14.5.11

Τέλης Τύμπας: Η αθέατη εργασία ως σύμπτωμα του λόγου περί έξυπνης τεχνολογίας: Για το ιστοριογραφικό πέρασμα από το ψηφιακό υλισμικό στο αναλογικό λογισμικό

Με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου έλαβε χώρα μια αλλαγή ως προς αυτό που δηλωνόταν με το ‘computer’. Ενώ οι προπολεμικοί computer ήταν άνθρωποι που εργάζονταν για την παραγωγή υπολογισμών, οι μεταπολεμικοί computer είναι μηχανές.1 Η αλλαγή αυτή φαίνεται να επιβεβαιώνει την δημοφιλή υπόθεση περί έλευσης μιας μηχανής που αντικαθιστά την ανθρώπινη εργασία. Το ότι η αντικατάσταση αυτή αναφέρεται στην διανοητική εργασία κάνει την αλλαγή αυτή ακόμη πιο εντυπωσιακή. Η αλλαγή όμως αυτή δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να απομονωθεί από την ταυτόχρονη εισαγωγή ενός καθοριστικού προσδιορισμού, αυτού που καθορίζει έκτοτε την αναφορά στον computer. Δεν είναι νομίζω τυχαίο ότι τη μετάβαση στον computer μηχανή συνοδεύει η αναφορά στον computer ως ‘ψηφιακό’ (digital). Ζούμε, υποτίθεται, σε μια ψηφιακή εποχή, με την ψηφιοποίηση να είναι μια τάση που διαχέεται από μια μηχανή που αντικαθιστά ακόμη και την διανοητική εργασία στο σύνολο της μεταπολεμικής τεχνολογίας.


Η ανάδειξη του computer μηχανή ως ψηφιακού τέτοιου εισάγεται τη δεκαετία του 1940 στη βάση μιας ουσιοκρατικής-τεχνικής διάκρισης μεταξύ δύο κατηγοριών computer. Από τη μια μεριά της διάκρισης αυτής τοποθετήθηκε ο ‘αναλογικός’ (analog) υπολογιστής ως αυτός που εξαρτάται εμφανώς από την εκάστοτε συγκεκριμένη-τοπική εργασία για την παραγωγής της κατάλληλης αναλογίας μεταξύ του υπολογιστή και του έργου που έπρεπε να υπολογισθεί. Ο μη αναλογικός υπολογιστής, αυτός που θα μπορούσε να ήταν ανεξάρτητος από κάποια τέτοια αναλογία επειδή ο σχεδιασμός-προγραμματισμός του την περιλάμβανε εκ των προτέρων, θα ήταν ένας ‘καθολικός’ (‘γενικής χρήσης’, ‘παγκόσμιος’, ‘αυτόματος’) υπολογιστής (universal, general purpose, automatic).2
Δεν ήταν η πρώτη φορά που εξαγγέλθηκε η άφιξη μιας τέτοιας αυτόματης υπολογιστικής μηχανής ή μηχανής γενικότερα. Από τις απαρχές της ηγεμονίας του εμπορικού κεφαλαίου και ακόμη πιο καθαρά με την μετάβαση στην ηγεμονία του βιομηχανικού κεφαλαίου, επιδιώχθηκε η κατασκευή μηχανών που θα ήταν απολύτως αυτόματες, ώστε να λάβει επιτέλους χώρα η αντικατάσταση του ανθρώπου από τη μηχανή. Ο ψηφιακός υπολογιστής της δεκαετίας του 1940 και του 1950 παρουσιάσθηκε ως το αποτέλεσμα της επιτυχούς κατάληξης μια πορείας η οποία στις απαρχές της ισχύος του εμπορικού κεφαλαίου περνά από τις αριθμομηχανές του Πασκάλ και του Λάιμπνιτς, ενώ στην εποχή της ισχυροποίησης του βιομηχανικού κεφαλαίου κορυφώνεται στις γενναίες προσπάθειες του Charles Babbage να κατασκευάσει μια υπολογιστική μηχανή που θα ήταν τόσο αυτόματη όσο υποτίθεται ότι ήταν και η ατμομηχανή.3
Μια σειρά κορυφαίων μαθηματικών, με επικεφαλής των John Von Neumann, τοποθετήθηκε αποφασιστικά υπέρ του ψηφιακού υπολογιστή κατά τη διάρκεια μιας διαμάχης που ήταν σφοδρή αλλά δεν κράτησε πάνω από μία δεκαετία. Στην υπεράσπιση του αναλογικού υπολογιστή πρωταγωνίστησε η κοινότητα των μηχανικών, χωρίς όμως αντίστοιχη αποφασιστικότητα. Η διαμάχη έληξε με την απόλυτη επικράτηση του ψηφιακού υπολογιστή ως εγγενώς ανώτερου, στο πλαίσιο συγκρίσεων κατά τις οποίες οι νικητές αντιπαρέβαλαν τις δύο κατηγορίες υπολογιστή με τρόπο μη συμμετρικό: με αναφορά στις δυσκολίες που εμφανιζόταν σε συγκεκριμένο έργο για ότι διαχωριζόταν ως αναλογικός υπολογιστής και με αναφορά στις αφηρημένες δυνατότητες για αυτό που προέκυπτε από αυτή την αντιπαραβολή ως ψηφιακός υπολογιστής. Από σύστασης, ο ψηφιακός υπολογιστής και η ψηφιακή κοινωνία που αντιστοιχούσε έκτοτε σε αυτόν θα οριζόταν στη βάση της ρητορικής αποστασιοποίησης από την παραγωγή συγκεκριμένου υπολογιστικού έργου και την ιστορία της εργασίας που το παρήγαγε.4
Η ανάδειξη και ηγεμονία της ουσιοκρατικής διάκρισης μεταξύ αναλογικού και ψηφιακού υπολογιστή κατά την πρώτη μεταπολεμική δεκαετία συνδυάστηκε με την εφεύρεση ενός παρελθόντος που θα την υποστήριζε, στο πλαίσιο μιας αυθόρμητης ιστορίας των πρωταγωνιστών -μαθηματικών και μηχανικών- της υποτιθέμενης εφεύρεσης του ψηφιακού υπολογιστή. Στην αναπαραγωγή της αυθόρμητης αυτής ιστορίας έχει έκτοτε βασισθεί ο κανόνας της ιστορίας της υπολογιστικής τεχνολογίας. Το παρελθόν του ψηφιακού υπολογιστή κατασκευάστηκε-εφευρέθηκε στη βάση μιας εξελικτικής ιστορίας που υποστηριζόταν από μια διπλή κίνηση κάθαρσης της ιστορίας της υπολογιστικής εργασίας.5
Από την ιστορία της υπολογιστικής τεχνολογίας αποκόπηκε για να απαξιωθεί και αγνοηθεί μια μυριάδα τεχνικών διατάξεων που χρησιμοποιήθηκαν ιστορικά από υποκείμενα που συνδέθηκαν με δεξιοτεχνική και διανοητική εργασία. Στην κατηγορία αυτή ανήκει, μεταξύ άλλων, η εργασία εκατομμυρίων ανδρών μηχανικών και τεχνικών που εργάστηκαν με τη μυριάδα αυτή των υπολογιστικών διατάξεων. Σε αυτήν περιλαμβάνονται πολύπλοκες μηχανές αλλά και κάτι ελάχιστα μηχανικό, όπως ένας μαζικά παραγόμενος φθηνός λογαριθμικός ή άλλος ‘υπολογιστικός κανόνας’ (slide rule), ή ακόμη και κάτι μη μηχανικό, όπως ένα κατάλληλα προσαρμοσμένο υπολογιστικό διάγραμμα ή ένα πίνακας υπολογισμού (λογαριθμικός ή άλλος).
Οι εργαζόμενοι εδώ βασίστηκαν σε μια προφανή εμπειρία και γνώση για να παράγουν υπολογισμούς με ακρίβεια που δεν υπολειπόταν αυτής που θα μπορούσε να παραχθεί με μια ακριβή ‘αριθμομηχανή’ (calculating machine), η οποία όμως δεν θα ήταν δική τους (αντιστοιχούσε δηλαδή σε συνθήκες εξαρτημένης υπολογιστικής εργασίας). Κι ενώ στην αρχή του εικοστού αιώνα ο λογαριθμικός κανόνας αποτιμήθηκε ιστορικά ως το κατ’ εξοχήν σύμβολο της δυναμικής εξέλιξης της υπολογιστικής τεχνολογίας στη νεωτερικότητα,6 ως τα μέσα του αιώνα είχε απαξιωθεί ως το χαρακτηριστικό σύμβολο παρελθόντος αναλογικού υπολογιστή.
Αντίστοιχα απαξιώθηκε και έχει αγνοηθεί η ανδρική εργασία για παραγωγή βλητικών υπολογισμών ‘ελέγχου πυρός’ (fire control) με χρήση μια άλλης μυριάδας διατάξεων, οι οποίες ξεκινούσαν από κάτι τόσο απλό όσο ένας ειδικός στρατιωτικός λογαριθμικός ή άλλος υπολογιστικός κανόνας και κατέληγαν σε κάτι τόσο πολύπλοκο όσο ένα computing bombsight ή ένας anti-aircraft director του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το πρώτο είχε χρησιμοποιηθεί για τον υπολογισμό ρίψης βομβών από αεροπλάνα, το δεύτερο, στο πλαίσιο ενός φαύλου κύκλου τεχνολογικής ανάπτυξης, για την κατάρριψη αεροπλάνων. Για την ρίψη της πρώτης ατομικής βόμβας δεν κοίταξε κάποιος έξω από το αεροπλάνο αλλά μέσα σε αυτό, στο computing bombsight που αποτελούσε μέρος του εξοπλισμού του.7
Η δεύτερη και συναφής απαξίωση δεν έχει να κάνει με την εργασία και την τεχνική που αποκόπηκε με την απαξίωση του αναλογικού υπολογιστή αλλά με την τεχνική και την εργασία που απέμεινε στον ψηφιακό. Κεντρική εδώ ήταν μια επιπλέον μυριάδα από υπολογιστικές μηχανές, οι οποίες ξεκινούσαν από απλές ή και πιο σύνθετες επιτραπέζιες ‘αριθμομηχανές’ (mechanical calculators, desktop calculators, calculating machines) και κατέληγαν στις μεγάλες συστοιχίες των πολύπλοκων μηχανών που τροφοδοτούνταν με ‘διάτρητες κάρτες’ δεδομένων, τις ‘μηχανές διάτρητων καρτών’ (punched-cared machines). Στην δεύτερη αυτή περίπτωση υπολογιστικής εργασίας που απαξιώθηκε ιστοριογραφικά, τον τόνο τον έδωσε η εργασία ενός σύμπαντος γυναικών computer. Στην πρώτη περίπτωση, απαξιώθηκαν τεχνικές διατάξεις που θα αναδείκνυαν την δεξιοτεχνία ανδρών computer. Στην δεύτερη περίπτωση απαξιώθηκε η δεξιοτεχνία της εργασίας υπολογιστών που ήταν γυναίκες έναντι των μηχανικών διατάξεων με τις οποίες αυτές εργάσθηκαν.8
Συγκριτικά, στην πρώτη περίπτωση απαξιώθηκε μια υπολογιστική εργασία η οποία θα εμφανιζόταν αναπόφευκτα ως διανοητική και δημιουργική, ενώ στη δεύτερη απαξιώθηκε μια υπολογιστική εργασία που μπορούσε να παρουσιαστεί ως δεδομένα χειρωνακτική και μονότονη. Στην μια κατεύθυνση των επιπτώσεων της ιστορίας που εφευρέθηκε για να επιβεβαιώσει την ουσιοκρατική διάκριση μεταξύ αναλογικού και ψηφιακού υπολογιστή βρίσκεται η απαξίωση του ανθρώπινου έργου για την παραγωγή υπολογιστικής αναλογίας. Στη δεύτερη, η απόδοση αξίας στην υπολογιστική μηχανή η οποία θα αντικαθιστούσε ένα τέτοιο έργο. Ηγεμόνευσε δηλαδή ένας συνδυασμός που απομάκρυνε από τη δημόσια θέαση το πιο διανοητικό-δεξιοτεχνικό μέρος της υπολογιστικής εργασίας, ενώ, με την ίδια κίνηση, έστρεφε τη δημόσια θέα στην υπολογιστική μηχανή. Με την αποστροφή από τον αναλογικό υπολογιστή γινόταν αόρατη η υπολογιστική εργασία. Με την προσήλωση στον ψηφιακό υπολογιστή γινόταν ορατό μόνο το υπολογιστικό κεφάλαιο.
Την καθοριστική διαφορά μεταξύ ενός λογαριθμικού κανόνα και μιας αριθμομηχανής παρήγαγε ιστορικά ο εγκιβωτισμός της δεύτερης (από τις απαρχές ήδη του ιστορικού καπιταλισμού), με τον οποίο εκτιθόταν σε δημόσια θέαση μόνο οι αριθμοί, καθώς αποκρυπτόταν ο μηχανισμός που ενσωμάτωνε την υπολογιστική αναλογία. Στις πιο πρόσφατες δεκαετίες βρίσκουμε μια πρώτη μορφή μιας αντίστοιχης διαφοράς στην επιμονή των πρώτων προγραμματιστών να μπορούν να βρίσκονται στο ίδιο δωμάτιο με τον computer.9
Αν η ιστορία της υπολογιστικής τεχνολογίας στον εικοστό αιώνα έχει μια κορύφωση στην υπομελετημένη διαθεσιμότητα μιας Norden computing bombsight για τη ρίψη της ατομικής βόμβας, έχει μια δεύτερη και αντίστοιχη κορύφωση στην επίσης υπομελετημένη χρήση μηχανών διάτρητων καρτών της γερμανικής θυγατρικής της ΙΒΜ στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, για την οργάνωση της εργασίας αλλά και την αποτελεσματική εκτέλεση τελικά των κρατουμένων. Αυτό που έχει πρωταρχική σημασία δεν είναι κατά τη γνώμη μου η όποια παράνομη εμπλοκή και της μητρικής ΙΒΜ στο ολοκάυτωμα αλλά η μελέτη της ιστορίας που άνοιξε με την νομιμοποίηση της χρήσης μηχανών διάτρητων καρτών σε μια σειρά προπολεμικών απογραφών, τόσο στην (εντέλει) ναζιστική Γερμανία όσο και σε χώρες που περιήλθαν τελικά σε ναζιστική κατοχή (όπως η Γαλλία).10
Η διαμάχη μεταξύ των υποστηρικτών του αναλογικού και του ψηφιακού υπολογιστή έληξε με την εξαφάνιση των πρώτων μόνο αφού προέκυψε μια διαμάχη που αφορούσε μια νέα διάκριση, αυτή μεταξύ του λογισμικού (software) και του υλισμικού (hardware). Η διάκριση αυτή εμφανίστηκε με το τέλος της δεκαετίας του 1950, με την εργασία για παραγωγή λογισμικού να αποτελεί μια διευρυμένη εκδοχή της εργασίας για παραγωγή υπολογιστικής αναλογίας. Τι στιγμή ακριβώς που τελείωσαν οι υπερασπιστές του αναλογικού υπολογιστή, άρχισαν να πληθαίνουν εκείνοι και εκείνες που διεκδικούσαν ένα καλό μισθό και εργασιακή ελευθερία στο όνομα της δημιουργικότητας και την δεξιοτεχνίας που απαιτεί η εργασία για την παραγωγή λογισμικού. Τότε ακριβώς ξεκινά αυτό που αποκαλείται ‘κρίση λογισμικού’ (software crisis). Οι προπολεμικές εργασιακές πυραμίδες, με τα στρώματα των διαφόρων κατηγοριών computer, αναπαράγονταν πλέον σε διευρυμένη μορφή στις πυραμίδες των διαφόρων κατηγοριών ‘προγραμματιστών’ (programmers).11
Οι αντίπαλοι των προγραμματιστών, διευθυντικά στελέχη του στρατού και του υπόλοιπου κράτους αλλά και των επιχειρήσεων, δοκίμασαν να αυτοματοποιήσουν την παραγωγή του λογισμικού με βάση τεηλορικά-φορδιστικά πρότυπα. Το κατάφεραν μόνο όταν δεν είχε πλέον σημασία, όταν η διαμάχη αναλογικού-ψηφιακού και λογισμικού-υλισμικού είχε αναπαραχθεί στο εσωτερικό του λογισμικού, με το λογισμικό για συγεκριμένες χρήσεις (customized software) να τοποθετείται έναντι του μαζικού λογισμικού του ‘λειτουργικού συστήματος’ (operating system). Γνωρίζουμε καλά ότι όταν η Microsoft άφησε πίσω την ΙΒΜ βρήκε μπροστά της την Google.
Οι προσπάθειες να υπάρξει μια ιστοριογραφική διάχυση από την ιστορία της τεχνολογίας στην ιστορία της εργασίας δεν ήταν ποτέ πολλές. Με δεδομένη την αρχική έμφαση της ιστορίας της τεχνολογίας σε μηχανές χωρίς ανθρώπους, δεν θα ήταν καθόλου εύκολη η συνάντησή της με μια ιστορία της εργασίας που θα προχωρούσε με τα σειρά της στη συμπλήρωση της μελέτης των πολιτικών (π.χ. συνδικαλιστικών) μορφών οργάνωσης (ή απουσίας οργάνωσης) της εργασίας με τη μελέτη της ιστορίας των περιορισμών και των δυνατοτήτων που περιέχονταν στην ιστορία της επιδίωξης εκμηχανισμού της εργασίας. Η έμφαση μιας πρώτης περιόδου της ιστορίας της τεχνολογίας σε μηχανές χωρίς ανθρώπους, συνδυαζόμενη με μια ιστορία της εργασίας που είχε δώσει την έμφαση σε ανθρώπους χωρίς μηχανές, είχε στήσει μια διαχωριστική μεμβράνη χωρίς και τόσους πολλούς πόρους, η οποία δεν επέτρεπε να υπάρξει η απαραίτητη ιστοριογραφική διάχυση.12 Χωρίς μια τέτοια διάχυση, η κατά τα άλλα γόνιμη συνάντηση της ιστορίας της τεχνολογίας με την μεταμοντέρνα ιστοριογραφία της ‘κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας’ (social constructivism), η οποία έλαβε χώρα σε μια πιο πρόσφατη περίοδο, δεν έγινε με κάποια αναφορά στον συσχετισμό τεχνικής και εργασίας αλλά εστιάστηκε στον συσχετισμό τεχνικής και ‘χρήσης’ (use).13 Οι πιο διεισδυτικοί συσχετισμοί τεχνικού-κοινωνικού στην εργογραφία της ιστορίας της τεχνολογίας των πρόσφατων χρόνων αναφέρονται σε χρήστες, όχι σε εργαζόμενους.
Στο πλαίσιο αυτό, η ιστοριογραφία της υπολογιστικής τεχνολογίας δεν συναντήθηκε παρά μόνο κατ’ εξαίρεση με την ιστοριογραφία της εργασίας.14 Η συνάντηση αυτή βασίστηκε σε δύο παρακαταθήκες. Η παλαιότερη από αυτές είχε δημιουργηθεί από ότι είχε καταφέρει να περάσει από τους ελάχιστους πόρους μεταξύ ιστορίας της τεχνολογίας και ιστορίας της εργασίας. Καθοριστική εδώ ήταν μια εργογραφία που αφορούσε τις συγκρούσεις που καθόρισαν τις επιτυχίες και τα όρια της ιστορίας της μετάβασης στον τεηλορικό και φορδιστικό τρόπο παραγωγής.
Στη νεότερη παρακαταθήκη ήταν καθοριστική η συμβολή μιας κατηγορίας κατασκευασιοκρατικών τοποθετήσεων από την πολιτισμική ιστορία και την ιστορία των επιστημών. Οι ιστορικοί της επιστήμης συνέβαλαν με αναφορές σε ‘αόρατους τεχνικούς’ που βρέθηκαν στην ιδιωτική υπηρεσία επιφανών επιστημόνων της εποχής της επιστημονικής επανάστασης ή, σε σχέση με μια επόμενη υποπερίοδο (όταν την φυσική φιλοσοφία των ευγενών αντικαθιστούσε η μαζική επιστήμη), με αναφορές σε τεχνικούς που κατέληξαν τελικά αόρατοι, μετά την ήττα της προσπάθειάς τους να αναμετρηθούν δημόσια με επιφανείς επιστήμονες. Στην πρώτη περίπτωση, η εργασία των τεχνικών εμφανιζόταν όταν η επιστήμη των ευγενών φυσικών φιλοσόφων αποτύγχανε, ως η αιτία αυτής της αποτυχίας. Στη δεύτερη, η εργασία εξαφανιζόταν εξαιτίας της αποτυχίας των τεχνικών έναντι των επιστημόνων.15
Η πολιτισμική ιστορία έχει δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια συμβολή έμμεση αλλά κομβική, κυρίως εξαιτίας της εστίασής της στην ρητορική που συνόδευσε την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Πολύ χρήσιμη για την προοπτική μιας συνάντησης της ιστορία της υπολογιστικής τεχνολογίας με την ιστορία της υπολογιστικής εργασίας είναι, εκτιμώ, μια εργογραφία που επικεντρώνεται στη ρητορική που εμφάνιζε τις νέες ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές μηχανές -από αυτές του ηλεκτροφωτισμού μέχρι της τηλεφωνίας- ως καθολικές, έξυπνες και αυτόματες.16 Αν η εστίαση στη ρητορική που συνόδευε κάθε νέα μηχανή συνδυαστεί με μια επιπλέον εστίαση στην ρητορική με την οποία αποσυρόταν η παλιά (προηγούμενη) μηχανή, αν δηλαδή μελετηθεί ταυτόχρονα η στιγμή της εμφάνισης και της αποχώρησης μιας μηχανής, μπορεί νομίζω να καταστούν ορατά τα σύμπαντα της εργασίας στα οποία αναφέρθηκα παραπάνω.
Θα κλείσω με το παράδειγμα που έτυχε να έχω μελετήσει περισσότερο. Στα κείμενα του μεσοπολέμου υπάρχει ένας εκπληκτικός αριθμός αναφορών στην τεράστια και απαιτητική υπολογιστική εργασία που απαιτούνταν για τον υπολογισμό του εξηλεκτρισμού, επειδή επιχειρούνταν τότε μια πολύπλοκη επιμήκυνση και διασύνδεση των γραμμών μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ταυτόχρονα, σε αντίθεση με ότι υποτίθεται συνήθως, κάθε νέα υπολογιστική τεχνολογία του μεσοπολέμου παρουσιαζόταν ως έξυπνη, ακριβώς όπως και αυτή της μεταπολεμικής εποχής.17 Η ηγεμονία της ιδεολογίας περί έξυπνης μηχανής περιόριζε τις διεκδικήσεις όσων εργάζονταν για την παραγωγή υπολογισμών, εξαφανίζοντας την εργασία κάθε φορά που εμφανιζόταν μια νέα μηχανή. Οι αναφορές επομένως στην τεράστια και απαιτητική εργασία δεν θα μπορούσε να εντοπισθούν εκεί που περιγραφόταν η μελλοντική εργασία με τη νέα μηχανή αλλά εκεί που περιγραφόταν η εργασία που η νέα μηχανή ερχόταν να αντικαταστήσει. Ο εντοπισμός τέτοιων περιγραφών φαίνεται να αναδεικνύει μια εικόνα αέναης εξάρτησης από την υπολογιστική εργασία, ενάντια στην ρητορική περί εξάλειψής της.18 Η αξιοποίηση αυτών των αναφορών ως πρωτογενές υλικό στο πλαίσιο της ιστορίας της τεχνολογίας μπορεί, ελπίζω, να συμβάλει στο να ανοιχτούν περάσματα για την ιστορία της εργασίας.

1 Για πτυχές της ιστορίας των ανθρώπων computers, βλ. Alan David Grier, When Computers Were Human, Princeton: Princeton University Press, 2005, Jennifer S. Light, "When Computers Were Women." Technology and Culture 3.40, 1999, 455-483 και Paul E. Ceruzzi, “When Computers Were Human,” IEEE Annals of the History of Computing 13.1, 1991, 237-244.
2 Για μια εισαγωγή στην ιστορία της υπολογιστικής τεχνολογίας που προσπαθεί να λάβει υπόψη της τις ιστοριογραφικές επιπτώσεις της ύπαρξης της ουσιοκρατικής αυτής διάκρισης, βλ. Aristotle Tympas, ‘Calculation and Computation’, in New Dictionary of the History of Ideas, Maryanne Cline Horowitz (editor), Charles Scribner’s Sons, New York, New York, 2004, Volume I, 255-259, ‘Computers: Analog’, in Encyclopedia of 20th-Century Technology, Colin Hempstead (editor), Routledge, London, Great Britain, 2005, 195-199 και ‘Computers: Hybrid’, in Encyclopedia of 20th –Century Technology, Colin Hempstead (editor), Routledge, London, Great Britain, 2005, 202-204.

3 William J. Ashworth, “Memory, Efficiency, and Symbolic Analysis: Charles Babbage, John Herschel, and the Industrial Mind”, ISIS 87.4, 1996, 629-653.
4 Για μια υποδειγματική κατανόηση της αντιστοιχίας μεταξύ αναλογικού-ψηφιακού και εργασίας-κεφαλαίου, βλ. την ιστορίας της αντιπαράθεσης για τον τρόπο προγραμματισμού των μεταπολεμικών εργαλειομηχανών στο David F. Noble, Forces of Production: A Social History of Industrial Automation, Oxford University Press, 1984.
5 Η αυθόρμητη ιστορία στην οποία αναφέρομαι εδώ είναι ανάλογη με την αυθόρμητη φιλοσοφία που περιγράφεται στο Louis Althusser, Philosophy and the Spontaneous Philosophy of the Scientists and Other Essays, Verso, 1990 (edited by Gregory Elliot).

6 Βλ. Florian Cajori, A History of the Logarithmic Slide Rule and Allied Instruments, New York: The Engineering News Publishing Company, 1909.

7 Για ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα από την εντυπωσιακή ανάπτυξη υπολογιστών ελέγχου πυρός στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα, βλ. S. J. McFarland, America's Pursuit of Precision Bombing, 1910-1945 (Smithsonian History of Aviation Series) Smithsonian Institution Press, 1995, David A. Mindell, Between Human and Machine: Feedback, Control and Computing Before Cybernetics, The John Hopkins University Press, 2002 και Jon Sumida Sumida Tetsuro, In Defence of Naval Supremacy: Finance, Technology and British Naval Policy, 1889-1914, Routledge, New York, 1989/1993.
8 Για διαστάσεις της ιστορίας παραγωγής και χρήσης αριθμομηχανών και μηχανών διάτρητων καρτών, βλ. James W. Cortada, Before the Computer: IBM, NCR, Burroughs, and Remington Rand and the Industry they Created, 1865-1956, Princeton University Press, 2000, Lars Heide, Punched-Card Systems and the Early Information Explosion, 1880-1945, The Johns Hopkins University Press, 2009, JoAnne Yates, Control Through Communication: The Rise of System in American Management, Baltimore and London: The Johns Hopkins University Press, 1989, JoAnne Yates, Structuring the Information Age: Life Insurance and Technology in the Twentieth Century, Baltimore and London: The John Hopkins Press 2005 και Norton M. Wise, The Values of Precision, Princeton University Press, 1995, βλ. ειδικά το κεφάλαιο 12 (από τον Andrew Warwick).

9 Για κάποια επιπλέον σχόλια για τη σημασία του εγκιβωτισμού στην παραγωγή της ουσιοκρατικής διάκρισης αναλογικού-ψηφιακού, βλ. Τέλης Τύμπας, ‘Από την ‘ενέργεια’ στην ‘πληροφορία’ και από το ‘άτομο’ στο ‘γονίδιο’: η επιστήμη από την ατμομηχανή μέχρι τον υπολογιστή’, Ανθολόγιο Θεματικής Ενότητας ‘Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη’, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2008, Κεφάλαιο 11 και Aristotle Tympas and Theodore Lekkas, ‘Certainties and Doubts in World Fair Comparisons of Computing Artifacts’, in East and West: The Common European Heritage, XXV Scientific Instrument Symposium Proceedings, Ewa Wyka, Maciej Kluza, Anna Karolina Zawada (editors), Jagiellonian University Museum, Krakow, Poland, 2006, 295-300. Για την συμπαραγωγή του εγκιβωτισμού των πιο πρόσφατων υπολογιστών και του κοινωνικού φύλου, βλ. την κατάληξη στο Aristotle Tympas, Aristotle, Hara Konsta, Theodore Lekkas and Serkan Karas, ‘Constructing Gender and Technology in Advertising Images - Feminine and Masculine Computer Partsin Gender Codes: Why Women Are Leaving Computing, (eds.) T. J. Misa, IEEE Computer Society, 2010, chapter 9.
10 Για τον συνδυασμό ρίψης ατομικής βόμβας και computing bombsight, βλ. McFarland, America's Pursuit of Precision Bombing, 1910-1945. Για μια χρήσιμη παρέμβαση στη διαμάχη σχετικά με την εμπλοκή της μητρικής (Αμερικανικής) ΙΒΜ στην υποστήριξη της χρήσης μηχανών διάτρητων καρτών στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, βλ. Michael Thad Allen, “Stranger than Science Fiction: Edwin Black, IBM and the Holocaust”, Technology and Culture 43.1 (January 2002), 150-154.

11 Για χρήσιμες παρατηρήσεις στην ιστορία και ιστοριογραφία αυτής της περιόδου, βλ. Nathan Ensmenger, Nathan, The Computer Boys Take Over: Computers, Programmers, and the Politics of Technical Expertise, The MIT Press, 2010, Stuart Shapiro, Stuart, "Splitting the Difference: The Historical Necessity of Synthesis in Software Engineering", IEEE Annals of the History of Computing 19.1, 1997, 20-54, Michael A. Cusumano, “Factory Concepts and Practises in Software Development”, IEEE Annals of the History of Computing 13.1, 1991, 3-32, Thomas Haigh, "Remembering the Office of the Future: The Origins of Word Processing and Office Automation", IEEE Annals of the History of Computing 4, 2006, 6-31, Thomas Haigh, “Crisis, what crisis? Reconsidering the Software Crisis of the 1960s and the Origins of Software Engineering”, Paper presented on the 2nd Inventing Europe/Tensions Of Europe Conference, Sofia, June17-20, 2010, Nathan Ensmenger, and William Aspray, William, “Software as Labor Process”, in Mapping the History of Computing: Software Issues, U. Hashagen, R. Keil-Slawik, A. Norberg, eds. New York: Springer-Verlag, 2002, Part 4, Michael S. Mahoney, "What Makes the History of Software Hard" IEEE Annals of the History of Computing 30.3, 2008, 8-18 και Thomas J. Misa, "Understanding ‘How Computing Has Changed the World" IEEE Annals of the History of Computing 4, 2007, 52-63.
12 Βλ. Philip Scranton, “None-Too-Porous Boundaries: Labor History and the History of Technology” Technology and Culture, 29.4, 1988, 722-743 και Roe M. Smith, Roe, “Industry, Technology, and the "Labor Question" in 19th-Century America: Seeking Synthesis” Technology and Culture 32.3, 1991, 555-570. Για μια διάκριση περιόδων στην ιστορία της τεχνολογίας, βλ. Aristotle Tympas, ‘Methods in the History of Technology’, in Encyclopedia of 20th –Century Technology, Colin Hempstead (editor), Routledge, London, Great Britain, 2005, 485-489 και ‘Technology’, in New Dictionary of the History of Ideas, Maryanne Cline Horowitz (editor), Charles Scribner’s Sons, New York, New York, 2004, Volume I, 2295-2297.
13 Βλ., ενδεικτικά, Nelly Oudshoorn and Trevor Pinch (eds.), How Users Matter: the Co-construction of Users and Technology, Cambridge, Massachusetts: MIT Press, 2003.

14 Για μια τέτοια εξαίρεση, βλ. το ειδικό αφιέρωμα του International Review of Social History του 2003 (11.Supplement), το οποίο έχει εκδοθεί και ως Aad Blok και Greg Downey (editors), Uncovering Labour in Information revolutions, 1750-2000, Cambridge University Press, 2003.
15 Βλ., αντίστοιχα, Steven Shapin, "The Invisible Technician." American Scientist 77, 1989, 554-56 και Iwan R. Morus, Iwan, Frankenstein’s Children: Electricity, Exhibition and Early-Nineteenth-Century London, Princeton University Press, 1998.
16 Βλ., ενδεικτικά, Carolyn Marvin, When Old Technologies Were New: Thinking About Electric Communication in the Late Nineteenth Century, Oxford University Press, 1988.
17 Aristotle Tympas, "From Digital to Analog and Back: The ldeology of lntelligent Machines in the History of the Electrical nalyzer, 1870s-1960s", IEEE Annals of the History of Computing 18.4, 1996, 42-48.
18 Για μια δοκιμαστική προσπάθεια, βλ. Aristotle Tympas, “Perpetually Laborious: Computing Electric Power Transmission before the Electronic Computer”, International Review of Social History, Volume 11, Supplement, 2003, 73-95.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου