό εργατικό δίκαιο» (που παράγεται ευθέως από τον κρατικό νομοθέτη) και σε ένα κρατικοδίαιτο «επαγγελματικό εργατικό δίκαιο» (που παράγεται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, οι οποίες συνομολογούνται με βάση δομές και διαδικασίες που ομοίως προκαθορίζονται από τον κρατικό νομοθέτη). Και οι δύο αυτές κανονιστικές διαστάσεις ενεργούν προς μία και μόνη κατεύθυνση. Στη συνέχιση της ύφανσης ενός καταναγκαστικού δικαίου που α) αφήνει ελάχιστα περιθώρια φυσικής (συμβατικής) αναπνοής στη σχέση εργασίας (σε βαθμό που εκμηδενίζεται σχεδόν ο «ελεύθερος» χαρακτήρας της) και β) μετατρέπει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις σε μια προδιαγεγραμμένη διαδικασία αυστηρά περιχαρακωμένη από νομοθετικά δεσμά.
Στην πρόσφατη περίοδο του εργατικού δικαίου24, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, η τάση αυτή διογκώνεται και παίρνει ακραίες μορφές. Υπό την οικονομίστικη ιδεολογία της ανάγκης ανακατανομής του πλούτου και την εγκαθίδρυση της «κοινωνικής δικαιοσύνης» και υπό την πίεση ποικιλώνυμων κρατικο-παρεμβατικών οικονομικών διδασκαλιών (μαρξισμός, κρατικός σοσιαλισμός, κρατικός καπιταλισμός κ.λπ.), πολλά Κράτη και ιδίως αυτά της ηπειρωτικής Ευρώπης, μπήκαν στον πειρασμό να εξαγοράζουν κάθε τόσο με «νομοθετικό χρήμα» την ανοχή ή/και τη συμμετοχή των συνδικάτων στην κοινοβουλευτική δημοκρατία25.
Στις χώρες αυτές, τα συνδικάτα συνιστούν λειτουργικό παράγοντα δημιουργίας εργατικού δικαίου, δηλαδή τους εκχωρείται μέρος της δημόσιας εξουσίας και συμμετέχουν σ’ αυτό που ορίζεται ως «κοινωνική δημόσια τάξη» (ordre public social). Λίγες είναι οι χώρες (Μ. Βρετανία, Η.Π.Α. και όσες ελάχιστες χώρες ακολουθούν το ίδιο μοντέλο εργασιακών σχέσεων)26 που τα συνδικάτα λειτουργούν απλώς ως παράγοντες της αυτορρύθμισης της αγοράς εργασίας.
  1. Οι αλλαγές στις οικονομικές, παραγωγικές, κοινωνικές δομές
Μέχρι ενός χρονικού σημείου, η παραπάνω πορεία της διόγκωσης και συνεχούς αυστηροποίησης της εργατικής νομοθεσίας, δεν προκαλούσε ιδιαίτερα προβλήματα. Επί μακρόν, η αγορά εργασίας των περισσότερων δυτικών βιομηχανικών κρατών είχε μπει, με κάποια μικρά διαλείμματα, «στον αυτόματο» και λειτουργούσε επαρκώς σε ένα περιβάλλον που κυριαρχούσε το μοντέλο των full-time εργασιακών σχέσεων αορίστου χρόνου. Το «φορντικό-τεϋλορικό» μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής δεν επηρεαζόταν ιδιαίτερα από αυτές τις προστατευτικές νομοθετικές παρεμβάσεις. Αντίθετα, σε ένα βαθμό φαίνεται να ευνοούσαν τη λειτουργία του, αφού τα εργασιακά standards στη light μορφή που διατηρούνταν μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, διασφάλιζαν καλύτερα τη ροή της προσφοράς εργασιακής δύναμης στις επιχειρήσεις της εποχής.
Ωστόσο, όταν οι ακαδημαϊκοί στις αρχές του 20ού αιώνα αναφέρονταν στις «νέες εργασιακές σχέσεις» που λειτουργούσαν στην τότε θεωρούμενη «μοντέρνα βιομηχανία»27, δεν θα μπορούσαν να φανταστούν το βαθμό των αλλαγών θα συντελούνταν μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα. Η εξέλιξη της οικονομίας, το άνοιγμα των συνόρων, η απελευθέρωση των συναλλαγών, οι δυνατότητες που παρέχουν οι νέες τεχνολογίες και ιδίως οι high-tech νέες μορφές επικοινωνιών και οι χείμαρροι της πληροφορικής ταχύτητας διαμόρφωσαν εντελώς νέα δεδομένα.
Οι κοινωνίες και οι οικονομίες έχουν πλέον εισχωρήσει βαθειά στη «μεταβιομηχανική εποχή», στο πλαίσιο της οποίας το οικονομικό, παραγωγικό, τεχνολογικό, οργανωτικό και εν τέλει εργασιακό περιβάλλον μετασχηματίζονται ριζικά και ραγδαία. Ο χρόνος της περιόδου της βιομηχανικής κοινωνίας, σε σύγκριση με την νέα μετα-βιομηχανική εποχή, φαντάζει πλέον σχεδόν ακίνητος ή à rythme très lent. Οι έννοιες του τόπου και του χρόνου εργασίας λαμβάνουν πρωτόγνωρες διαστάσεις. Τίποτε πλέον δεν είναι αποκλειστικά τοπικό και τίποτε δεν συγκρατεί τον εργασιακό (αλλά και τον κοινωνικό) χρόνο που φαντάζει πλέον μη μετρήσιμος28, ενώ το ίδιο το «φορντικό» μοντέλο παραγωγής έχει ολοκληρωτικά καταρρεύσει.
Τον οικονομικό και κοινωνικό αυτό μετασχηματισμό δεν φάνηκε να τον αντιλαμβάνεται έγκαιρα το εργατικό δίκαιο. Αντί να γίνουν αντιληπτές οι αλλαγές και σταδιακά να αρχίσει το εργατικό δίκαιο να προσαρμόζεται και να μετασχηματίζει τις παρεμβάσεις του σύμφωνα με τα νέα δεδομένα της οικονομίας, της οργάνωσης της παραγωγής και της νέας θέσης της εργασίας στο επιχειρησιακό γίγνεσθαι, παρέμεινε στοχοπροσηλωμένο στην «αναδιανεμητική» λειτουργία του. Εξακολούθησε και σε ένα βαθμό εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κινείται με βάση την αρχή της αδράνειας και να σωρεύει, ιδίως στη χώρας μας, καθ’ όλη σχεδόν τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, αλλεπάλληλα στρώματα κανονιστικών ρυθμίσεων επί της σχέσης της μισθωτής εργασίας, σε βαθμό που ο συμβατικός της πυρήνας σχεδόν εξαφανίστηκε.
Πέραν αυτών, οι περί το εργατικό δίκαιο θεραπευτές του, αντιδρώντας κατά τρόπο όχι έμφρονα αλλά με βάση ένα ανεπίτρεπτο ένστικτο αυτοσυντήρησης, έθεσαν ως νέο άξονα της προστατευτικής του παρέμβασης τη κατοχύρωση της «πλήρους καλοπληρωμένης απασχόλησης», όσων βεβαίως έχουν καταφέρει να βρουν δουλειά. Το χειρότερο είναι ότι τα τελευταία χρόνια το εργατικό δίκαιο επιχειρεί να εισχωρήσει και να καθυποτάξει και σχέσεις παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών, με το πρόσχημα της ανάγκης προστασίας οποιουδήποτε βρίσκεται «σε οικονομική εξάρτηση» από έναν εργοδότη29.
Είναι προφανές ότι δεν είναι νοητό στις αρχές του 21ου αιώνα να εξακολουθούν να σωρεύονται νέοι περιορισμοί στην ανάπτυξη της επιχειρηματικής κινητικότητας. Ως παράδειγμα, θα αναφερθούμε σε έναν πρόσφατο νόμο όπου προβλέπονται εννέα (9) τον αριθμό παρεμβάσεις των συνδικάτων στη διαδικασία εξαγοράς μετοχών μιας επιχείρησης30. Εδώ δεν πρόκειται απλώς για υπερβολή αλλά για την κατάλυση της επιχειρηματικής ελευθερίας, τη στιγμή που η ίδια η έννοια της «σχέσης εξαρτημένης εργασίας» βασίζεται ακριβώς στην ύπαρξη και λειτουργία του «διευθυντικού δικαιώματος».
  1. Η ακαμψία της εργασιακής σχέσης και η πρόταση για ευελιξία
Έτσι, σε μια εποχή που ό,τι δεν κινείται απονεκρώνεται, η πλήρης επιτήρηση από την εργατική νομοθεσία κάθε ειδικότερου όρου των ατομικών συμβάσεων εργασίας και της στενής «αστυνό μευσης» τόσο της ίδρυσης31 όσο και της λύσης της σύμβασης εργασίας32, αυτό που καλείται «ακαμψία» του εργατικού δικαίου, έχει ως συνέπεια το σταδιακό στραγγαλισμό της αγοράς εργασίας.
Είναι προφανές ότι οι δύο παράγοντες στους οποίους παραπάνω αναφερθήκαμε, δηλαδή αφενός οι κοσμογονικές αλλαγές που άρχισαν να συντελούνται από τις τελευταίες δεκαετίας του 20 αιώνα στην τεχνολογία, στις επικοινωνίες και στις αγορές και αφετέρου η διατήρηση, αν όχι ενίσχυση, του διαμορφωμένου κατά το διάβα του προηγούμενου αιώνα άκαμπτου προστατευτικού γίγαντα που αποτελεί το εργατικό δίκαιο, κινούνται ως αντίθετης φοράς τεκτονικές πλάκες και προκαλούν καταστροφικούς σεισμούς, αφενός στην επιχειρησιακή δραστηριότητα και αφετέρου στην αγορά εργασίας. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Επιχειρήσεις διακινδυνεύουν, κλείνουν ή μετακομίζουν, ενώ εργαζόμενοι ρίχνονται στον καιάδα της ανεργίας ή διατηρούνται εκτός αγοράς εργασίας εμποδιζόμενοι να εισχωρήσουν με οποιοδήποτε τρόπο σ’ αυτή.
Τα κράτη αδιαφόρησαν ή δεν αντιλήφθηκαν έγκαιρα ότι διογκώνοντας επί δεκαετίες συνεχώς και μέχρι υπερβολής την «προστασία» των ήδη απασχολούμενων, των insiders της αγοράς εργασίας, η εργατική νομοθεσία ουσιαστικά έφθασε να υπονομεύει σοβαρά τις «πολιτικές για την απασχόληση». Οι δυτικές κυβερνήσεις θεώρησαν ότι η διαχείριση της προστασίας των εκτός εργασίας πολιτών δεν αφορά στην εργατική νομοθεσία και ότι τη «βρώμικη δουλειά» πρέπει να την κάνουν οι «πολιτικές για την απασχόληση». Πώς είναι όμως δυνατόν να καλύπτονται διηνεκώς τα διαρκώς ογκούμενα κύματα ανέργων, που δημιουργεί η έλλειψη αρμονίας μεταξύ απολιθωμένης αντίληψης για την αποστολή του εργατικού δικαίου και της αδήριτης ανάγκης για κινητικότητα της αγοράς εργασίας, όπως αξιώνει η μεταβιομηχανική εποχή;
Έχουμε την άποψη ότι, εξακολουθώντας το «ιερατείο» του ναού του εργατικού δικαίου να προτάσσει κατά τη σύγχρονη εποχή ως βασικό σκοπό της εργατικής νομοθεσίας την ανάγκη προστασίας του ήδη εργαζόμενου, υποστηρίζει ένα ωφελιμισμό με εγωιστικό υπόβαθρο κάποιων που συμβαίνει να εργάζονται και υπονομεύει την ιδέα του ηθικού ωφελιμισμού που αποσκοπεί στην όσο το δυνατό μεγαλύτερη διεύρυνση της απόλαυσης του αγαθού της εισόδου στην αγορά εργασίας για έναν όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό προσώπων. Με άλλα λόγια, η «πλήρης και καλοπληρωμένη απασχόληση» που θέτει τα τελευταία χρόνια ως κύριο στόχο του το εργατικό δίκαιο προσφέρεται για τη θεραπεία του εξατομικευμένου συμφέροντος των ήδη απασχολούμενων μισθωτών, αποκρύβοντας όμως ότι για κάθε πλήρως και καλοπληρωμένο εργαζόμενο, με βάση τις νομοθετικές προδιαγραφές, κάποιοι άλλοι πολίτες φυτοζωούν, είτε παραμένοντας άνεργοι είτε παύοντας να εργάζονται εκτοξευόμενοι εκτός αγοράς εργασίας.
Στο όνομα της «ιερότητας» της προστατευτικής αποστολής του και της «οσιοποίησης» της αντίληψης περί «κεκτημένου δικαιώματος», το εργατικό δίκαιο έχει ενσωματώσει στη λειτουργία του σε απόλυτο βαθμό μια οικονομίστικη αντίληψη που δεν αφήνει περιθώρια για την επαφή του με την πραγματική οικονομία. Έχουμε την άποψη ότι η υπόθαλψη από το εργατικό δίκαιο της τάσης για μια διαρκή σώρευση δικαιωμάτων και πρωτίστως η ενσωματωμένη σ’ αυτό της λογικής μιας γραμμικής (ανοδικής) διαδικασίας αυξήσεων των αμοιβών με βάση τις οικονομίστικες διεκδικήσεις των συνδικάτων, δεν είναι δυνατόν να συμβιβάζεται με την πραγματική, δηλαδή την εμπορευματική αξία της παρεχόμενης εργασίας.
Δεν βλέπουμε λοιπόν πώς μπορεί να αντικρουστεί το εμφανές συμπέρασμα ότι η «οικονομία» είναι σχεδόν εντελώς απούσα από το εργατικό δίκαιο ή, καλύτερα, το εργατικό δίκαιο είναι απών από το γίγνεσθαι της πραγματικής οικονομίας. Σε κάθε περίπτωση, με τη μορφή που είναι σήμερα, το εργατικό δίκαιο αδυνατεί να προσαρμοστεί στις διαρκώς μεταβαλλόμενες επιχειρηματικές, παραγωγικές και κοινωνικές ανάγκες. Για να αναφερθούμε, ενδεικτικά, στο ζήτημα του χρόνου εργασίας η οργάνωση των δραστηριοτήτων της σύγχρονης επιχείρησης δεν είναι δυνατόν να λειτουργεί με βάση αυστηρά διαμορφωμένα «προκάτ» ωράρια. Απαιτείται η υιοθέτηση ευέλικτων ωραρίων εργασίας που θα ανταποκρίνονται στις ποικίλες και μεταβαλλόμενες ανάγκες των πελατών, των ίδιων των εργαζομένων αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας. Αυτό ασφαλώς δεν αναιρεί την ανάγκη διατήρησης ανώτατων χρονικών ορίων εργασίας, ούτε παραμερίζει την ανάγκη προστασίας των εργαζομένων με κανόνες υγιεινής και ασφάλειας. Ωστόσο, δεν μπορεί να μη δίνεται δυνατότητα ημερήσιας ή εβδομαδιαίας αυξομείωσης του ωραρίου ενός μισθωτού με βάση την ατομική συμφωνία των μερών, στο μέτρο που τηρούνται σε ευρύτερες χρονικές ενότητες τα όρια του επιτρεπτού χρόνου εργασίας.
H «ακαμψία» του εργατικού δικαίου προέρχεται από την τοποθέτηση στην πρωτεύουσα θέση του κρατικού κανόνα στην ίδρυση, λειτουργία και λήξη της ατομικής σύμβασης εργασίας, με περιθωριοποίηση ή με θέση «à l'arrière-plan» του στοιχείου της συμβατικής ελευθερίας εργοδότη και εργαζόμενου. Εν τέλει, το σχηματισμένο από τις αλλεπάλληλες πατερναλιστικές παρεμβάσεις του κράτους, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, εργατικό δίκαιο, με επίκληση την προστασία του εργαζόμενου, ουσιαστικά αναιρεί τον οικονομικό νόμο της προσφοράς και της ζήτησης (που λειτουργεί με βάση το παράγγελμα της ελευθερίας) και εξοντώνει υπάρχουσες ή δεν αφήνει να ανθίσουν νέες θέσεις εργασίας, που θα μπορούσαν να δημιουργηθούν με ένα εύκαμπτο νομοθετικό πλαίσιο.
Έτσι, τις δύο τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, η πλήρης πλέον «ακαμψία» των εργασιακών σχέσεων, που προκαλεί την ασφυξία της αγοράς εργασίας, άνοιξε τις συζητήσεις για την ανάγκη διαμόρφωσης των κανόνων του εργατικού δικαίου προς μια κατεύθυνση που να καθίσταται η παροχή της μισθωτής εργασίας «ευέλικτη». Κατά τη γνώμη μου, η πρόταση για «ευελιξία» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επαναδιαμόρφωση των κανόνων εργατικού δικαίου, έτσι ώστε τα συμβατικά στοιχεία της εργασιακής σχέσης να λάβουν πάλι προέχουσα θέση και η προστατευτική λειτουργία των κανόνων να περιοριστεί σε αναγκαία θέματα που σχετίζονται ιδίως με την υποχρέωση του εργοδότη να απασχολεί τους εργαζόμενους με συνθήκες που θα εξασφαλίζουν την υγιεινή, την ασφάλεια και το σεβασμό της προσωπικότητάς του (π.χ. εξασφάλιση από εργατικά ατυχήματα και λοιπή νομοθεσία περί υγιεινής και ασφάλειας, ετήσια άδεια ανάπαυσης, νόμιμο ωράριο). Με τη νέα αυτή κατεύθυνση, το εργατικό δίκαιο έχει έναν αξιόπιστο λόγο να συνεχίσει να υπάρχει μόνο εφόσον το πάρει απόφαση να λειτουργήσει στο πλαίσιο των «πολιτικών για την απασχόληση», εντασσόμενο στη γενικότερη στρατηγική της βελτίωσης της απασχόλησης και της καταπολέμησης της ανεργίας.

1 Duplain J.-L., Sa Majesté la Machine, éd. Payot, Paris, 1930, σελ. 150. Ο Duplan, καινοτόμος επιχειρηματίας, δημιούργησε το 1989 στη Νέα Υόρκη μια από τις μεγαλύτερες μεταξοβιομηχανίες του κόσμου, την Duplan Silk Co. Θα υπενθυμίσουμε ότι ο Adam Smith, στο βιβλίο του «Ο Πλούτος των Εθνών», είχε προβάλει αντίστοιχες σκέψεις για τις συνθήκες υπό τις οποίες οι εργάτες θα μπορούσαν να πιέσουν για την αύξηση των αμοιβών τους: δηλαδή τις συνθήκες μεγάλης ζήτησης εργατικών χεριών στην αγορά εργασίας (Smith A., The Wealth of Nations, Penguin Books, London, 1981, σελ. 171).

2 Παίρνοντας το παράδειγμα της Γαλλίας, στο μεταίχμιο της διαδικασίας αυτής, ο γαλλικός Αστικός Κώδικας του 1804 στο άρθρο 1710 όριζε τη σύμβαση μίσθωσης έργου (“louage douvrage et industrie”) ως «τη σύμβαση με την οποία το ένα μέρος υποχρεώνεται να κάνει κάτι για το άλλο μέρος έναντι μια μεταξύ τους συμφωνημένης τιμής», ενώ στο άρθρο 1779 οριζόταν ειδικότερα ότι μεταξύ των τριών βασικών ειδών της μίσθωσης έργου είναι «η μίσθωση ανθρώπων της εργασίας που αναλαμβάνουν υπηρεσία για κάποιον».

3 . Το Décret dAllarde της 2-17 Μαρτίου 1791 καθιέρωσε αυτό που αποκαλείται «καθεστώς της ελευθερίας της εργασίας και της βιομηχανίας» ορίζοντας ότι: «Από την 1η του προσεχούς Απριλίου, θα είναι ελεύθερο κάθε πρόσωπο να προβαίνει σε οποιαδήποτε συμφωνία ή να ασκεί οποιοδήποτε δραστηριότητα, τέχνη ή επάγγελμα θεωρεί ωφέλιμο …», λίγο δε αργότερα, με το διάταγμα 14-17 Ιουνίου 1791, ένα φημισμένο νομικό κείμενο που είναι γνωστό από το όνομα του εισηγητή του (Isaac Le Chapelier), ως νόμος Le Chapelier, απαγορεύει σε κάθε άτομο που συμμετέχει στην παραγωγή με οποιαδήποτε ιδιότητα, είτε ως εργοδότης είτε ως εργαζόμενος, να ιδρύει με οποιαδήποτε πρόσχημα και μορφή επαγγελματικές οργανώσεις για την προάσπιση κοινών συμφερόντων, γιατί κάθε τέτοια οργάνωση θεωρείται αντισυνταγματική. Επίσης, απαγορεύει κάθε συνασπισμό (coalition) και συνένωση προσώπων του ίδιου επαγγέλματος για τη συζήτηση των συμφερόντων τους και τη συμφωνία τιμών για την εργασία τους ή τα προϊόντα τους. Στο νόμο αυτό βέβαια στηρίχτηκε και η απαγόρευση της απεργίας για μια μεγάλη περίοδο. Το 1849, ένας από τους πατέρες του φιλελευθερισμού, ο Γάλλος Frédéric Bastiat, ως βου λε υτής, ζητά για πρώτη φορά την αναγνώριση του δικαιώματος της απεργίας και το 1864 ψηφίζεται τελικώς ένας νόμος που καταργεί το αδίκημα της από κοινού παύσης της εργασίας (délit de coalition) και ουσιαστικά καθιστά επιτρεπτή την απεργία.

4 . Ήδη το 1776, ο πατέρας του φιλελευθερισμού Adam Smith, καταγγέλλοντας τους συντεχνιακούς περιορισμούς, έγραφε ότι «η ιδιοκτησία της ίδιας της εργασίας του που έχει ο ίδιος ο άνθρωπος είναι η πιο ιερή και απαραβίαστη, αφού είναι το πρωταρχικό θεμέλιο κάθε άλλης ιδιοκτησίας» (βλ. ελληνική μετάφραση: Adam Smith, Έρευνα για τη φύση και τις αιτίες του Πλούτου των Εθνών, Ελληνικά γράμματα, Αθήνα, 2000, σελ. 183).

5 . Βλ. Fabreguettes P., Le Contrat de travail. Les coalitions et les grèves devant la loi, éd. Soubiron Freres, Toulouse, 1896, σελ. 11 επ.

6 . Για πάρουμε το παράδειγμα της Γαλλίας, το άρθρο 1780 του Γαλλικού Αστικού Κώδικα του 1804 όριζε ότι «δεν μπορεί κανείς να μισθώσει τις υπηρεσίες του παρά πρόσκαιρα και για μια συγκεκριμένη υπηρεσία». Επίσης, το άρθρο 1781 του ίδιου κώδικα όριζε ότι «le maitre est cru sur son affirmation, pour la quotité des gages, pour le paiement du salaire de l’année et pour les acomptes donnés pour l’année courante».

7 . Μάλιστα, μένοντας στο γαλλικό παράδειγμα, το προαναφερθέν άρθρο 1780 του Γαλλικού Αστικού Κώδικα του 1804 συμπληρώθηκε με ένα νόμο της 27 Δεκεμβρίου 1890 σύμφωνα με τον οποίο «Η μίσθωση υπηρεσιών, που γίνεται για αόριστο χρόνο, μπορεί οποτεδήποτε να διακοπεί με την βούληση ενός των συμβαλλομένων μερών. Ωστόσο, η λύση της σύμβασης με τη βούληση ενός μόνο των συμβαλλομένων μπορεί να δώσει δικαίωμα αποζημίωσης. Για τον καθορισμό της οφειλόμενης αποζημίωσης, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα έθιμα, η φύση των μισθωμένων υπηρεσιών, ο χρόνος που διέρρευσε, οι κρατήσεις που πραγματοποιήθηκαν, οι καταβολές που έγιναν ενόψει κάποιας συνταξιοδοτικής παροχής και, γενικώς, κάθε περίσταση που μπορεί να δικαιολογήσει την ύπαρξη και να καθορίσει την έκταση της προκληθείσας ζημίας. Τα μέρη δεν μπορούν να παραιτηθούν εκ των προτέρων από το ενδεχόμενο δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση δυνάμει των παραπάνω διατάξεων. Οι διαφορές που ενδέχεται να προκύψουν από την εφαρμογή των προηγούμενων διατάξεων, όταν φέρονται ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων και ενώπιον των εφετείων, θα εισάγονται και θα δικάζονται με τη διαδικασία του επείγοντος».

8 . Goyau G., Autour du Catholicisme social, éd. Perrin et Co, Paris, 1907, Rutten G.-C., La doctrine sociale de l’Eglise. Résumée dans les encycliques Rerum Novarum et Quadragesimo Anno, Les édition du CERF, 1932.

9 . Στη Μ. Βρετανία, η πρώτη προσπάθεια για τη ρύθμιση της παιδικής απασχόλησης εμφανίζεται το 1819, ενώ με το Factory Act του 1833 απαγορεύεται τελείως η εργασία ανηλίκων κάτω των 9 ετών, απαγορεύεται η εργασία τους τη νύκτα και μειώνεται το ωράριο των ανηλίκων 9 έως 13 ετών στις 9 ώρες ημερησίως και των ανηλίκων 13 έως 18 ετών στις 12 ώρες ημερησίως. Στη Γαλλία, ο πρώτος νόμος για τον περιορισμό της εργασίας των παιδιών στα εργοστάσια θεσπίστηκε το 1841 με εισηγητή τον φιλελεύθερο βουλευτή François Guizot. Στην συνέχεια, με το νόμο της 19.5.1874 απαγορεύεται η εργασία στα παιδιά κάτω των 12 ετών, η εργασία των ανηλίκων τις νύκτες μέχρι τα 17 και για τα κορίτσια μέχρι τα 21 (Βλ. Scelle G., Le droit ouvrier, collection Armand Colin, 1929, σελ. 31, Capitant H. / Cuche P., Précis de législation industrielle, Librairie Dalloz, Paris, 1927, σελ. 3 επ.). Για την Ελλάδα, βλ. Ληξουριώτης Ι., Προστατευτικός νομοθετικός παρεμβατισμός και η εμφάνιση του εργατικού δικαίου στην Ελλάδα: Η περίπτωση της παιδικής εργασίας, in «Βενιζέλος και Αστικός Εκσυγχρονισμός», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1988, σελ. 205 επ.

10 . Το 1874 στη Γαλλία ένας νόμος θέτει νέες ρυθμίσεις που απαγορεύει την εργασία των παιδιών κάτω της ηλικίας των 12 ετών και περιορίζει το χρόνο εργασίας των λοιπών ανηλίκων και των γυναικών στις 12 ώρες, ενώ απαγορεύει εντελώς την εργασία τους την Κυριακή και τις αργίες..

11 . Στη Γαλλία το 1898 θεσπίζεται ο πρώτος νόμος για τα εργατικά ατυχήματα, ενώ στην Ελλάδα ο αντίστοιχος υιοθετείται στα τέλη του 1914. Ήδη το 884 στη Γερμανία ο Bismarck έχει εισαγάγει τη ασφάλιση του εργατικού ατυχήματος. Βλ. Matthew Finkin, Comparative Labour Law, in The Oxford Handbook Of Comparative Law (edited by Mathias Reimann and Reinhard Zimmermann), 2006, Oxford University Press, σελ. 1144.

12 . Βλ. Matthew Finkin, Comparative Labour Law, in The Oxford Handbook Of Comparative Law (edited by Mathias Reimann and Reinhard Zimmermann), 2006, Oxford University Press, σελ. 1131 επ.

13 . Η νομοθεσία αυτή σχηματίστηκε σταδιακά. Πριν φθάσουμε στην γενική καθιέρωση της 8ωρης ημερήσιας και 48ωρης εβδομαδιαίας εργασίας, που κατοχυρώθηκε με την πρώτη Διεθνή Σύμβαση Εργασίας (Δ.Σ.Ε.) της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (Δ.Ο.Ε.) αμέσως με την ίδρυσή της το 1919, ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα είχε αρχίσει να εμφανίζεται σχετική νομοθεσία. Για παράδειγμα στη Γαλλία, το 1848 για πρώτη φορά αποφασίστηκε από την πρώτη κυβέρνηση της Δεύτερης Γαλλικής Δημοκρατίας, η 10ωρη εργασία στο Παρίσι και η 11ωρη εργασία στην επαρχία. Ωστόσο, η εφαρμογή της απόφασης αυτής ήταν σύντομη και μετά από 6 μήνες από την Εθνοσυνέλευση το ωράριο ορίζεται για ορισμένους κλάδους στις 12 ώρες. Αρκετά αργότερα, το ωράριο εργασίας περιορίστηκε από τον Alexandre Millerand στις 11 ώρες ημερησίως με νόμο του 1900 και εν τέλει μειώθηκε το 1919 στις 8 ώρες. Στην Ελλάδα, ο Ν. 2269/1920 κύρωσε την πρώτη Δ.Σ.Ε. της Δ.Ο.Ε. και έτσι καθιερώθηκε και στη χώρα μας νομοθετικά το ημερήσιο 8ωρο και το εβδομαδιαίο 48ωρο.

14 . Η επίσημη αναγνώριση των συνδικάτων έγινε προς τα τέλη του 19ου με αρχές του 20ού αιώνα. Π.χ. στην Γαλλία το 1884 με εισήγηση του φιλελεύθερου Υπουργού Εσωτερικών Pierre Waldeck-Rousseau ψηφίστηκε νόμος που επέτρεψε τη λειτουργία των συνδικάτων στη Γαλλία. Με το νόμο αυτό δημιουργήθηκε το πρώτο νομικό πλαίσιο για την ανάπτυξη της συνδικαλιστικής δράσης και άνοιξε ο δρόμος για την νομική αναγνώριση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

15 . Στο παράδειγμα της Γαλλίας, με το νόμο της 25.3.1919, θεσπίζεται ένα γενικό πλαίσιο για την επίλυση των συλλογικών διαφορών εργασίας και αναγνωρίστηκε η κανονιστική ενέργεια των σ.σ.ε. (βλ. και Supiot A., Le droit du travail, PUF, 2009, σελ. 15).

16 . Για να πάρουμε παραδείγματα από τη χώρα μας, θα μπορούσαν ενδεικτικά να αναφερθούν οι φορτοεκφορτωτές, ξεναγοί, δημοσιογράφοι, ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί, εργαζόμενοι στα καζίνο κ.ο.κ.

17 . Για την ιστορία, αναφέρουμε ότι η απόδοση στη γαλλικής λέξης“grève” (αμμουδιά) της έννοιας της απεργίας, προέρχεται από την “Place de Grève” (έτσι ονομαζόταν η σημερινή place de l’Hôtel-de-Ville) που βρισκόταν δίπλα στο Σηκουάνα και μπροστά στο Hôtel de Ville (Δημαρχείο του Παρισιού). Εκεί, συνηθιζόταν να μαζεύονται διάφοροι άνεργοι εργάτες αναζητώντας εργασία, που καθιερώθηκε να ονομάζονται "grévistes", εξού προέκυψε η σημερινή έννοια της λέξης “grève”.

18 Αξιοσημείωτο είναι ότι το 1900-1901 όταν ο Waldeck-Rousseau προσπάθησε να επεκτείνει την αναγνώριση και να αποδοθεί νομική προσωπικότητα στα συνδικάτα, ώστε να τους επιτρέπεται να συστήνουν εμπορικές εταιρείες, επαγγελματικά σχολεία και υπηρεσίες που θα τους επέτρεπαν να προωθήσουν μια ουσιαστική κοινωνική δράση, προσέκρουσε στην εχθρότητα των σοσιαλιστών. Σε σχετικό κείμενο γάλλου φιλελεύθερου καθηγητή της École Normale Supérieure και ακαδημαϊκού της εποχής εκείνης που επιχειρεί να αναδείξει την «ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι», διαβάζουμε «Κάθε συσσωμάτωση που δεν ασχολείται με λειτουργίες που ανήκουν στο Κράτος, κάθε συσσωμάτωση που δεν επιδιώκει ασχολίες αστυνόμευσης και άμυνας, κάθε συσσωμάτωση που δεν είναι οπλισμένη, κάθε συσσωμάτωση που δεν έχει κανέναν από τους χαρακτήρες αυτούς, πρέπει να θεωρείται νόμιμη στον ίδιο βαθμό με την ατομική ελευθερία, την οικογένεια και την ιδιοκτησία […] Αποτελεί νόμιμη και ωφέλιμη άσκηση ενός δικαιώματος του ανθρώπου» (Faguet E., Le libéralisme, Société Française dImprimerie et de Librairie, Paris, 1903, σελ. 108-109).

19 Βλ. Ληξουριώτης Ι., Ο μονοπωλιακός συνδικαλισμός και η ωφελιμότητά του, Athens Review of Book, τεύχος 17, Απρίλιος 2011, σελ. 29 επ.

20 Με βάση το ελληνικό παράδειγμα, βλ. αντίστοιχα άρθρα 11, 9 § 4 και 5 και 16 Ν. 1876/1990.

21 . Βλ. Scelle G., Le droit ouvrier, collection Armand Colin, 1929, σελ. 10 επ.

22 Βλ. Καζάκος Α., Το Εργατικό Δίκαιο στην πράξη. Μελέτες συλλογικού και ατομικού δικαίου, 1998, σελ. 26..

23 . Ο ίδιος ο Μαρξ δέχεται τη λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος μόνο εφόσον αποτελεί πρωτίστως «μοχλό για την τελική χειραφέτηση της εργατικής τάξης, δηλαδή για την κατάργηση του συστήματος μισθωτής εργασίας» (Μαρξ Κ., Μισθωτή Εργασία και κεφάλαιο, Μισθός, Τιμή Κέρδος, Νέοι Στόχοι, Αθήνα, 1972, σελ. 154).

24 . Βλ. και Supiot A., Le droit du travail, PUF, 2009, σελ. 20 επ).

25 . Βλ. Scelle G., Le droit ouvrier, collection Armand Colin, 1929, σελ. 12.

26 . Η Μ. Βρετανία και σε ένα βαθμό οι Ηνωμένες Πολιτείες, γρήγορα υπαναχώρησαν από την τάση της αρχικής νομοθετικής παρεμβατικότητας και επέλεξαν να απέχουν από την εξαντλητική ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, αφήνοντας να λειτουργήσει η διαπραγματευτική δυναμική, είτε σε ατομικό είτε σε συλλογικό επίπεδο (collective bargaining). Το «βουλησιαρχικό» αυτό μοντέλο (modèle volontarisme) εκφράζει τη δυσπιστία των Βρετανών για την ανάμειξη του νομοθέτη και του δικαστή στη ρύθμιση της αγοράς εργασίας. Στο μέτρο που οι εργασιακές σχέσεις συνιστούν μια «αγορά», δεν θα πρέπει να εμποδίζεται η αυτορρύθμισή τους.

27 . Βλ. Matthew Finkin, Comparative Labour Law, in The Oxford Handbook Of Comparative Law (edited by Mathias Reimann and Reinhard Zimmermann), 2006, Oxford University Press, σελ. 1134.

28 Βλ. Ληξουριώτης Ι., Η έννοια του «χρόνου εργασίας», Δίκαιο επιχειρήσεων και εταιριών, 3/2006, σελ. 240 επ.

29 Βλ. Perrulli Α., Travail économiquement dépendant/parasubordination : les aspects juridiques, sociaux et économiques, Commission Européenne, 2003, Antonmattei P.-H. / Sciberras J.C., Le travailleur économiquement dépendant : quelle protection? Rapport à M. le Ministre du Travail, des Relations sociales, de la Famille et de la Solidarité, Paris, 2008, Aubert-Monpeyssen T., Les frontières du salariat à l’épreuve des stratégies d’utilisation de la force de travail, Droit social n° 6, 1997, σελ. 616 επ., Barthélemy J., Une convention collective de travailleurs indépendants?, Drοit Social n° 1, 1997, σελ. 40 επ., Davies P., Travail salarié et travail indépendant : une approche de common law, Rapports au 6eme Congres européen de droit du travail et de la sécurité sociale, Varsovie, 13-17 septembre 1999, σελ. 177 επ., Jeammaud A., L’assimilation de franchisés aux salariés, Droit social 2, février 2002, σελ. 158 επ., Ray J.-E., Nouvelles technologies et nouvelles formes de subordination, Droit Social n° Juin 1992, σελ. 525 επ. Βλ. επίσης Τραυλός-Τζανετάτος Δ., Συμβάσεις με αντικείμενο την παροχή εργασίας. Προβλήματα νομικού χαρακτηρισμού, ΕΕργΔ 53, 1994, σελ. 593 επ. και 641 επ., Στεργίου Α., Οι φαινομενικά αυτοαπασχολούμενοι (Κάποιες σκέψεις με αφορμή το Ν. 2639/98), ΕΔΚΑ ΜΒ’, 2000, σελ. 161 επ.

30 Αναφερόμαστε στον πρόσφατο Ν. 3461/2006 που αφορά στην «Ενσωμάτωση στο Εθνικό Δίκαιο της Οδηγίας 2004/25/ΕΚ σχετικά με τις δημόσιες προτάσεις» (δηλαδή προτάσεις που απευθύνονται στους κατόχους κινητών αξιών μιας εταιρείας για την εξαγορά του συνόλου ή μέρους των αξιών αυτών).

31 Για παράδειγμα, μέχρι πρόσφατα οι προσλήψεις εργαζομένων στα ΚΤΕΛ γίνονταν από ειδική επιτροπή που προέδρευε εκπρόσωπος του κράτους ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Εργασίας και συμμετείχαν ισότιμα εργοδότες και συνδικαλιστές (άρθρο 5 § 1 Π.Δ. 229/1994). Το καθεστώς αυτό άλλαξε με το άρθρο 6 § 1 Π.Δ. 246/2006.

32 Ομοίως στα ΚΤΕΛ, μέχρι πρόσφατα για να απολυθεί ένας εργαζόμενος στα ΚΤΕΛ λόγω κατάργησης θέσης χρειαζόταν η έγκριση του οικείου Νομάρχη (άρθρο 14 § 1 α Π.Δ. 229/1994 που καταργήθηκε με το Π.Δ. 246/2006).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου