14.5.11

Αθηνά Κασάπη: Το εργοστάσιο ως χώρος ανάδυσης της εργατικής υποκειμενικότητας Μια προσέγγιση των εργατικών αγώνων της περιόδου 1974-1977


Προλεγόμενα

Το θέμα που θα σας παρουσιάσω, οι εργατικοί αγώνες της περιόδου 1974-1977, υπήρξε η αφετηρία, η πηγή έμπνευσης μιας μακρόχρονης ανθρωπολογικής έρευνας που έκανα στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής σχετικά με τις μορφές σκέψης των εργατών των μεταλλείων της Ολυμπιάδας και του Μάντεμ Λάκκο1 στη Χαλκιδική, μεταλλείων όπου το 1977 είχε ξεσπάσει μια από τις σκληρότερες απεργίες των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης2.
Όμως το ενδιαφέρον μου για την εργατική φιγούρα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων χρονολογείται από πολύ παλιότερα, καθώς υπήρξε πρωτίστως πολιτικό πριν γίνει ανθρωπολογικό. 


Ανάγεται στις αρχές της δεκαετίας του 80, όταν έφηβη ακόμα παρακολουθούσα τις συναρπαστικές αφηγήσεις ανθρώπων που είχαν συμμετάσχει σε αυτούς τους αγώνες, αφηγήσεις μέσα από τις οποίες σκιαγραφούνταν οι μορφές σκέψης και δράσης που αναπτύχθηκαν την εποχή εκείνη μέσα στο χώρο του εργοστασίου μετατρέποντάς τον σε κάτι εντελώς διαφορετικό από έναν χώρο υποταγμένο στους νόμους της καπιταλιστικής παραγωγής.
Όταν, όμως, χρόνια αργότερα, επιχείρησα να αναλύσω τις μορφές εργατικής υποκειμενικότητας που εμφανίστηκαν μέσα από τους αγώνες των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων βρέθηκα αντιμέτωπη με την έλλειψη σχετικής βιβλιογραφίας3. Η μεταπολιτευτική περίοδος, ιδίως εκείνη των πρώτων μεταδικτατορικών χρόνων, είναι μια περίοδος για την οποία σπανίζουν δυστυχώς οι έρευνες, ακόμα και οι γραπτές μαρτυρίες όσων συμμετείχαν στους εργατικούς αγώνες που ξέσπασαν στη διάρκειά της. Με αποτέλεσμα η ιστορία αυτών των αγώνων να παραμένει ως ένα βαθμό άγνωστη, μερικές φορές ακόμα και στο επίπεδο των γεγονότων που τη συνθέτουν.

Μεθοδολογικές αποσαφηνίσεις

Η μέθοδος ανάλυσης που υιοθετώ εγγράφεται στα πλαίσια της εργατικής ανθρωπολογίας, η οποία νοοείται εδώ ως μια ανθρωπολογία της σκέψης. Πρόκειται για μια ερευνητική μεθοδολογία και οπτική η οποία εμφανίστηκε στη Γαλλία στα μέσα της δεκαετίας του 1980, σε μια εποχή κρίσης των συλλογικών μορφών σκέψης και δράσης των εργατών, σε μια εποχή που στον κυρίαρχο λόγο της τότε γαλλικής κυβέρνησης η λέξη «εργάτης» εκτοπιζόταν ολοένα και περισσότερο από τη λέξη «μετανάστης» και οι απεργίες μεταναστών εργατών αντιμετωπίζονταν με όρους πολιτισμικής διαφοροποίησης κι όχι πλέον με όρους τάξης.4

Αυτή η ερευνητική μεθοδολογία βασίζεται κατά κύριο λόγο στη διεξαγωγή επιτόπιων ερευνών που περιλαμβάνουν συνεντεύξεις με εργάτες στο χώρο δουλειάς τους σε μια προσπάθεια διερεύνησης των τρόπων με τους οποίους οι τελευταίοι αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους, την εργασία τους, τις σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους αλλά και έναντι της εργοδοσίας μέσα στο χώρο του εργοστασίου5, σε μια εποχή κρίσης των συλλογικών παραστάσεων των εργατών με όρους τάξης.

Η εργατική ανθρωπολογία επιχειρεί να προσεγγίσει τις μορφές σκέψης των εργατών εκ των έσω. Στρέφει το βλέμμα της στο χώρο σκέψης των τελευταίων χωρίς να επιδιώκει να τον αντιστοιχίσει με σημεία αναφοράς που του είναι εξωτερικά. Κι αυτό όχι επειδή παραγνωρίζει την υλικότητα του περιβάλλοντος κόσμου, αλλά επειδή εστιάζει το ενδιαφέρον της στις μορφές με τις οποίες αυτή η υλικότητα εμφανίζεται στη σκέψη των εργατών για να μετασχηματισθεί εντός της.
Αυτή η προσέγγιση της σκέψης των ανθρώπων αντλεί σε μεγάλο βαθμό από τη θεώρηση του Michel Foucault –ή τουλάχιστον την ανάγνωση της θεώρησης του Foucault που προτείνει ο Gilles Deleuze- σχετικά με το τι σημαίνει «σκέφτομαι» και τι σχέση έχει αυτό που σκέφτομαι με αυτό που βλέπω. Έτσι, σύμφωνα με το Deleuze, δεν υπάρχει σύζευξη μεταξύ ομιλίας και όρασης, μεταξύ ορατού και αποφάνσιμου, καθώς «η απόφανση έχει το δικό της σύστοιχο αντικείμενο και δεν είναι μια πρόταση που περιγράφει μια κατάσταση πραγμάτων ή ένα ορατό αντικείμενο, όπως θεωρεί η επιστήμη της λογικής.»6

Με άλλα λόγια, οι μορφές σκέψης, οι νοητικές παραστάσεις των εργατών γίνονται αντιληπτές εδώ όχι ως αντανακλάσεις μιας «αντικειμενικής» πραγματικότητας, αλλά ως δυναμικές νοητικές διαδικασίες που φέρουν μέσα τους τη δική τους ιδιαίτερη οπτική του πραγματικού.
Σύμφωνα με το γάλλο ανθρωπολόγο Sylvain Lazarus, θεμελιωτή της εργατικής ανθρωπολογίας, η σκέψη των ανθρώπων7 - και στη συγκεκριμένη περίπτωση των εργατών- διαφέρει από την επιστημονική σκέψη. Δεν έχει περιγραφικό ή κανονιστικό χαρακτήρα, δε στοχεύει στην περιγραφή ή στην ανάλυση της πραγματικότητας και των κανόνων της. Η σκέψη των ανθρώπων έχει χαρακτήρα υπαγορευτικό8: με αφετηρία το υπάρχον, κινείται προς αυτό που θα μπορούσε ή θα έπρεπε να υπάρχει.

Η ανάλυση των μορφών σκέψης των εργατών που προτείνεται εδώ απομακρύνεται από κάθε διαλεκτική προσέγγιση της εργατικής φιγούρας. Επαναλαμβάνοντας μια έκφραση του γάλλου ανθρωπολόγου Marc Abeles, θα έλεγα ότι στόχος είναι να συλλάβουμε την καθαρή σκέψη των ανθρώπων, αυτή καθαυτή τη σκέψη τους, τις υπαγορεύσεις που φέρει και τους άξονες γύρω από τους οποίους οργανώνεται, χωρίς να επιδιώκουμε να ερμηνεύσουμε τις συνθήκες γέννησής της, χωρίς να επιδιώκουμε να τη συνάγουμε από την αντικειμενική οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική, τεχνική πραγματικότητα των φορέων της.
Αυτές οι επιδιώξεις, καθόλα νόμιμες στο πλαίσιο άλλων μεθοδολογικών προσεγγίσεων, δεν προσιδιάζουν στην προβληματική και τη μεθοδολογία της εργατικής ανθρωπολογίας. Εδώ το να αντιστοιχίσουμε τις μορφές σκέψης των εργατών με αντικειμενικά στοιχεία που σχετίζονται με αυτούς ισοδυναμεί με το να αποστρέψουμε το βλέμμα μας από τον υπαγορευτικό και δημιουργικό χαρακτήρα της σκέψης τους και να την αντιμετωπίσουμε ως σύμπτωμα μιας σειράς κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών, τεχνικών παραγόντων.

Η σκέψη που μας ενδιαφέρει εδώ διαφαίνεται πίσω από ορισμένες λέξεις που ανήκουν στην καθημερινή γλώσσα των εργατών και είναι ιδιαίτερα φορτισμένες γι αυτούς. Πρόκειται για λέξεις που το νόημά τους είναι «ανοιχτό», είναι υπό συζήτηση. Αναφορικά με αυτές, οι άνθρωποι αναπτύσσουν, ο καθένας, τις δικές του αντιλήψεις και θέσεις. Θα τις αποκαλέσουμε «λέξεις προβληματισμού» (mots problématiques).
Στόχος μας είναι να συλλάβουμε τις διαφορετικές κατηγορίες σκέψης μέσω των οποίων οι εργάτες αντιλαμβάνονται αυτές τις λέξεις, τα διαφορετικά νοήματα που τους αποδίδουν, προκειμένου να αντιληφθούμε τι είναι εκείνο που διακυβεύεται πίσω από αυτή τη διαφορά νοημάτων, αντιλήψεων.

Το υλικό στο οποίο βασιστήκαμε για να προσεγγίσουμε τις μορφές σκέψης που αναπτύχθηκαν στο χώρο του εργοστασίου την περίοδο 1974-1977 αποτελείται από κείμενα και συνεντεύξεις εργατών σε έντυπα9 που κυκλοφόρησαν τη στιγμή εκδίπλωσης αυτών των αγώνων. Κι αυτό γιατί στόχος μας είναι μια προσέγγιση των εργατικών αγώνων μέσα στα πλαίσια σκέψης της εποχής τους κι όχι μια αναδρομική ανάγνωσή τους μέσα από το πολιτικό και ιδεολογικό πρίσμα μεταγενέστερων εποχών.

Πρόκειται εδώ για μια διερεύνηση ορισμένων μόνο πτυχών της εργατικής υποκειμενικότητας που αναδύθηκε στο χώρο του εργοστασίου τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας κι όχι για μια εξέταση όλων των εκφάνσεών της. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατον, για δυο λόγους. Όχι μόνο επειδή αναφερόμαστε σε μια εποχή που ανήκει στο παρελθόν και κατά συνέπεια δε διαθέτουμε εκείνο τον πλούτο υλικού που θα είχαμε αν διερευνούσαμε σύγχρονες μορφές σκέψης10. Αλλά επιπλέον επειδή αυτή είναι η φύση της σκέψης των ανθρώπων: είναι φευγαλέα και αποσπασματική και ως τέτοια μας επιτρέπει να την προσεγγίσουμε μόνο σε ορισμένα σημεία της, εκείνα που ορίζονται από τις λέξεις προβληματισμού και για την ακρίβεια από όσες λέξεις προβληματισμού καταφέρουμε να εντοπίσουμε στη διάρκεια μιας τέτοιας διερεύνησης.

Το τέλος της δικτατορίας στο εργοστάσιο:
η εμφάνιση μιας αυτόνομης εργατικής φιγούρας

Η περίοδος που ξεκινά με την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας -και κατ’επέκταση ολόκληρου του μετεμφυλιακού πολιτικού συστήματος του οποίου η δικτατορία συνιστά την έσχατη μορφή- δεν αποτελεί μια περίοδο απλής μετάβασης σε ένα νέο κοινοβουλευτικό καθεστώς. Σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, αποτελεί μια ριζική τομή, τόσο για το κράτος όσο και για την κοινωνία. Τομή για το κράτος, γιατί με την κατάρρευση της κυρίαρχης μέχρι τότε ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης11 είναι υποχρεωμένο να οργανωθεί πάνω σε νέες ιδεολογικές αρχές. Τομή για την κοινωνία, γιατί αυτή η ιδεολογική κατάρρευση δημιουργεί συνθήκες εξαιρετικής ρευστότητας και επιτρέπει την ανάδυση ριζοσπαστικών και πρωτόγνωρων για την εποχή εκείνη μορφών σκέψης και δράσης.
Ένας από τους πρώτους χώρους όπου εκδηλώνονται αυτές οι νέες μορφές σκέψης και δράσης είναι ο χώρος του εργοστασίου.
Κατά την περίοδο 1974-197712, ένα κύμα απεργιών ξεσπά σε πολλά εργοστάσια και μεταλλεία: από το εργοστάσιο κυτιοποϊιας της National Can στην Ελευσίνα, τα εργοστάσια ηλεκτρικών συσκευών Πίτσος, Ιζόλα, Φούλγκορ, AEG, Εσκιμό στην Αθήνα και τη χαρτοποιϊα Λαδόπουλου στη Θεσσαλονίκη και την Πάτρα μέχρι τα μεταλλεία της Ολυμπιάδας και του Μαντέμ Λάκκο, του Μαντουδίου, του Διστόμου και του Νέου Κόκκινου, οι εργάτες μετά από μια μακρά περίοδο σιωπής στους χώρους εργασίας κατεβαίνουν κατ΄επανάληψη σε απεργία για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
Να σημειώσουμε εδώ ότι αυτό το κύμα απεργιών είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου, είναι το πιο ορατό κοινωνικά σύμπτωμα μιας κατάστασης αναβρασμού που επικρατεί σε πολλά εργοστάσια και εκφράζεται με πολλούς τρόπους: από την αντίσταση στην εντατικοποίηση της εργασίας και τη μείωση των ρυθμών παραγωγής μέχρι τη λευκή απεργία, τις εναλλασσόμενες στάσεις εργασίας και την απεργία διαρκείας η οποία συχνά συνοδεύεται και από κατάληψη των χώρων εργασίας.

Αυτό που όλες αυτές οι καταστάσεις αγώνα μοιράζονται από κοινού είναι αφενός ο αυτόνομος χαρακτήρας τους έναντι των επίσημων συνδικαλιστικών δομών της εποχής - είτε πρόκειται για τη ΓΣΕΕ που βρίσκεται υπό κυβερνητικό έλεγχο, είτε για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Και αφετέρου η εκπληκτική ομοιογένεια των νέων μορφών οργάνωσης που γεννιούνται μέσα από αυτούς τους αγώνες, των εργοστασιακών σωματείων. Πρόκειται για μορφές οργάνωσης που δημιουργούνται χωριστά από τους εργάτες κάθε εργοστασίου χωρίς να συγκροτούν την εποχή εκείνη καμιά κεντρική συνδικαλιστική οργάνωση13.
Η εμφάνιση και η διάχυση αυτών των δυο πρωτόγνωρων χαρακτηριστικών ωθούν ερευνητές, όπως ο Χρήστος Ιωάννου14, να κάνουν λόγο για την ύπαρξη ενός αυτόνομου κινήματος «εργοστασιακού συνδικαλισμού», προσεγγίζοντας αυτές τις καταστάσεις αγώνα από τη σκοπιά των νέων μορφών συνδικαλιστικής οργάνωσης που εμφανίζονται την εποχή εκείνη στο χώρο του εργοστασίου και οποίες έρχονται σε σύγκρουση με τις παραδοσιακές συγκεντρωτικές δομές του κλαδικού και ομοιοεπαγγελματικού συνδικαλισμού.
Ωστόσο, από ανθρωπολογική σκοπιά, εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ δεν είναι αυτές καθαυτές οι νέες μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης, αλλά οι υποκειμενικές υπαγορεύσεις που τις γέννησαν, υπαγορεύσεις οι οποίες -όπως θα δούμε- εκδιπλώνονται στη σκέψη των εργατών με αφετηρία έναν κοινό άξονα: το τέλος της δικτατορίας στο εργοστάσιο.

Αν είχαμε τη δυνατότητα να ρωτήσουμε τους εργάτες της εποχής εκείνης τι σήμαινε γι αυτούς η λέξη δικτατορία μέσα στο εργοστάσιο, είμαι σίγουρη πως θα παίρναμε πολλές και διαφορετικές απαντήσεις, καθώς θα απέδιδαν διαφορετικές σημασίες σε αυτή τη λέξη, αναπτύσσοντας έναν πλούτο θέσεων σχετικά με το τι θα μπορούσε να γίνει για να αλλάξει η κατάσταση πραγμάτων μέσα στους χώρους εργασίας.
Δυστυχώς, δεν έχουμε αυτή τη δυνατότητα. Μπορούμε όμως να ανιχνεύσουμε κάποιες από αυτές τις νοηματοδοτήσεις σε κείμενα, συνεντεύξεις, καθώς και στις μορφές δράσης που αναδύθηκαν στους εργοστασιακούς χώρους των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων.

Στην περίοδο που μας ενδιαφέρει εδώ, η λέξη δικτατορία ή μάλλον το αντιθετικό ζεύγος δικτατορία/μεταπολίτευση είναι από τις πιο φορτισμένες λέξεις που γεννούν προβληματισμούς μεταξύ των εργατών, καθώς παίζουν καθοριστικό ρόλο στις παραστάσεις τους σχετικά με το τι συμβαίνει «έξω», στην κοινωνία, σε αντίθεση με αυτό που συμβαίνει «εδώ» στο εργοστάσιο. Αυτό αποτυπώνεται ανάγλυφα στα παρακάτω λόγια που ανήκουν σε έναν εργάτη της ΙΖΟΛΑ, θα μπορούσαν όμως να ανήκουν σε οποιονδήποτε μαχητικό εργάτη της εποχής:
«Έξω η δικτατορία έπεσε. Εδώ δε θα κάνουμε τίποτα15

Το τέλος της δικτατορίας «έξω» ως κατηγορία σκέψης φωτίζει από μια νέα οπτική γωνία τις σχέσεις καταπίεσης και εκμετάλλευσης μέσα στο εργοστάσιο γεννώντας μια σειρά υπαγορεύσεων σχετικά με το τι μπορεί ή τι πρέπει να γίνει για να ανατραπεί αυτή η κατάσταση. Και το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση είναι εκείνο της οργάνωσης. Οι πρώτες προσπάθειες των εργατών να οργανωθούν μέσα στο χώρο δουλειάς γίνονται σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, όπως αυτό αποτυπώνεται στο παρακάτω απόσπασμα:
«Πώς να αρχίσει κανείς και πώς να κουνηθεί; Ο χαφιεδισμός έδινε κι έπαιρνε. Στο μυαλό των πιο αποφασισμένων άρχισαν να καταστρώνονται σχέδια. Άρχισε καθένας να ψάχνει σε ποιόν να ξανοιχτεί και να μιλήσει, στους πιο έμπιστους φίλους του, για να φτιαχτεί ένας μικρός πυρήνας και να βάλει μπρός ένα σχέδιο οργάνωσης. Έτσι φτιάχτηκαν μερικοί πυρήνες (2-3 άτομα ο καθένας) και-εντελώς μυστικά και παράνομα- συζητούσαν σε σπίτια τι μπορεί να γίνει. (…) Όλη η κίνηση έπρεπε να γίνει εντελώς μυστικά μέχρι να μαζικοποιηθεί, γιατί αλλιώς θα μαθευότανε, θ’απολύανε τα άτομα του πυρήνα και τέρμα όλα.»16

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η πορεία που ακολουθείται σε ο,τι αφορά το ζήτημα της οργάνωσης στο χώρο εργασίας είναι λίγο-πολύ η ίδια. Μόλις το πρώτο βήμα στεφθεί με επιτυχία, μόλις αυτοί οι μικροί πυρήνες εργατών διευρυνθούν και γίνουν λιγότερο ευάλωτοι απέναντι στην εργοδοσία, συγκαλείται γενική συνέλευση. Κι εκεί τίθεται το ζήτημα του πώς να οργανωθούν οι εργάτες για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία γεννιούνται οι απεργιακές επιτροπές, στην αρχή, και τα εργοστασιακά σωματεία, στη συνέχεια, και ξεσπά η πρώτη σκληρή μάχη προκειμένου να υποχρεωθεί η διεύθυνση του εργοστασίου να αποδεχθεί τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Έτσι, ένας εργάτης του εργοστασίου Λαδόπουλου στην Πάτρα αντιλαμβάνεται με τους εξής όρους την πρώτη κινητοποίηση που ξεσπά σε αυτό τον εργασιακό χώρο τον Αύγουστο του 1975 και η οποία παίρνει τη μορφή λευκής απεργίας:
«Βασικός στόχος του πρώτου αγώνα μας ήταν να υποχρεώσουμε το αφεντικό να δεχθεί τους εκπροσώπους μας, να συζητήσει τα αιτήματά μας, να υπογράψει συμφωνίες. Κι αυτό πάει να πει: τέρμα η δικτατορία του αφεντικού.»17
Μετά τον πρώτο αιφνιδιασμό, μετά τις πρώτες συχνά ανεπιτυχείς απόπειρες για επαναφορά της τάξης και της πειθαρχίας στο χώρο του εργοστασίου μέσω της απόλυσης των πιο μαχητικών εργατών, η διεύθυνση υποχρεώνεται να δεχθεί τους εκπροσώπους των απεργών και να υποχωρήσει στα αιτήματά τους, περιμένοντας μια πιο ευνοϊκή στιγμή για να αλλάξει εκ νέου τους συσχετισμούς δύναμης.
Ωστόσο, μετά από μια περίοδο αβέβαιης ηρεμίας, ξεσπούν συνήθως νέες πιο σκληρές κινητοποιήσεις και τίθενται μια σειρά από καινούρια ζητήματα (μεγαλύτερες μισθολογικές αυξήσεις, αλλαγή των εργασιακών συνθηκών, μείωση των ρυθμών αλλά και των ωρών εργασίας18), ζητήματα εγγράφονται σε μια οπτική αμφισβήτησης του ρόλου του εργάτη μέσα στο εργοστάσιο.

Οι υπαγορεύσεις που γεννιούνται στη σκέψη των εργατών με αφετηρία το τέλος της δικτατορίας στο εργοστάσιο έρχονται να συναντηθούν με έναν ταξικό λόγο κοινωνικά διάχυτο μετά την κατάρρευση της ιδεολογίας της εθνικοφροσύνης, κι αυτό σε μια εποχή που τα κόμματα της αριστεράς δεν έχουν αποκτήσει ακόμα ερείσματα στους εργοστασιακούς χώρους, καθώς βγαίνουν από μια μακρά περίοδο παρανομίας, ενώ επιπλέον οι συνδικαλιστικές τους παρατάξεις είναι παραδοσιακά συνδεδεμένες με τον κλαδικό συνδικαλισμό.
Μέσα από αυτή τη συνάντηση, όροι όπως εκείνοι της ταξικής αλληλεγγύης και της ταξικής πάλης φορτίζονται υποκειμενικά και επανανοηματοδοτούνται, καθώς προσεγγίζονται μέσα από την οπτική του χώρου εργασίας και όχι μέσα από την διαμεσολαβημένη και αφαιρετική οπτική του κομματικού λόγου.
Σε αυτά τα πλαίσια, η ταξική πάλη δεν αντιπροσωπεύει πλέον κάτι που διεξάγεται υπό την καθοδήγηση του κόμματος στους χρόνους και με τους τρόπους που εκείνο ορίζει. Στα μάτια των εργατών, ή τουλάχιστον των πιο μαχητικών από αυτούς, αντιπροσωπεύει μια διαρκή κατάσταση αγώνα που διεξάγεται εδώ και τώρα, μέσα από το χώρο του εργοστασίου. Και για να εδραιωθεί και να διαχυθεί, πρέπει να βασιστεί στην ταξική αλληλεγγύη όχι ως τυπική και καθηκοντολογική επίκληση, αλλά ως στάση ζωής που πρέπει να χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ των εργατών.

Ο χώρος σκέψης των εργατών που εκδιπλώνεται με αφετηρία το τέλος της δικτατορίας στο εργοστάσιο δεν είναι στατικός, μεταβάλλεται διαρκώς καθώς εμπλουτίζεται με νέες υπαγορεύσεις οι οποίες ορισμένες φορές θέτουν στο στόχαστρό τους ακόμα και τις νέες μορφές οργάνωσης που γίνονται αντιληπτές με όρους άμεσης δημοκρατίας μεταξύ «εκπροσώπων» και «εκπροσωπούμενων». Σε αυτά τα πλαίσια, δημιουργούνται μερικές φορές έντονοι προβληματισμοί μεταξύ των εργατών, προβληματισμοί οι οποίοι υπερβαίνουν κατά πολύ τα θεσμικά πλαίσια διάκρισης μεταξύ «συνδικαλιστικής ηγεσίας» και «εργατικής βάσης».
Στο επίκεντρο αυτών των προβληματισμών βρίσκεται μια οπτική των σχέσεων μεταξύ εργατών με όρους εξισωτικούς, μια οπτική στο εσωτερικό της οποίας η γενική συνέλευση του σωματείου όχι μόνο πρέπει να είναι ο κατεξοχήν χώρος λήψης αποφάσεων, αλλά πάνω από όλα πρέπει να είναι ένας χώρος συζήτησης, προβληματισμού και διαλόγου μεταξύ διαφορετικών απόψεων κι όχι ένας χώρος ατέρμονου μονολόγου.
Αυτό αποτυπώνεται με σαφήνεια στο παρακάτω απόσπασμα:
«Όταν ένας εργάτης έχει μια γνώμη, δεν του είναι πάντα εύκολο να τη φέρει στη γενική συνέλευση. Πρώτα-πρώτα γιατί πολλοί άνθρωποι δεν έχουν άνεση να μιλάνε σε πολύ κόσμο –ντρέπονται, τα χάνουν, μπερδεύονται. (…) Έτσι, συχνά στη γενική συνέλευση, αν υπάρχει άποψη αντίθετη με του δ.σ., ή δεν ακούγεται ολοκληρωμένα ή και δεν ακούγεται καθόλου. Το ζήτημα λοιπόν είναι να είναι τέτοια η λειτουργία του σωματείου ώστε να μπορεί ο καθένας να συζητήσει την άποψή του με τους συναδέλφους του πριν τη γενική συνέλευση και σε κύκλο που να μη ντρέπεται να πει τη γνώμη του.»19
Σε αυτά τα πλαίσια, γεννιέται η ιδέα για τη δημιουργία πιο εξισωτικών μορφών οργάνωσης, παράλληλα με τη γενική συνέλευση, των συνελεύσεων ανά τμήμα, οι οποίες μάλιστα εκλέγουν ανακλητούς αντιπροσώπους20. Έτσι, οποιαδήποτε πρόταση συζητιέται πρώτα στις συνελεύσεις των τμημάτων και στη συνέχεια γίνεται γενική συνέλευση των εργατών όλου του εργοστασίου.

Οι μορφές εργατικής υποκειμενικότητας που αναπτύσσονται μέσα στο χώρο του εργοστασίου στη συγκεκριμένη περίοδο φέρουν μέσα τους μια νέα αντίληψη της πολιτικής. Μια αντίληψη της πολιτικής όχι ως τέχνης του άρχειν, ως ικανότητας δηλαδή που προσιδιάζει στους κρατικούς ή κομματικούς θεσμούς, αλλά ως υποκειμενικής ικανότητας των εργατών να συλλαμβάνουν την κατάσταση με την οποία κάθε φορά βρίσκονται αντιμέτωποι και να επινοούν τους ιδιαίτερους κάθε φορά όρους για να την ανατρέψουν.

Μέσα στο χώρο σκέψης και δράσης που υφαίνεται πίσω από τις λέξεις δικτατορία, εργοστάσιο, ταξική αλληλεγγύη, ταξική πάλη και τις υπαγορεύσεις που αυτές γεννούν στο μυαλό των εργατών, δεν αλλάζει μόνο ο τρόπος με τον οποίο οι εργάτες αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με την εργοδοσία, με το χώρο στον οποίο δουλεύουν, με ο,τι συμβαίνει έξω από αυτό το χώρο, στην κοινωνία. Πάνω από όλα αλλάζει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με τον ίδιο τους τον εαυτό και με τους υπόλοιπους εργάτες. Αυτό αποτυπώνεται με κρυστάλλινο τρόπο στα παρακάτω αποσπάσματα, όπου στο μεν πρώτο περιγράφεται το κλίμα που επικρατούσε στο εργοστάσιο της ΙΖΟΛΑ το 1976, σε μια περίοδο που οι εργάτες επί πάνω από δυο μήνες πραγματοποιούσαν καθημερινά πολύωρες στάσεις εργασίας παραλύοντας στην ουσία την παραγωγή, στο δε δεύτερο απόσπασμα διατυπώνονται σκέψεις σχετικά με το τι άφησε πίσω του αυτός ο αγώνας στο επίπεδο των σχέσεων μεταξύ εργατών:

«Φτάσαμε ουσιαστικά να έχουμε κάνει κατάληψη του εργοστασίου. Εμείς ελέγχαμε την κατάσταση. Οι διευθυντές, οι εργοδηγοί, οι απεργοσπάστες ήταν όλοι εξαφανισμένοι. Ελέγχαμε τις πόρτες. Κανένα φορτηγό δεν έμπαινε. Φτάσαμε στο σημείο ο θυρωρός να μη ζητάει άδεια του γραφείου προσωπικού όταν έβγαινε εργάτης, αλλά άδεια του σωματείου!.»21
«Ο αγώνας αναπτύσσει τη συναδελφοσύνη, τη συντροφικότητα, την ενότητα και την κατανόηση πέρα και πάνω από ταπεινές μικροδιαφορές. Κι ακόμα ξυπνάει και ορθώνει την αξιοπρέπεια, το θάρρος, την ελπίδα. Με δυο λόγια, μέσα στον αγώνα ανθίζει η ανθρωπιά μας. Δεν είναι μονάχα οι σχέσεις με τον αντίπαλο που αλλάζουν. Αλλάζουν και οι σχέσεις ανάμεσά μας. Αυτό είναι που μας εξοπλίζει με δύναμη και μας στηρίζει στην πάλη μας ενάντια στα αφεντικά.»22

Είναι τεράστια η απόσταση που χωρίζει αυτές τις μορφές σκέψης και δράσης των εργατών από την αντίληψη της εργατικής τάξης, όπως αυτή αποτυπώνεται στον προγραμματικό λόγο της Αριστεράς, και κυρίως του ΚΚΕ, μιας εργατικής τάξης-φορέα της «πάλης ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλια» υπό την καθοδήγηση του κόμματος. Γι αυτό άλλωστε και οι μορφές σκέψης και δράσης των εργατών, ή τουλάχιστον οι πιο ριζοσπαστικές από αυτές, θα αντιμετωπιστούν με ιδιαίτερη εχθρότητα από το τελευταίο.

Η εργατική υποκειμενικότητα που αναπτύσσεται με αφετηρία το τέλος της δικτατορίας στο εργοστάσιο σύντομα θα συναντήσει τα όριά της.
Από το 1976 κι έπειτα, η αναταραχή που επικρατεί στους εργοστασιακούς χώρους παρουσιάζεται από το κράτος σαν μια «απειλή για την οικονομική και πολιτική σταθερότητα της χώρας», μια απειλή που πρέπει να απομονωθεί και να εξαλειφθεί, και η «πάλη των τάξεων» σαν μια επικίνδυνη ιδέα που πρέπει να εξαφανιστεί εν ονόματι μιας νέας αρχής: της αρχής της «συνεργασίας των τάξεων»23.
Σε νομοθετικό επίπεδο, ψηφίζεται ο νόμος 330 του 1976 περί «επαγγελματικών σωματείων» ο οποίος προβλέπει ένα τόσο ασφυκτικό πλαίσιο σε κάθε απεργιακή δραστηριότητα που την καθιστά εκ των προτέρων παράνομη24. Στο εξής, κάθε εργατική απεργία αντιμετωπίζεται με μαζικές απολύσεις, επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων στους χώρους εργασίας και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και με κλείσιμο και μεταφορά βιομηχανικών μονάδων σε άλλη περιοχή.
Η ριζοσπαστική εργατική φιγούρα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων αδυνατεί, με τις μορφές οργάνωσης που έχει επινοήσει, να αντιμετωπίσει αυτή τη σφοδρή ιδεολογική και υλική επίθεση και οδηγείται στη φθορά και την εξαφάνιση.
Υπολογίζεται ότι στο διάστημα 1976-1980, 15 χιλιάδες εργάτες απολύονται λόγω της συμμετοχής τους σε απεργιακές κινητοποιήσεις της εποχής25. Τα εργοστασιακά σωματεία στη συντριπτική τους πλειοψηφία διαλύονται για να ανασυσταθούν στις αρχές της δεκαετίας του 80 μέσα σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο, καθώς με την καταστολή και το τέλος των εργατικών αγώνων αυτής της περιόδου, οι προσδοκίες των εργατών για μια αλλαγή των συσχετισμών δύναμης στους χώρους εργασίας έχουν μετατοπιστεί πλέον από το χώρο του εργοστασίου σε εκείνον της κεντρικής πολιτικής σκηνής η οποία χαρακτηρίζεται από την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.

Αν η ιστορική σημασία των εργατικών αγώνων των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων έγκειται στα ίχνη που άφησαν πίσω τους μέσα στο χρόνο, στις τομές που επέφεραν σε θεσμικό επίπεδο, στις νέες μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης που γέννησαν και οι οποίες θεσμοθετήθηκαν και διευρύνθηκαν στη δεκαετία του 1980, η ανθρωπολογική τους σημασία συνίσταται αλλού: συνίσταται στον πλούτο της εργατικής υποκειμενικότητας που αναδύθηκε την εποχή εκείνη, στον πλούτο των υπαγορεύσεων που γεννήθηκαν στη σκέψη των εργατών, δοκιμάστηκαν μέσα από την πρακτική του αγώνα και άγγιξαν το σύνολο των σχέσεων καταπίεσης και εκμετάλλευσης στο εργοστάσιο, θέτοντας το ζήτημα της ριζικής αλλαγής τους. Πρόκειται για μια υποκειμενικότητα εφήμερη και αποσπασματική, αλλά αυτόνομη από κάθε κομματική διαμεσολάβηση, χαρακτηριστικό σπάνιο στην ιστορία των εργατικών αγώνων στη χώρα μας.

Το πολυτιμότερο συμπέρασμα που μπορούμε, νομίζω, να αντλήσουμε από τους εργατικούς αγώνες της εποχής εκείνης είναι ότι οι μορφές σκέψης και δράσης των εργατών, των ανθρώπων εν γένει, για να αναπτυχθούν χρειάζονται χώρο. Γιατί το πέρασμα από το ατομικό στο συλλογικό, από τις ατομικές στις συλλογικές υποκειμενικότητες, δεν αποτελεί μια απλή αντανάκλαση των αντικειμενικών συνθηκών. Εξαρτάται από την υποκειμενική ικανότητα των ανθρώπων να συλλαμβάνουν την κατάσταση με την οποία βρίσκονται αντιμέτωποι και να επινοούν από κοινού τους όρους για να την αλλάξουν ή ακόμα και για να την ανατρέψουν. Κι αυτή η ικανότητα για να ανθίσει χρειάζεται χώρους απαλλαγμένους από τη λογική του θεσμικού ελέγχου και της χειραγώγησης. Ένας τέτοιος χώρος, υπήρξε σε ορισμένες τουλάχιστον στιγμές, και ο χώρος του εργοστασίου κατά την πρώτη περίοδο μετά την πτώση της δικτατορίας.

1 Athéna Kassapi, Voyage au fond de la mine. Enquête sur les formes de pensée des ouvriers de fond des Mines de Kassandra en Grèce, thèse de doctorat en anthropologie, sous la direction de Sylvain Lazarus, Université Paris 8, juillet 2005.
2 Για μια αναλυτική παρουσίαση της συγκεκριμένης απεργίας που διήρκεσε επτά ολόκληρους μήνες και πήρε τη μορφή εξέγερσης των μεταλλωρύχων, αλλά και των υπόλοιπων κατοίκων της περιοχής των μεταλλείων, δες Αθηνά Σταυροπούλου (Κασάπη), Η μεγάλη απεργία του 1977 στα μεταλλεία του Μαντέμ Λάκκο και της Ολυμπιάδας, εναλλακτικές εκδόσεις Νότιος Άνεμος, Αθήνα, 2003.
3 Οι λιγοστές έρευνες σχετικά με τους εργατικούς αγώνες της δεκαετίας του 1970 πραγματοποιήθηκαν κυρίως στη δεκαετία του 80 και εστιάζουν στις μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης που εμφανίστηκαν στα εργοστάσια τα πρώτα χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, τα εργοστασιακά σωματεία, κι όχι στις μορφές εργατικής υποκειμενικότητας, στις μορφές σκέψης των εργατών που δημιούργησαν αυτές τις μορφές οργάνωσης. (Δες, για παράδειγμα, την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ανάλυση του Χρ. Ιωάννου με τίτλο «Η βιομηχανική εργατική τάξη στο συνδικαλιστικό κίνημα 1974-1984» στο Κοινωνικές Τάξεις, Κοινωνική Αλλαγή και Οικονομική Ανάπτυξη στη Μεσόγειο, τόμος Α΄, ϊδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα 1986, καθώς και το κείμενο του Ν. Μανίκα, «Απολογισμός του εργοστασιακού συνδικαλισμού: 1974-1981» στο Για ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα, εκδ. Αλέτρι, Αθήνα, 1984.)
Πολύτιμες πηγές για μια προσέγγιση αυτών των αγώνων μέσα στο πνεύμα της εποχής τους είναι το βιβλίο του Περικλή Κυριακόπουλου Το εργατικό πρόβλημα στην Ελλάδα στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1978, καθώς και το βιβλίο της αυτόνομης πρωτοβουλίας πολιτών ΝΟΕΜΒΡΗΣ 1973 ο αγώνας συνεχίζεται. Χρονικό και ντοκουμέντα από τους αγώνες του λαού μας. Δικτατορία-Μεταπολίτευση, Αθήνα, Νοέμβρης 1983.
4 Έτσι, για παράδειγμα, το 1983, η απεργία των μεταναστών εργατών του εργοστασίου Renault-Flins χαρακτηρίστηκε από μέλη της τότε κυβέρνησης του Πιερ Μωρουά ως έργο «σιιτών», «ξένων προς τις κοινωνικές πραγματικότητες της Γαλλίας» και όχι ως εργατική κινητοποίηση. (Δες σχετικά το άρθρο του Sylvain Lazarus, Anthropologie ouvrière et enquêtes d’usine : état des lieux et problématique, Ethnologie Française, 2001/3, PUF, Paris, pp. 389-400.
5 Mια αναλυτική παρουσίαση της προβληματικής, της μεθοδολογίας και των σχετικών ερευνών που έχουν πραγματοποιηθεί σε εργοστασιακούς χώρους στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Ελλάδα και τη Νότια Αφρική υπάρχει σε ειδικό αφιέρωμα της επιθεώρησης Ethnologie Française με τίτλο Anthropologie ouvrière et enquêtes dusine, revue Ethnologie Française, 2001/3, PUF, Paris.
6 Δες Gilles Deleuze, Φουκώ, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 2005, σελ. 114.
7 Σήμερα πλέον η ίδια μεθοδολογία και οπτική εφαρμόζεται για την εκ των έσω διερεύνηση των μορφών σκέψης ανθρώπων που ζούν, εργάζονται ή σπουδάζουν στον ίδιο χώρο και όχι μόνο εργατών στο χώρο του εργοστασίου, με αποτέλεσμα η εργατική ανθρωπολογία να αποτελεί ένα μόνο γνωστικό πεδίο μιας ανθρωπολογίας των σύγχρονων υποκειμενικοτήτων.
8 Σύμφωνα με το Sylvain Lazarus: «Στην επιστημονική έρευνα, μέσα από την ιδέα κατασκευής του (επιστημονικού) αντικειμένου, αυτό στο οποίο στοχεύουμε είναι το πραγματικό ως αντικείμενο. Το να γνωρίζεις σημαίνει να γνωρίζεις αυτό που υπάρχει είτε με τη μορφή νόμων, είτε με τη μορφή δομών ή ιδεότυπων. Η κατηγορία του πραγματικού που προτείνουμε εδώ προϋποθέτει την κατηγορία του δυνατού (possible)και συνοψίζεται στη διατύπωση: η σκέψη είναι σχέση του πραγματικού. Εδώ δε στοχεύουμε καθόλου στο είναι των πραγμάτων που συγκροτείται από το αντικείμενο, αλλά στο δυνάμενον είναι, δηλαδή στην κατηγορία του δυνατού ως νοητική κατηγορία» (Sylvain Lazarus, Anthropologie ouvrière et enquêtes dusine: état des lieux et problématique, revue Ethnologie Française, 2001/3, PUF, Paris, σελ. 394.) Για μια συνολικότερη και σε βάθος ανάλυση αυτής της ανθρωπολογικής προβληματικής δες Sylvain Lazarus, Lanthropologie du nom, Seuil, Paris, 1996.
9 Για τη συλλογή προκηρύξεων, κειμένων και εντύπων της εποχής ευχαριστώ θερμά την Καίτη Γεναρέλη, το Γιώργο Κώτσου και το Δημήτρη Δημόπουλο. Επίσης έντυπο υλικό της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου μου παραχώρησαν δυο σπουδαίοι αγωνιστές που έφυγαν δυστυχώς πολύ νέοι από τη ζωή, ο Ξενοφώντας Αναστασίου και ο Γιάννης Μπουκετσίδης.
10 Ασφαλώς μια πληρέστερη διερεύνηση του θέματος δε μπορεί παρά να περιλαμβάνει τη διεξαγωγή συνεντεύξεων με ανθρώπους που συμμετείχαν στους εργατικούς αγώνες των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, μολονότι σε αυτή την περίπτωση θα βρεθούμε αντιμέτωποι με το ζήτημα της διάκρισης ανάμεσα στο χθες και το σήμερα, ανάμεσα σε αυτά που οι άνθρωποι σκέφτονταν τη στιγμή που αναπτύσσονταν αυτοί οι αγώνες και σε αυτά που σκέφτονται σήμερα. Παρόλα αυτά, μια τέτοια έρευνα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως σε ο,τι αφορά την ανάσυρση εκείνων των πτυχών της μνήμης που δεν έχουν μεταβληθεί με το πέρασμα του χρόνου (Σχετικά με αυτή τη μορφή μνήμης, δες Ρίκι Βαν Μπούσχοτεν, Ανάποδα χρόνια, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα, 1997.)
11 Η έννοια της εθνικοφροσύνης αποτελούσε για το μετεμφυλιακό κράτος το κατεξοχήν ιδεολογικό εργαλείο ποινικοποίησης κάθε προσέγγισης της κοινωνίας με όρους ταξικής διαίρεσης εν ονόματι της ενότητας του «έθνους» έναντι του «κομμουνιστικού κινδύνου». (Σχετικά με αυτό το ζήτημα δες Κ. Τσουκαλάς. «Οι ιδεολογικές επιπτώσεις του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα» στον συλλογικό τόμο Η Ελλάδα στη δεκαετία 40-50, ένα έθνος σε κρίση, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 1984, σελ. 550-575. )
12 Πρόκειται για μια περίοδο που ξεκινά τον Οκτώβριο του 1974, με την πρώτη μεταπολιτευτική απεργία, την απεργία στο εργοστάσιο της National Can στην Ελευσίνα και τελειώνει τον Οκτώβριο του 1977 με τη λήξη της μεγάλης απεργίας των μεταλλωρύχων της Ολυμπιάδας και του Μαντέμ Λάκκο στη ΒΑ Χαλκιδική κάτω από το βάρος της απόλυσης όλων σχεδόν των μελών του σωματείου των απεργών. (Για μια αναλυτική παρουσίαση της απεργίας στη National Can, στην οποία συμμετείχαν όλοι οι εργάτες του εργοστασίου, ντόπιοι και μετανάστες, δες Ομάδα για μια προλεταριακή αριστερά, Η απεργία της National Can, Οχτώβρης 74. Διδάγματα και προοπτικές, εκδόσεις 17 Νοέμβρη, Αθήνα, 1974.)
13 Η ίδρυση της Ομοσπονδίας Βιομηχανικών και Εργατοϋπαλληλικών Σωματείων (ΟΒΕΣ) είναι μεταγενέστερη. Η ΟΒΕΣ ιδρύεται το 1979, μετά το τέλος των εργατικών αγώνων της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου. Μάλιστα αρχικά αριθμεί μόνο 6 εργοστασιακά σωματεία. (Δες σχετικά την έκδοση της ΟΒΕΣ, Το εργοστασιακό κίνημα. Αφιέρωμα στα 5 χρόνια δράσης της ΟΒΕΣ 1979-1984, Αθήνα 1984.)
14 Δες Χρ. Ιωάννου, «Η βιομηχανική εργατική τάξη στο συνδικαλιστικό κίνημα 1974-1984» στο Κοινωνικές Τάξεις, Κοινωνική Αλλαγή και Οικονομική Ανάπτυξη στη Μεσόγειο, τόμος Α΄, ϊδρυμα Μεσογειακών Μελετών, Αθήνα 1986,
15 Η πείρα της Ιζόλα, εκδ. Προλεταριακός Αγώνας, Αθήνα 1977, σελ. 8. Πρόκειται για ένα βιβλίο που έχει γραφτεί από εργαζόμενο της Ιζόλα και στο οποίο αναλύεται με εξαιρετικά διεισδυτικό τρόπο η κατάσταση που επικρατούσε στο συγκεκριμένο εργοστάσιο από το 1974, οπότε και εκδηλώνονται οι πρώτες απόπειρες οργάνωσης των εργατών και ξεσπούν οι πρώτες κινητοποιήσεις μέχρι το 1977 που σηματοδοτείται από τη διάλυση των συλλογικών μορφών οργάνωσης των εργατών και τη μεταφορά του εργοστασίου από την Αθήνα στη Θήβα. Είναι μια από τις σπάνιες και πιο πολύτιμες γραπτές μαρτυρίες της εποχής.
16 Στο ίδιο, σελ. 8.
17 Απόσπασμα συνέντευξης με έναν εργάτη της ΜΕΛ που δημοσιεύτηκε στη μπροσούρα Οι απεργοί της ΜΕΛ μιλούν για τους αγώνες τους, έκδοση του Ε.Λ.Ε.Κ., Αθήνα, Νοέμβρης 1975, σελ. 25.
18 Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως εκείνη του εργοστασίου της Πίτσος, οι εργάτες κατορθώνουν να επιβάλλουν το 40ωρο και το πενθήμερο παρά και ενάντια στο σχετικό νομοθετικό πλαίσιο της εποχής.
19 Δες Η πείρα της Ιζόλα, εκδ. Προλεταριακός Αγώνας, Αθήνα 1977.
20 Τέτοιες συνελεύσεις λειτούργησαν, από όσο γνωρίζουμε, τόσο στο εργοστάσιο της ΜΕΛ στη Θεσσαλονίκη όσο και στο εργοστάσιο της ΙΖΟΛΑ στην Αθήνα. Στην πραγματικότητα, αντλούν την καταγωγή τους από την περίοδο των απεργιακών επιτροπών που προηγήθηκαν της δημιουργίας σωματείων.
21 Η πείρα της Ιζόλα, εκδ. Προλεταριακός Αγώνας, Αθήνα 1977, σελ. 26.
22 Στο ίδιο, σελ. 40.
23 «Θα ήθελα να επιμείνω επί μιας βασικής αρχής η οποία εμπνέει όλα τα νομοθετήματα κοινωνικής σημασίας της κυβερνήσεως. Την αρχήν δηλαδή και τη φιλοσοφία της συνεργασίας των τάξεων για την εναρμόνιση του καθολικού συμφέροντος, η οποία και δημιουργεί αγεφύρωτον χάσμα με εκείνη τη θεωρία της πάλης των τάξεων.. Δεν θα επιτρέψωμεν την πάλην των τάξεων! Δεν θα επιτρέψωμεν την εξάρθρωσιν της οικονομίας!» (απόσπασμα από την ομιλία του τότε υπουργού εργασίας Κ. Λάσκαρη στη Βουλή στις 24 Μάη 1976. Παρατίθεται στο βιβλίο του Περικλή Κυριακόπουλου Το εργατικό πρόβλημα στην Ελλάδα στα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1978, σελ.95. )
24 Σύμφωνα με το ν. 330/76, η απεργία αναγνωρίζεται ως «δικαίωμα» των εργαζομένων μόνον όταν «κηρύσσεται από το νομίμως συνεστημένο επαγγελματικό σωματείο» κι έχει σαν αποκλειστικό στόχο «τη διαφύλαξη και την προαγωγή ων οικονομικών, εργασιακών και ασφαλιστικών εν γένει συμφερόντων των εργαζομένων της επιχειρήσεως». Σε αντίθετη περίπτωση, προβλέπεται όχι μόνο η απόλυση εργαζομένων χωρίς καταβολή αποζημίωσης, αλλά και ποινικές κυρώσεις εναντίον τους, ενώ παράλληλα θεσμοθετείται το δικαίωμα του εργοδότη να προσλαμβάνει απεργοσπάστες και να κηρύσσει ανταπεργία (λοκ άουτ), καθιστώντας την άσκηση του «απεργιακού δικαιώματος» εντελώς τυπική.
25 Τα στοιχεία αυτά παρατίθενται στο βιβλίο των Ν. Μανίκα και Μ. Χαραλαμπίδη, Για ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα, εκδ. Αλέτρι, Αθήνα 1984, σελ. 21.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου